Την περασμένη Τρίτη η Κίνα αποφάσισε να προχωρήσει στη μεγαλύτερη υποτίμηση του νομίσματός της τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, κίνηση που, εκτός από ανησυχία στις τάξεις των επενδυτών παγκοσμίως, γέννησε πολλά εύλογα ερωτήματα και δύο επικρατούσες οπτικές.
Η πρώτη θέλει την απόφαση αυτή να σχετίζεται με τις προσπάθειες του Πεκίνου να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, ο ρυθμός ανάπτυξης της οποίας για εφέτος έχει υπολογιστεί (αναθεωρημένος πάνω από μια φορά) στο 7%, το χαμηλότερο των τελευταίων ετών. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται ότι, αν συνεχιστεί, η χειραγώγηση του της αξίας του γιουάν μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις ισοτιμίες και άλλων αναδυόμενων οικονομιών, οδηγώντας στην απότομη κλιμάκωση ενός «νομισματικού πολέμου».
Η Κίνα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να στηρίξει την πρώτη ερμηνεία. Σε μια εξαιρετικά σπάνια και σύντομη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στελέχη της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας την Πέμπτη, παραδέχθηκαν την παρέμβαση στην νομισματική ισοτιμία του γιουάν, αλλά προσπάθησαν να καθησυχάσουν τις παγκόσμιες αγορές διαβεβαιώνοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκεται συνεχής υποτίμησή του κινεζικού νομίσματος. «Η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας ανέφερε πως ήταν μια μεμονωμένη κίνηση για να ενισχυθεί η κατεύθυνση του γιουάν προς μια ελεύθερη διακύμανση με βάση την αγορά. Προηγουμένως, ρύθμιζε το νόμισμα όπως ήθελε. Τώρα δίνει στις αγορές φωνή» σημειώνει βρετανική εφημερίδα. Επιπλέον, ο αναπληρωτής διευθυντής της υπηρεσίας επενδύσεων του κινεζικού υπουργείου Οικονομίας, Ζανγκ Γιουτσόνγκ, δήλωσε ότι «στόχος της νομισματικής αυτής απόφασης είναι η ενίσχυση της οικονομίας καθώς η αναπροσαρμογή του γιουάν θα συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση των εξαγωγών». Πράγματι, το κινέζικο νόμισμα είχε ανατιμηθεί κατά 14% έναντι άλλων νομισμάτων κατά το έτος πριν από την απόφαση της Τρίτης, ασκώντας μεγάλες πιέσεις στον τομέα των εξαγωγών της Κίνας, σημειώνει η Wall Street Journal.
Παρόλα αυτά ο εκπεφρασμένος στόχος της κινεζικής κυβέρνησης είναι η προσπάθεια της οικονομικής μεταρρύθμισης, κάτι που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο χαρακτήρισε ως «ευπρόσδεκτη κίνηση». Το κυβερνητικό καθεστώς της χωράς δεχόταν πολλές επικρίσεις για τον πλήρως ελεγχόμενο τρόπο καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας του γιουάν και της άρνησής του να το αφήσει «πιο ελεύθερο στις διακυμάνσεις των αγορών». Η υποτίμησή του θεωρήθηκε ως ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, ιδιαίτερα επειδή το Πεκίνο εμφανίζεται να επιθυμεί και να επιδιώκει την υποστήριξη του ΔΝΤ στη συμπερίληψή του γιούαν ως επίσημο αποθεματικό νόμισμα, μαζί με το δολάριο, το ευρώ, τη βρετανική λίρα και το γιεν, γεγονός που θα ενίσχυε τη διεθνοποίηση της χρήσης του κινεζικού νομίσματος.
Ερωτηματικό παραμένει, όμως, αν και σε τι βαθμό το Πεκίνο θα επιτρέψει εν τέλει στο νόμισμα να διαπραγματεύεται πιο ελεύθερα, καθώς φαίνεται ότι επιχειρεί να περπατήσει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να επιτρέπει στις δυνάμεις της αγοράς να ορίζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία και ταυτόχρονα να καθορίζει το ποσοστό που οι ηγέτες της χώρας κρίνουν ότι είναι ιδανικό για την ενίσχυση των εξαγωγών και για τη στήριξη της εξασθενημένης εγχώριας ανάπτυξης. Οι επικριτές της άποψης που θέλει μια στροφή της Κίνας προς την «ελευθερία των αγορών» υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις του κυβερνώνοντος κόμματος είναι ευκαιριακές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα επιτρέπει τη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς όταν τυχαίνει να ευθυγραμμίζονται με τους στόχους και τις πολιτικές του, αλλά παρεμβαίνει άμεσα όταν οι συνθήκες ή τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά.
«Πιστεύουμε ότι είναι μάλλον απίθανο η κινεζική κυβέρνηση να αφήσει μόνο τη δυναμική της αγοράς να οδηγήσει την ισοτιμία του γιουάν από εδώ και στο εξής, καθώς αυτό μπορεί να είναι αποδειχθεί αρκετά αποσταθεροποιητικό», δήλωσε ο Γουάνγκ Τάο, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS στην Κίνα. Σε κάθε περίπτωση, λένε οι αναλυτές, όλα θα κριθούν από τις κινήσεις της κινεζικής Κεντρικής Τράπεζας τις επόμενες ημέρες.