Διαβάζω τις προτάσεις της επιτροπής και του κ. Λιακού συγκεκριμένα για τη δευτεροβάθμια και το Πανεπιστήμιο. Η αισιόδοξη πλευρά μου αναθαρρεί βλέποντας προτάσεις που ακολουθούν (σχεδόν πιστά) την παιδαγωγική φιλοσοφία του Διεθνούς Απολυτηρίου ενός προγράμματος που ασπάζονται όλο και περισσότερες χώρες στον κόσμο (Σκανδιναβία, Λατινική Αμερική, Ασία – στην Ελλάδα εφαρμόζεται μόνο σε ιδιωτικά σχολεία και φυσικά είχε πάντα εχθρούς), όχι μόνο για την επιστημοσύνη και την φιλοσοφία με την οποία έχει αναπτυχθεί αλλά για τον απλό, ναι απλό αλλά κύριο λόγο, ότι στο επίκεντρό του έχει το παιδί.

Αν το σκεφτεί κανείς το παιδί, ο νέος, η νέα είναι εδώ και πολλά χρόνια οι μόνοι απόντες από το κλασικό ελληνικό σύστημα που φροντίζει όλους τους άλλους εκτός από τα ίδια τα παιδιά. (Το αναλυτικό πρόγραμμα για παράδειγμα έχει φτιαχτεί με βάση τους διορισμούς και το ωρολόγιο μισθολόγιο των ειδικοτήτων, τουλάχιστον ση δευτεροβάθμια και όχι την ενδελεχή και τεκμηριωμένη σκέψη του τι πρέπει να συμπεριλαμβάνει ένα σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών, που αναπτύσσει τις ικανότητες των παιδιών και εν δυνάμει προκαλεί το ενδιαφέρον του).Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως και όταν διάβασα την προηγούμενη δημοσίευση των προτάσεων της επιτροπής από παλαιότερη συνέντευξη του κ. Λιακού στο Βήμα της Κυριακής 30/4/2016, χαίρομαι, ως οφείλει κάθε καλοπροαίρετος πολίτης και ακόμα περισσότερο γνώστης της εκπαίδευσης, να ακούω επιτέλους σωστές και σύγχρονες σκέψεις που σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα τουλάχιστον ασπάζεται, μα που αδυνατεί – και εδώ έγκειται το πολυετές δράμα και ίσως η κατάρα της παιδείας αυτής της χώρας, να εφαρμόσει.

Κι όταν το συνειδητοποιώ αυτό το τελευταίο με σκουντάει η άλλη μου πλευρά, η ρεαλιστική που θυμάται πόσες φορές ακούστηκαν σωστές προτάσεις, γράφτηκαν σε ωραία πορίσματα και εγχειρίδια, πέρασαν και φύγαν χωρίς τίποτα να αλλάξει στην αληθινή ζωή των σχολείων. Και το «Νέο Λύκειο» πριν από λίγα χρόνια μια χαρά ακουγόταν κι ας μην υλοποιήθηκε ποτέ. Και ο θεσμός των Πρότυπων Πειραματικών μια χαρά παράδειγμα σχολικής αυτονομίας υπήρξε κι ας το πολέμησαν τόσο σθεναρά από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησης τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ακριβώς σε αυτή του τη διάσταση: την αυτονομία. Και τα ΚΕΔΔΥ μια χαρά πρόθεση έχουν να βοηθήσουν και μάλιστα ουσιαστικά αλλά η αναμονή για μια απλή διάγνωση μαθησιακής δυσκολίας εκτείνεται σε περίπου δύο χρόνια στην Αθήνα ενώ η «παρέμβαση» στην πραγματικότητα εξαντλείται στη «συμπονετική» λύση των προφορικών εξετάσεων. Και όσο περνάει η ώρα περνάει και ο αρχικός μου ενθουσιασμός γιατί θυμάμαι πως άνθρωποι και προτάσεις από σωστούς ανθρώπους υπάρχουν. Σύστημα που θα τους δώσει ζωή δεν υπάρχει.

Οι αλλαγές, ειδικότερα οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν τόσα που αυτή η χώρα δεν έχει και που πρέπει να απόκτήσει. Απαιτούν μια άλλη κουλτούρα μάθησης που αυτή η κοινωνία ελλείπεται ωθώντας μονίμως τον εαυτό της στην αέναη αναπαραγωγή του λάθους το οποίο καταλήγει να αγαπήσει μέσα από μια διαστρεβλωμένη σχέση ματαιωμένων θυσιών. Απαιτούν ανθρώπους που θα μοιραστούν το όραμα και θα το υπηρετήσουν. Υποδομές, σύστημα και οργάνωση που θα επιτρέψουν την αειφόρο αλλαγή και ανάπτυξη. Απαιτούν ηγέτες που θα συνεργαστούν με την ομάδα τους με γνώμονα την παιδαγωγική και δεν θα χαθούν στη γραφειοκρατική διαχείριση της καθημερινότητας (για να μη μπω σε ζητήματα τυπικών και ουσιαστικών προσόντων αυτών των ηγετών). Απαιτούν δουλειά και επιστημοσύνη. Γνήσια, ουσιαστική και διαρκή επιμόρφωση εκπαιδευτικών.

