Κάννες, Αποστολή

Με την απονομή των βραβείων της Κυριακής 22 Μαΐου που θα πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Λυμιέρ, στις 19.00, κλείνει ο κύκλος και του εφετινού Φεστιβάλ Καννών. Η γνώμη μας είναι ότι δεν θα μείνει στην Ιστορία ως ένα από τα καλύτερα. Ούτε όμως και από τα χειρότερα. Ηταν, πολύ απλά, χαμηλότερο των προσδοκιών, αν λάβει κανείς υπόψη του το μέγεθος των ονομάτων των δημιουργών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό.


Ξεχώρισε ο Τζάρμους

Με την εξαίρεση ίσως του Τζιμ Τζάρμους και της ταινίας του «Paterson» (που όλα δείχνουν ότι δεν θα απουσιάζει από τα βραβεία), οι κορυφαίοι σκηνοθέτες που συμμετείχαν εφέτος στο διαγωνιστικό τμήμα φάνηκε να επαναλαμβάνονται και να προσπαθούν να ξαναβρούν τον παλιό, πολύ καλύτερο από σήμερα εαυτό τους.
Αφήνοντας στην άκρη το «Forushande» του Ασγκάρ Φαραντί και το «The last face» του Σον Πεν, δύο ταινίες που δεν είδα, μπορώ να πω ότι πλην του «Paterson» όλες οι ταινίες των γνωστών, καταξιωμένων σκηνοθετών που διεκδικούν τον Χρυσό Φοίνικα ήταν πράγματι κατώτερες προηγουμένων τους. Σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι ήταν κακές ταινίες. Απλώς ήταν λιγότερο καλές συγκρινόμενες με παλιότερές τους. Μιλώντας με συναδέλφους από όλον τον κόσμο είδα να συμφωνώ (με τους περισσότερους) στο συμπέρασμα ότι για τις περισσότερες ταινίες η φράση-κλειδί του εφετινού Φεστιβάλ Καννών ήταν: «Καλή αλλά όχι σαν τις προηγούμενές του».
Αυτό μάλιστα φάνηκε από την αρχή του Φεστιβάλ με το «Café Society» του Γούντι Αλεν που άνοιξε τη διοργάνωση εκτός συναγωνισμού: μια πανέμορφη στην όψη (χάρη στη φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο) αλλά σεναριακά άνευρη αισθηματική κομεντί με φόντο το Χόλιγουντ και τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1930.
Απλώς καλές…

Δεν ήταν μόνο ο Αλεν. Ηταν επίσης ο Κεν Λόουτς με το «I Daniel Blake» (προβλήματα της τραυματισμένης εργατικής τάξης με το Δημόσιο), ήταν ο Ρουμάνος Κριστιάν Μουντζιού με το «Bacalaureat» (τι είναι διατεθειμένος να κάνει ένας γιατρός προκειμένου να βοηθήσει τις σπουδές του παιδιού του), ήταν ο Πέδρο Αλμοδόβαρ με την «Julieta» (σύγκρουση μάνας – κόρης στο πρότυπο του κλασικού μελοδράματος), ήταν οι αδελφοί Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν με το «Αγνωστο κορίτσι» (μια γιατρός προσπαθεί να επανορθώσει επειδή εξαιτίας μιας λανθασμένης κίνησής της πέθανε ένας άνθρωπος), ήταν και ο Ολιβιέ Ασαγιάς με το «Personal shopper» (φαντάσματα στο σύγχρονο Παρίσι με την Κρίστεν Στιούαρτ σε πρώτο πλάνο). Ολες αυτές οι ταινίες ήταν απλώς καλές, καμία όμως δεν είχε τη δύναμη να σε πιάσει από τον λαιμό και να σε τσακίσει συναισθηματικά, όπως είχε π.χ. καταφέρει η «Αγάπη» του Μίχαελ Χάνεκε, ο «Γιος του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες, το «Ολα για τη μητέρα μου» του Αλμοδόβαρ, ο «Ανεμος που χορεύει το κριθάρι» του Λόουτς, το «Old boy» του Παρκ Τσαν Γουκ, το «Τέσσερις μήνες, τρεις βδομάδες, δυο μέρες» του Μουντζιού ή το «Δυο μέρες και μια νύχτα» των Νταρντέν –ταινίες όλες που είδαν την καριέρα τους να αρχίζει στις Κάννες.
Ισως γι’ αυτό να ήταν πολύ χαρμόσυνο το γεγονός ότι τελικά μία από τις ταινίες που πραγματικά ξεχώρισαν εφέτος ήταν ο «Toni Erdmann» της όχι ιδιαίτερα γνωστής Γερμανίδας Μάρεν Αντε, μια υπέροχη ματιά πάνω στη σχέση ενός ηλικιωμένου πατέρα που προσπαθεί να διδάξει την αυστηρή κόρη του ότι η ζωή χρειάζεται τρέλα και χιούμορ. Να μια ταινία-πραγματική πρόταση, να μια ταινία που δεν πρόκειται με τίποτε να λείψει από τα βραβεία.

HeliosPlus