Η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επερχόμενες εκλογές, θα κληθεί να προχωρήσει στην υπογραφή και την εφαρμογή της παραχώρησης των 14 περιφερειακών αερολιμένων στην πλειοδότρια κοινοπραξία Fraport –Slentel για τουλάχιστον 40 χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι όλοι οι ιθύνοντες γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τις τεράστιες δεσμεύσεις που συνεπάγεται για το κράτος η εμπλοκή ιδιωτών σε δημόσιες λειτουργίες – όπως οι συγκοινωνιακές υποδομές – εν τούτοις ελάχιστα βήματα έχουν γίνει προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και η εύρυθμη εφαρμογή των δύο παραχωρήσεων.
Οι συμβάσεις παραχώρησης των 14 αεροδρομίων προβλέπουν δρακόντειες ρυθμίσεις, αντίστοιχες με αυτές των συμβάσεων των πέντε αυτοκινητοδρόμων της προηγούμενης περιόδου, τις οποίες εάν το δημόσιο δεν υπηρετήσει με συνέπεια κι επαγγελματισμό, όχι μόνο θα κινδυνεύσει να καταβάλει τεράστιες αποζημιώσεις στην κοινοπραξία, αλλά και θα επιτρέψει σε τρίτα μέρη να καθορίσουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Αποτελεί κατεπείγουσα προτεραιότητα για το υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Τουρισμού & Ναυτιλίας να συγκροτήσει άμεσα μία Αρχή παρακολούθησης, εποπτείας κι εφαρμογής των συμβάσεων, η οποία θα συνεργαστεί στενά με το ΤΑΙΠΕΔ και τον παραχωρησιούχο για να ξεμπλοκάρει τα ατελείωτα εμπόδια που θα προκύψουν στην πορεία της υλοποίησης του μεγάλου αυτού επενδυτικού σχεδίου.
Ο φυσικός φορέας αυτής της μετεξέλιξης οφείλει να είναι η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, από την οποία η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να μετακαλέσει τα καλύτερα στελέχη της και να αξιοποιήσει την εμπειρία των πλέον αξιόλογων υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας Υποδομών και των πλέον έμπειρων συμβούλων της αγοράς από την Ελλάδα, το εξωτερικό και τους Ευρωπαϊκούς Δημόσιους Θεσμούς, προκειμένου να δημιουργηθεί μία Αρχή Εποπτείας των συμβάσεων που και θα προστατεύει το δημόσιο συμφέρον και θα ελέγχει στενά τους ιδιώτες στα έργα και την λειτουργία των 14 αεροδρομίων.
Δυστυχώς, η προσπάθεια που είχε ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια για αυτή τη μετεξέλιξη, διεκόπη αναίτια από την προηγούμενη κυβέρνηση χωρίς καμία απολύτως εξήγηση.
Η εμπειρία του ελληνικού δημοσίου από όλες τις συμβάσεις παραχώρησης της σύγχρονης εποχής υπήρξε πικρή σε κάθε περίσταση που το κράτος έτρεχε τελευταίο και καταϊδρωμένο. Άλλωστε, το ελληνικό δημόσιο ουδέποτε έχει κερδίσει υπόθεση στα διαιτητικά δικαστήρια, όπου, σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτού του τύπου, επιλύονται οι διαφορές μεταξύ πολιτείας και ιδιωτών.
Στα υπό παραχώρηση αεροδρόμια, υπάρχουν εγκαταστάσεις που δεν μπορούν καν να επεκταθούν στο πλαίσιο ενός ολιστικού επιχειρηματικού σχεδίου, εντοπίζονται άκρως προβληματικές υποδομές που δεν μπορούν να παραχωρηθούν στην υφιστάμενη κατάσταση, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη προβληματικά δημόσια έργα, τα οποία πρέπει να επιταχυνθούν.
Για να μην μιλήσουμε για την πιστοποίησή των αεροδρομίων, δηλαδή για ένα θέμα που ναι μεν ακούγεται βαρετό, όμως τυχόν προβληματική εξέλιξή του ενδεχομένως να τινάξει στον αέρα τον τουρισμό πολλών περιοχών της Ελλάδας.
Εάν όλα αυτά δεν γίνουν, είναι απολύτως βέβαιο ότι οι ιδιώτες – συμβεβλημένοι με τους δανειστές τους υπό εξ ίσου δρακόντειους όρους – θα εγείρουν τεράστιες αποζημιώσεις, τις οποίες θα καταβάλει ο συνήθης ύποπτος, δηλαδή ο χειμαζόμενος έλληνας φορολογούμενος.
Ακόμη, εάν δεν συγκροτηθεί άμεσα μία αποτελεσματική Αρχή, η οποία εξ αρχής θα θέσει πειθαρχημένα τους κανόνες του παιχνιδιού για τις επόμενες δεκαετίες, τότε είναι σίγουρο ότι τον βηματισμό της ρύθμισης των συμβάσεων θα έχει ο παραχωρησιούχος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η ωρίμανση της υπόθεσης των αεροδρομίων, που περιλαμβάνει ατέρμονες τεχνικές συζητήσεις, απαλλοτριώσεις, αρχαιολογικές εργασίες και μετακινήσεις δικτύων, πρέπει να ξεκινήσει αύριο, προκειμένου να καταστεί εφικτή η άντληση από τον παραχωρησιούχο των τεράστιων κεφαλαίων που απαιτούνται για την υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου.
Άλλωστε, τα έσοδα του δημοσίου θα συνδέονται σταθερά με τα μεικτά κέρδη των ιδιωτών και θα είναι απαραίτητα για την χρηματοδότηση των υπολοίπων 23 μικρότερων κρατικών αεροδρομίων.
Όλα αυτά προϋποθέτουν στρατηγικό σχεδιασμό, η υλοποίηση του οποίου, θα μειώσει το επιχειρηματικό ρίσκο για τους επενδυτές, αλλά και τους κινδύνους για το κράτος. Αυτό απαιτεί αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, τήρηση των συμβατικών προβλέψεων και χρήση fast -track διαδικασιών, όπου αυτό χρειαστεί.
Οι φύλακες έχουν πια τη γνώση. Απαιτείται όμως πολιτική θέληση και τεχνοκρατική υποστήριξη.