Προυποθέτουν εμπιστοσύνη. Αν δεν υπάρχουν όλα αυτά, όλα όμως, όλα παραμένουν στα χαρτιά και στη θεωρία. Η αυτονόμηση του σχολείου είναι μια βασική προϋπόθεση (με τον απαραίτητο έλεγχο και τις προϋποθέσεις βέβαια).Οι αλλαγές στην παιδεία δεν επιβάλλονται από ένα απρόσωπο κεντροποιημένο σύστημα εξουσίας. Καλλιεργούνται και αναπτύσσονται μέσα σε κοινότητες μάθησης που ελάχιστα σχολεία μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν ενώ το «ελληνικό σύστημα» εν γενεί σίγουρα δεν έχει.

Ο κ. Λιάκος και η επιτροπή λένε αναμφίβολα – εν πολλοίς τουλάχιστον – το σωστό και εύστοχα καταδεικνύουν αυτά που όλη η κοινωνία νιώθει και ξέρει, όπως την άθλια ανοχή των απουσιών, την κατάργηση ουσιαστικά του σχολείου τα τελευταία δύο χρόνια, το κόστος της απαραίτητης φροντιστηριακής εκπαίδευσης κλπ. Τουλάχιστον τολμούν να τα πουν με το όνομά τους κι όχι να είναι το μυστικό που όλοι ξέρουμε και ζούμε αλλά με μια παράξενη ιδιομορφία περίπου σαν εκείνη του δυστυχισμένου ζευγαριού που προσποιείται πως όλα πάνε καλά.

Εξίσου όμορφα σωστά έχει πει και το πρώην Π.Ι και νυν Ι.Ε.Π.και άλλοι πολλοί, στους οποίους το ΥΠΑΙΠΘ έρχεται μετά να πει «ευχαριστώ» και κάνει ό,τι εκείνο θέλει. Ή το χειρότερο: Λέει πως τα υλοποιεί επειδή θεσπίζει νόμους και αφήνει κατ ουσίαν τα σχολεία στη μοίρα τους. Τι γίνεται λοιπόν είναι το ζητούμενο. Κι αν ξέρουμε ή θέλουμε επιτέλους να το κάνουμε σωστά. Την πιο ωραία πρόταση να φέρουμε από άλλα συστήματα, μόλις ενταχθεί σε ένα πραγματικό πλαίσιο ασκούνται πάνω της χίλιες δυνάμεις (η διεθνής βιβλιογραφία στη διοίκηση της εκπαίδευσης βρίθει θετικών αλλά και αρνητικών παραδειγμάτων).Αν δεν υπάρξει σταθερή, συστηματική και εμπνευσμένη πολιτική για να υλοποιηθεί όπως πρέπει, θάναι μάλλον μεγαλύτερο λάθος. Κι αν έρθει όπως όλα σε αυτή τη χώρα ως νόμος εκ των άνω και κυρίως χωρίς συστηματική δομή και έλεγχο ως προς την αποτελεσματικότητά της θα είναι σίγουρα λάθος.

Το απεύχομαι. Αν μη τι άλλο γιατί κάποτε θα πρέπει και οι άνθρωποι που γνωρίζουν πιστεύουν και ελπίζουν να μπορούν να εργαστούν και για την υλοποίησή τους. Αλλιώς θα σταματήσουν και να μιλάνε. Και θέλω επίσης να ελπίζω στο καλύτερο γιατί μόνο αυτό αξίζει στα παιδιά και τους νέους. Ας έχουμε επιτέλους και την αρετή και την τόλμη να τους το δώσουμε.

Πίνω πάντα ζεστό εσπρέσο. Κάθε φορά που το παραγγέλνω μειδιώ στην αντίδραση των σερβιτόρων που απορημένοι και συνάμα καλωσυνάτοι με ρωτούν «απλό εσπρεσάκι»; Συνηθισμένα φαντάζομαι από τις εκατοντάδες πολύπλοκες παραγγελίες εσπρέσο φρέντο και φρεντοτσίνο (με καστανή ζάχαρη, μέτριο προς γλυκό, με κανέλα ή χωρίς κλπ) το απλό και γνήσιο μάλλον εντυπωσιάζει. Οι φίλοι μου το ίδιο απορούν πώς πίνει κανείς ζεστό καφέ μέσα στο ελληνικό καλοκαίρι (κι εγώ με τη σειρά μου πώς πίνουν εκείνοι όλες τις εκδοχές του φρέντο βρέξει χιονίσει).Όχι δεν τους αναλύω πόση σημασία έχει το άρωμα του καφέ που μόνο στη ζεστή του μορφή μπορείς να γευτείς ούτε για τις εικόνες ενός γρήγορου καφέ απο ανθρώπους στη βιάση της δουλειάς στην πλατεία του Αγ Μάρκου που συνειρμικά φέρνει το μικροσκοπικό φλιτζάνι μου. Ούτε μπαίνω στην κουβέντα της άστοχης ελληνοποίησης ενός καφέ που μετανάστευσε στη χώρα μας για να ενσωματωθεί στην κουλτούρα της πάλαι ποτέ ελληνικής φραπεδιάς. Γούστα είναι αυτά. Αλλά δεν μπορώ να μη σκεφτώ πόσο λίγο του πρέπει να μένει ως υπόλειμμα κολλώδους αφρού σ ένα ψηλό, χοντρό ποτήρι.

Η κυρία Μαργαρίτα Μανσόλα είναι εκπαιδευτική Ψυχολόγος CPsychol, MA, Dip. Ed.και υποψήφια για το MA στην Εφαρμοσμένη Εκπαιδευτική Διοίκηση και Ηγεσία