«Δεν υπάρχει μια κοινή θέση της ισπανικής Αριστεράς απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Επειτα από την εδραίωση της συμμαχίας του με ένα κόμμα της ξενοφοβικής Δεξιάς (σ.σ.: των ΑΝΕΛ) και τον μη διορισμό γυναικών σε υπουργικές θέσεις, έπαψε άμεσα να αποτελεί σημείο αναφοράς για αρκετούς στην Ισπανία». Αυτά δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» η Κριστίνα Φλέσερ Φομινάγια, λέκτορας Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν στη Σκωτία, με ειδίκευση στα κοινωνικά κινήματα της Ευρώπης και της Ισπανίας.
Ερωτώμενη αν και κατά πόσον οι επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος στην Ελλάδα έπειτα από σχεδόν ενάμιση χρόνο στην εξουσία θα μπορούσαν να επηρεάσουν, θετικά ή αρνητικά, τους ισπανούς ψηφοφόρους –και ιδιαίτερα όσους υποστηρίζουν κόμματα της Αριστεράς –εν όψει των επικείμενων νέων εκλογών της 26ης Ιουνίου, η κυρία Φομινάγια υποστηρίζει πως η ελληνική εμπειρία της «πρώτης φοράς Αριστερά» δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για τους περισσότερους Ισπανούς. Ταυτόχρονα ωστόσο επισημαίνει ότι ο ισπανικός λαός εξακολουθεί να είναι αλληλέγγυος προς τους Ελληνες, αποκαλύπτοντας επίσης ότι στους κόλπους της ισπανικής Αριστεράς υπάρχουν, κατά τη γνώμη της, και κάποιοι που εκτιμούν τον έλληνα πρώην υπουργό Οικονομικών κ. Γιάνη Βαρουφάκη.

n Εξακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί σημείο αναφοράς για τις δυνάμεις της ισπανικής Αριστεράς;

«Κάποιοι εξακολουθούν να βλέπουν το κόμμα με συμπάθεια και να το υποστηρίζουν, αλλά οι περισσότεροι είναι αλληλέγγυοι κυρίως προς τον ελληνικό λαό, περισσότερο απ’ ό,τι προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατηγορούν περισσότερο την τρόικα παρά τον ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας και εκλαμβάνουν την πίεση προς την Ελλάδα ως μια μορφή εκβιασμού ή οικονομικού πραξικοπήματος. Αλλοι θεωρούν πως η συμφωνία ήταν μια «συνθηκολόγηση» με αποτέλεσμα να βλέπουν αρνητικά τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της υπογραφής του τρίτου Μνημονίου. Την ίδια ώρα όλοι όσοι τάσσονται κατά των κομματικών πολιτικών επικαλούνται την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ για να τονίσουν ότι τα κόμματα δεν αποτελούν τη λύση. Ενώ όλοι όσοι υποστηρίζουν παραδοσιακά κόμματα και επιχειρηματολογούν κατά των νέων πολιτικών σχημάτων δηλώνουν πως «τα νέα κόμματα δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Κοιτάξτε τον ΣΥΡΙΖΑ».

Γενικότερα, ωστόσο, δεν θεωρώ πως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα ισχυρό σημείο αναφοράς στην προεκλογική Ισπανία. Οι δύο περιπτώσεις (σ.σ.: της Ελλάδας και της Ισπανίας) διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Το Podemos, π.χ., πιθανότατα δεν θα αναδειχθεί πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα (τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον), οπότε δεν θα βρεθεί στην ίδια θέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ούτε η οικονομική σχέση της Ισπανίας με την τρόικα είναι ίδια με εκείνη της Ελλάδας, παρότι υπάρχει μια ισχυρή συλλογική εναντίωση προς τις πολιτικές λιτότητας της τρόικας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Θεωρώ ότι σε συγκεκριμένους τομείς της ισπανικής Αριστεράς αρκετοί με έναν περισσότερο ευρωπαϊστικό προσανατολισμό υποστηρίζουν τον Γιάνη Βαρουφάκη και το Plan B. Αλλά η πολιτική στην Ισπανία είναι ιδιαίτερα ενδοστρεφής και οι άνθρωποι δίνουν περισσότερη σημασία σε εγχώρια σημεία αναφοράς, όπως τα λαϊκά κινήματα τα οποία εξέλεξαν τις λεγόμενες «δημοτικές κυβερνήσεις της αλλαγής» στη Μαδρίτη, στη Βαρκελώνη και άλλες πόλεις της Ισπανίας. Παρότι το Podemos υποστήριξε δημόσια τον ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζει περισσότερο στην κατάσταση που επικρατεί στην Ισπανία όσον αφορά τη χάραξη της στρατηγικής του».
n Πού οφείλεται το κυβερνητικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται εδώ και μήνες η Ισπανία;

«Στο γεγονός ότι καμία πολιτική δύναμη δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετές έδρες ώστε να σχηματιστεί μια κυβέρνηση σε θέση να νομοθετεί αποτελεσματικά, ενώ το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) ήταν το μόνο κόμμα ικανό, τουλάχιστον θεωρητικά, να καταφέρει κάτι τέτοιο. Πιστεύω ειλικρινά ότι το PSOE είναι ένα κόμμα που έχει απολέσει την ταυτότητά του και είναι αδύναμη η ηγεσία του, ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματος. Στρεφόμενο προς τα δεξιά και το Ciudadanos, αποξένωσε κάποιους από τους υποστηρικτές του. Η κίνηση αυτή είτε δεν έγινε κατανοητή είτε δεν εκτιμήθηκε από τους ψηφοφόρους. Στις μετέπειτα προσπάθειες προσέγγισης του Podemos από το PSOE εναντιώθηκε με σθένος το πολιτικό κατεστημένο, ακόμη και πρώην ηγέτες του Σοσιαλιστικού Κόμματος όπως ο Φελίπε Γκονθάλεθ, οι επικρίσεις του οποίου για το Podemos και τον (επικεφαλής του) Πάμπλο Ιγκλέσιας ήταν κραυγαλέες.

Το Λαϊκό Κόμμα (PP) του Μαριάνο Ραχόι γνώριζε πως μη κάνοντας τίποτα απολύτως θα είχε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τις απαραίτητες έδρες για τον σχηματισμό αυτόνομης κυβέρνησης σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Και γι’ αυτό επέλεξε να παραμείνει αδρανές παρακολουθώντας την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων.
Οι ισπανοί ψηφοφόροι είναι απογοητευμένοι από αυτό το πολιτικό αδιέξοδο και θεωρούν ότι ο κύριος υπαίτιος αυτής της μακράς περιόδου άκαρπων συνομιλιών είναι ο Πέδρο Σάντσεθ, ο ηγέτης των Σοσιαλιστών. Ωστόσο και ο Πάμπλο Ιγκλέσιας έχει απολέσει ένα τμήμα της λαϊκής υποστήριξης που είχε».

HeliosPlus