«Ξεπεράσαμε τα όρια» ομολόγησε ο τέως πρωθυπουργός στην τηλεοπτική του συνέντευξη της περασμένης Τετάρτης. Κατά δήλωσή του, στη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης» παρασύρθηκε σε «υπερβολές» κινούμενος από αγαθές «αυταπάτες». Φαίνεται πως ο κ. Τσίπρας είχε στ’ αλήθεια πιστέψει ότι θέτοντας τη χώρα εκτός προγράμματος και αθετώντας ταυτόχρονα τη δανειακή υποχρέωση προς το ΔΝΤ θα προκαλούσε παγκόσμιο σεισμό και πως, εκβιαζόμενοι, οι ευρωπαίοι καπιταλιστές ηγέτες θα έπεφταν στα πόδια του προσφέροντας γην και ύδωρ για να εξευμενίσουν την άγρια ελληνική φύση. Η χώρα χρεοκόπησε και βρέθηκε στο κενό. Ο τότε πρωθυπουργός γνώριζε, βέβαια, εξ αρχής ότι η πρώτη και άμεση συνέπεια της πολιτικής επιλογής του ήταν το κλείσιμο των τραπεζών. Για τον λόγο αυτόν επινοήθηκε το δημοψήφισμα: οι αλλοπαρμένοι ιθαγενείς θα παρασύρονταν στη γιορτή της δημοκρατίας την οποία, όπως έγραφε φαρδιά-πλατιά το τηλεοπτικό σποτ του κόμματός του, οι δανειστές «ήθελαν να καταλύσουν». Οι συνταξιούχοι γυμνάστηκαν δωρεάν και οι υπόλοιποι το γλέντησαν με μπόνους 60 ευρώ την ημέρα.
Αλλά οι παγκόσμιες αγορές παρακολούθησαν ατάραχες την τοπική εορτή και στον τότε πρωθυπουργό διαμηνύθηκε μεσοβδόμαδα ότι επίκειται η έξωση της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο άνθρωπος άρχισε να εύχεται ένα αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αντίθετο με τις αρχικές επιδιώξεις του. Οταν, το βράδυ της Κυριακής, ο τότε υπουργός Οικονομικών μπήκε περιχαρής στο πρωθυπουργικό γραφείο, τον βρήκε κάτωχρο. «Ο Γιάνης πίστευε ότι υπήρχε ένα 50% να γυρίσουν πίσω και να μην την προχωρήσουν την έξοδο, αλλά εγώ δεν μπορούσα να παίξω τη χώρα κορόνα-γράμματα». Στην πραγματικότητα, την είχε παίξει. Και την είχε χάσει. Οσο για τον «Γιάνη», είχε μιζάρει το υπόλοιπο 50% σε κρατικά bitcoins με hacking στους λογαριασμούς των φορολογουμένων. Στην ίδια πλευρά βρέθηκαν με 100% οι ιδεολόγοι της σημερινής ΛΑΕ, αν και με πιο παραδοσιακή τεχνολογία. Ο κ. Τσίπρας αποδείχτηκε αφελής αλλά δεν είναι τρελός. Πήγε στις Βρυξέλλες και επέστρεψε με τη χώρα προσημειωμένη με υπερβολικές υποθήκες και απαλλαγμένος από αυταπάτες για την αίσθηση δικαιοσύνης των εκλεγμένων εκμεταλλευτών της Ευρώπης. Οντως, «εξήντλησε τα όρια της λαϊκής εντολής».
