Παρά τις υψηλές προσδοκίες και την κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης να υπάρξει μία «λύση στο θέμα του χρέους», η κυβέρνηση Τσίπρα βρίσκεται αναγκασμένη σε μία «χαμηλή πτήση», την επομένη της συνεδρίασης του Eurogroup.

Οι εξονυχιστικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, άφησαν κάποια κενά και εκκρεμότητες (κυρίως στα θέματα των ιδιωτικοποιήσεων και του ασφαλιστικού) και υπό τα δεδομένα αυτά, η αξιολόγηση έκλεισε μεν, αλλά… όχι και εντελώς.
Ετσι ως γνωστόν, η δόση που εκκρεμεί θα καταβληθεί τμημτικά, όπως άλλωστε συνέβαινε σχεδόν πάντοτε τα τελευταία χρόνια, λόγω της αδυναμίας των ελληνικών κυβερνήσεων να τηρήσουν δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει και λόγω του ελλείμματος αξιοπιστίας, το οποίο σήμερα παραμένει το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα.
Με βάση αυτά, η κυβέρνηση της Αθήνας είναι πλέον καταδικασμένη να εφαρμόζει διαρκώς, ταχύρυθμα, αποτελεσματικά και υπό αυστηρή επιτήρηση την συμφωνία, προκειμένου να εξασφαλίζει την χρηματοδότηση με το σταγονόμετρο για την κάλυψη άμεσων και ληξιπρόθεσμων αναγκών.
Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τον δημοσιονομικό κόφτη και τον εξωπραγματικό (και πάντως με όρους ανάπτυξης προβληματικό) στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018, διαμορφώνουν μία εικόνα που πολύ απέχει από τον τερματισμό της αβεβαιότητας (σύμφωνα με την κεντρική γραμμή που υπηρετεί το Μέγαρο Μαξίμου).
Αυτά είναι δε τα στοιχεία τα οποία πλέον ο κ. Τσίπρας θα επιχειρήσει να «πουλήσει» και στο εσωτερικό του κόμματός του, παράλληλα με τον υπό μελέτη ανασχηματισμό.
Πρακτικά, τα αμέσως επόμενα βήματα υποκρύπτουν γνωστούς κινδύνους και απειλές και τίποτε δεν δημιουργεί βεβαιότητα ότι από το καλοκαίρι κι έπειτα δεν θα σημειωθεί μία επανάληψη των προηγουμένων επεισοδίων.
Ειδικότερα, έπειτα από την καταβολή των 7,5 δισ. της δόσης στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, αν και εφόσον έχουν εφαρμοστεί πλήρως όλα τα προαπαιτούμενα, ακολουθεί μία εκταμίευση 2,8 δισ. που έχει προσδιοριστεί για μετά το καλοκαίρι. Στο σημείο αυτό, τα προαπαιτούμενα είναι «καυτά», καθώς η κυβέρνηση θα κληθεί πλέον με ιλιγγιώδεις για τα δεδομένα της ρυθμούς να προχωρήσει στην υλοποίηση ενός «νεοφιλελεύθερου πακέτου», το οποίο περιλαμβάνει:
–ιδιωτικοποιήσεις,
–την ενεργοποίηση του Ταμείου Αποκρατικοποίησεων,
–τις αλλαγές στις διοικήσεις των τραπεζών,
–την ενεργοποίηση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και
–τις αλλαγές στον τομέα της ενέργειας.
Όλα αυτά θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί τους αμέσως επόμενους μήνες, προκειμένου να εκταμιευθεί η υποδόση των 2,8 δισ. στις αρχές του φθινοπώρου.
Παρά τις διαβεβαιώσεις για το φως στην άκρη του τούνελ εκ μέρους κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, στους κύκλους οικονομικών και πολιτικών παραγόντων κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η ανησυχία για μία παράμετρο: ότι η εμπειρία των προηγούμενων ετών θα κυριαρχήσει και πάλι, η αξιολόγηση του φθινοπώρου θα κυλήσει και πάλι προς τα τέλη του έτους και πως με αυτούς τους όρους θα ξεκινήσει ο επόμενος πολιτικός κύκλος σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας.