Το 2008, όταν τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης άρχισαν να γίνονται πλέον αντιληπτά, ο Σωτήρης Ριζάς, σημερινός διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, στην Ακαδημία Αθηνών, άρχισε να δημοσιεύει συμπαγείς ιστορικές μελέτες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Η πλέον πρόσφατη «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας –Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία» (2015, Καστανιώτης) είναι γραμμένη υπό τη μορφή ενός διπλωματικού θρίλερ και εστιάζει κατά το πλείστον στον βρετανικό παράγοντα (αξιοποιώντας πηγές όπως το Αρχείο Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, λ.χ., που υπήρξε ο έλληνας επιτετραμμένος στο Λονδίνο την περίοδο 1920-1922, ή το Αρχείο του Γεωργίου Στρέιτ, που ήταν στενός συνεργάτης του βασιλέα Κωνσταντίνου).

«Μία από τις πολλές αφορμές γι’ αυτό το βιβλίο ήταν «o πόλεμος της μνήμης» που ξέσπασε πριν από μερικά χρόνια με αφορμή την υπόθεση του «συνωστισμού στη Σμύρνη». Δεν μπορούσα να καταλάβω το πρωθύστερο της όλης προσέγγισης: πώς είναι δυνατόν, μετά από 90 χρόνια και πλέον, να ασχολούμαστε εκτενώς με την κατάληξη της Μικρασιατικής Καταστροφής –όσο κι αν συναισθάνομαι, προφανώς, το ιστορικό τραύμα για τη χώρα –αλλά να μη μας ενδιαφέρει και τόσο να αναλύσουμε πώς φθάσαμε ως εκεί. Θέλησα, επιπροσθέτως, να φανεί καθαρά η αλληλεπίδραση της ελληνικής πολιτικής, δηλαδή του Εθνικού Διχασμού, με τις ρευστές εξελίξεις στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Υπήρχαν, βέβαια, κι άλλοι παράγοντες. Η επικρατούσα ως σήμερα άποψη λ.χ. ότι η Μικρασιατική Καταστροφή συντελέστηκε επειδή το 1920 καταψηφίστηκε ο Βενιζέλος και επικράτησε ο αντιβενιζελισμός. Τούτη όμως είναι μια «φτωχή» υπόθεση. Στην πραγματικότητα, αυτό που καταλαβαίνουμε, συνδυάζοντας επιμέρους όψεις, είναι ότι τότε υπήρχε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αποδοκίμασε τον Βενιζέλο, ακόμη κι αν η ήττα του δεν αναμενόταν».
Το θέμα της επέκτασης των ορίων της Ελλάδας στη Μικρά Ασία θα ετίθετο μόνο προς το τέλος του 1914 και τις αρχές του 1915, όταν οι Βρετανοί (μέσω των Φιλελεύθερων αδελφών Μπάξτον) υπέδειξαν τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της ως εδαφικό αντάλλαγμα για την έξοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, για να εξασφαλίσουν υπέρ τους, από την άλλη μεριά, και τη συμμετοχή της Βουλγαρίας. «Επομένως, η ιδέα δεν ήταν «αυτοφυής» στην ελληνική πολιτική. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Βενιζέλος ανέλαβε αμέσως την «ιδιοκτησία» αυτού του προγράμματος, το υιοθέτησε και το προώθησε ενεργά ως το τέλος της διακυβέρνησής του το 1920. Γιατί προήλθε από τους Βρετανούς η ιδέα; Μα γιατί η Ελλάδα –μια χώρα που ήθελε τότε και η ίδια να αναχθεί σε περιφερειακή δύναμη –φάνταζε η ιδεώδης επιλογή: ο ιδανικός βραχίονας για μια αυτοκρατορία στο απόγειό της προς την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, περιοχή που τότε άρχιζε να έχει σημασία εξαιτίας του πετρελαίου της. Το βασικό ζήτημα είναι ότι δεν ετέθη όλη η βρετανική ισχύς πίσω από αυτό το εγχείρημα, διότι πέραν του πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος ήταν πράγματι υποστηρικτικός, υπήρχαν στον σκληρό πυρήνα των βρετανικών ελίτ επιμέρους αντιστάσεις και διαιρέσεις. Η βοήθεια των Βρετανών ήταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική και διπλωματική αλλά οικονομικά περιορισμένη, οι πολεμικές πιστώσεις της εποχής δεν κάτι σπουδαίο. Οταν ο Πρωτοπαπαδάκης αναγκάστηκε να διχοτομήσει το νόμισμα το έκανε, σκεφτείτε, για να βγούνε ακόμη πέντε-έξι μήνες στο μέτωπο, όχι για να μείνει η Ελλάδα επ’ αόριστον στη Μικρά Ασία. Η βρετανική πολιτική του 1922 όμως ήταν καθαρώς ένας αγώνας οπισθοφυλακής, επεδίωκαν να μην εγκαταλειφθεί η μικρασιατική ενδοχώρα από τα ελληνικά στρατεύματα».
Το βασικό πρόβλημα ήταν ευρύτερο: υπήρχε μια «θεμελιώδης πλάνη» στην ανάληψη και συνέχιση της πολιτικής αυτής (δηλαδή, της απόλυτης ευθυγράμμισης με τους Βρετανούς, την οποία ακολούθησε κατόπιν και η αντιβενιζελική ηγεσία υπό τον Γούναρη), σημείωσε ο Σωτήρης Ριζάς, εννοώντας την εκτεταμένη και παρατεταμένη στρατιωτική εμπλοκή στη Μικρά Ασία.
Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι ο συγγραφέας προσεγγίζει την πολυπλοκότητα του ζητήματος υποδεικνύοντας στον αναγνώστη ότι η Καταστροφή ήταν εν μέρει μια Αυτοκαταστροφή. «Αυτό που θέλησα να καταδείξω είναι ότι η βασική διάσταση της Μικρασιατικής Καταστροφής δεν σχετίζεται με έναν πολιτικό, όσο κι αν, ομολογουμένως, ο Βενιζέλος ήταν πιο ισχυρή προσωπικότητα και σημαντικότερος πολιτικός από τον Γούναρη. Μιλάμε για δυνάμεις πολύ υπέρτερες από την ικανότητα ενός ανθρώπου» τόνισε ο Σωτήρης Ριζάς.
Ο ίδιος, συνοψίζοντας την «παραδεδεγμένη γνώση» για τη Μικρασιατική Καταστροφή, προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις. «Στην ουσία υπάρχουν τρεις αφηγήσεις οι οποίες αντιστοιχούν λίγο-πολύ στα τρία πολιτικά ρεύματα της εποχής. Η αντίληψη της Αριστεράς ότι αυτό ήταν μια ιμπεριαλιστική υπόθεση και ότι εμείς αναλάβαμε υπεργολαβικά να κάνουμε τη δουλειά της Βρετανίας. Υπάρχει η αντίληψη του αντιβενιζελισμού ότι μας ενέπλεξε ανευθύνως ο Βενιζέλος σε μια υπόθεση την οποία οι αντιβενιζελικοί προσπάθησαν να διαχειριστούν αλλά «έσκασε» στα χέρια τους, κάτι που είχε ως συνέπεια την άδικη εκτέλεση των Εξι (που δεν ήταν παρά αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων). Και υπάρχει και η αντίληψη του βενιζελισμού, ότι ένας μεγάλος πολιτικός έφερε ένα εκπληκτικό διπλωματικό αποτέλεσμα, έφτιαξε τη Μεγάλη Ελλάδα «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και ήρθε ένας εσμός αντιπολιτευομένων, άνθρωποι που δεν είχαν καμία επίγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και οδήγησαν τα πράγματα εκεί που τα οδήγησαν. Το σημαντικό είναι άλλο: ότι εκείνο το εγχείρημα υπερέβαινε τα όρια και τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους, οικονομικά, στρατιωτικά, κοινωνικά και πολιτικά. Ολο αυτό ήταν πέραν των δυνάμεών του και είναι καιρός να επιμερίσουμε τις πολιτικές ευθύνες πιο δίκαια».
Το απολύτως ανατριχιαστικό είναι ότι η ελληνική ηγεσία –όσο κι αν υπήρχαν παράγοντες που διαισθάνονταν το εύρος της διακινδύνευσης που ενυπήρχε σ’ εκείνο το επίφοβο σχέδιο –εμφανίζεται τότε δραματικά εγκλωβισμένη στη δυναμική των γεγονότων, είναι σαν το ίδιο το πολιτικό προσωπικό να επιταχύνει προς τον όλεθρο που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση και να προσκρούει πάνω του μετωπικά και κάπως μοιρολατρικά. «Από την πλευρά του αντιβενιζελισμού, σαφώς και διακρίνουμε ένα στοιχείο μοιρολατρίας. Είναι πολύ γλαφυρός ο διάλογος της ηγεσίας του τον Μάρτιο του 1921 με τον Μεταξά. Ο Πρωτοπαπαδάκης του είχε πει τότε ότι είναι καλύτερα να ηττηθούμε παρά να γίνει αυτό που έλεγε εκείνος, να εγκαταλείψουν δηλαδή τα εδάφη που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός και τα οποία είχαν αποδοθεί στην Ελλάδα. Γιατί; Γιατί κανείς δεν θα υπερασπιζόταν τη χώρα αύριο, αν του το ζητούσαν. Επομένως: ήταν καλύτερα να φύγουν από εκεί συνεπεία μιας ήττας. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι το κρίσιμο διάστημα ήταν αυτό μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου του 1920. Από τα τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου, όταν δηλαδή ήταν ήδη γνωστοί οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών που θα επέβαλαν τελεσιγραφικά λίγο αργότερα οι Σύμμαχοι στους Τούρκους, επικρατούσε η αίσθηση ότι είχαμε καταφέρει αυτό που θέλαμε –κάτι που ενισχύθηκε δύο μήνες μετά, όταν ο ελληνικός στρατός προέλασε με μεγάλη ευκολία σε βάθος, χωρίς όμως να γίνεται πλήρως κατανοητό ότι οι εθνικιστικές δυνάμεις του Κεμάλ υποχωρούσαν στρατηγικά, αποφεύγοντας επιμελώς τη σύγκρουση –και, ταυτοχρόνως, τη στιγμή που φαίνεται ότι η ακολουθούμενη πολιτική αποδίδει εκπληκτικούς καρπούς, αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι αυτό είναι κάτι το φευγαλέο, ότι δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα εκεί. Είναι μια θολή περίοδος, όπου η ψευδαίσθηση με την πραγματικότητα συνυπήρχαν, νομίζω. Αυτό το καταλαβαίνει και ο ίδιος ο Βενιζέλος έναν μήνα πριν από τις εκλογές που κατόπιν έχασε, όταν στέλνει την επιστολή στον Λόιντ Τζορτζ και του γράφει ότι, αν δεν υπάρξει ενίσχυση αλλά και συστράτευση Βρετανών και Ελλήνων, τη Μικρά Ασία δεν θα μπορούσαμε να τη φέρουμε σε πέρας μόνοι μας».
Ο Σωτήρης Ριζάς, για να έλθουμε λίγο στο σήμερα, μια και έγινε λόγος για «ψευδαισθήσεις», γράφει στο ιστορικό τομίδιο «Παρατάξεις και κόμματα στη μεταπολεμική Ελλάδα» (2016, Εστία) ότι «η δεύτερη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 εντάσσεται πλέον σε μια ιστορική προοπτική, δεν συνιστά ένα απλό επεισόδιο», υπό την έννοια ότι ένα κόμμα της Αριστεράς «εποίκισε» απ’ όσο φαίνεται τον «παραταξιακό» χώρο της Κεντροαριστεράς. «Θα πρέπει όμως να περιμένουμε να δούμε αν αυτό θα είναι βραχύβιο εν τέλει –κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν -, να δούμε δηλαδή αν και αυτή η πολιτική κατάσταση θα εγγραφεί στα όρια της κρίσης: τα δύο-δυόμισι χρόνια. Αν τα ξεπεράσει, θα μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