Ορθότατα ο κ. Τσίπρας οδηγεί τη χώρα σε εκλογές. Και η ημερομηνία που διάλεξε είναι η πλέον κατάλληλη. Το νέο Μνημόνιο υπογράφηκε και κυρώθηκε με ευρεία πλειοψηφία από τη Βουλή. Τώρα τίθεται το ζήτημα ποιος θα το εφαρμόσει και πώς. Δεν σηκώνει σοβαρή αμφισβήτηση ότι αυτό είναι ζήτημα λαϊκής ετυμηγορίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αντιμνημονιακές στο σύνολό τους, παράγουν μνημόνια αντί να παράγουν πολιτική. Τα τελευταία έξι χρόνια χάθηκαν από τη χώρα αυτή τα τελευταία ίχνη πολιτικής αξιοπρέπειας. Οι εκάστοτε κυβερνώντες εμφανίζονται ως δαρμένοι, ταλαίπωροι, αναγκασμένοι να εφαρμόζουν δοτές έξωθεν πολιτικές. Στον ρόλο αυτόν, οι τρίτοι και καλύτεροι, της πρώτης φοράς Αριστεράς, ετοιμάζονται να δώσουν πραγματικό ρεσιτάλ. Ναι μεν, δηλώνει ο κ. Τσίπρας, «Μνημόνιο από Μνημόνιο έχει διαφορά» (το δικό του είναι μακράν το καλύτερο). Πάλι όμως, «το Μνημόνιο το οποίο υπογράψαμε εμείς αν δεν εφαρμοστεί θα ήταν καλύτερα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το εφαρμόσουμε». (Προσέξτε την πολιτική σύγχυση στην αλληλουχία των ρηματικών χρόνων αυτής της δήλωσης.)
Τι οραματίζεται ο κ. Τσίπρας; «Μια χώρα με παραγωγική βάση». «Μια χώρα που δεν θα υπολείπεται σε οργάνωση, σε κουλτούρα και νοοτροπία». (Μάλλον εννοεί ότι δεν θα υπολείπεται σε αυτά από την υπαρκτή Ευρώπη.) Προσθέστε ότι «η χώρα χρειάζεται έναν στοιχειώδη εκσυγχρονισμό στη δημόσια διοίκηση». Ολα ευχάριστα και τετριμμένα. Ομως στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» επανακάμπτει η Αριστερά, με «κοινοπραξίες δημόσιου και ιδιωτικού», βάσει της παρακαταθήκης Λαφαζάνη: το αίμα νερό δεν γίνεται. Ο κ. Τσίπρας χρειάζεται μια οκταετία για να πραγματοποιήσει το όραμά του, βγάζοντας γρήγορα τη χώρα από το τριετές Μνημόνιο που υπέγραψε. Ηδη, «η επόμενη κυβέρνηση θα καλέσει σε πανστρατιά τους ικανούς Ελληνες», παρέα με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, που ανήκουν αυτοδικαίως στο νέο πολιτικό σύστημα.
Αυτό το καλοκαίρι η Ελλάδα είδε τον Χάρο με τα μάτια της. Αλλά μάλλον δεν τον αναγνώρισε. Ισως έχουμε υπερβεί ένα όριο κοινωνικής αναισθησίας: δουλειές που χάνονται αθροίζονται στις ήδη χαμένες δουλειές, σχεδόν αθόρυβα, σαν υπόθεση ιδιωτική των καινούργιων ανέργων. Οι παραγωγικές μονάδες σβήνουν στο σκοτάδι που δεν έχει τη λάμψη του μαύρου της ΕΡΤ. Για τη διατήρηση των ποικίλων προνομίων των ομάδων επιρροής αναζητούνται «ισοδύναμα». Η «ανθρωπιστική κρίση» αντιμετωπίζεται διά νόμου και την ίδια ώρα, μέσα στη γενική απάθεια, αφέθηκε να καταρρεύσει το πανελλαδικό δίκτυο για την αντιμετώπιση της φτώχειας που στήριζε οικονομικά η ΕΕ. Ωστόσο, δημόσιοι σχολικοί φύλακες θα επιβλέπουν τα παιδιά στις πολλές κενές από μαθήματα ώρες. Και τα δημόσια νοσοκομεία θα υπολειτουργούν ως συνήθως, από συνήθεια. Στην Ελλάδα η ελπίδα δεν πεθαίνει τελευταία: το Ελληνικό Δημόσιο πιστεύουμε ότι θα εξακολουθήσει να ζει, παρ’ ελπίδα. Το δημόσιο χρέος μας είναι πράγματι επαίσχυντο, εφόσον το φορτώσαμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Η κοινωνία μας είναι εξαντλημένη και η πολιτική μας τάξη το ίδιο. Αναπόφευκτα, θα περάσουμε από κραδασμούς, από τους οποίους η χώρα θα βγει αγνώριστη.
*Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