Η δημόσια πρόταση του γαλλοελβετικού κολοσσού LafargeHolcim για να αποκτήσει το 100% της θυγατρικής ΑΓΕΤ Ηρακλής και η επικείμενη διαγραφή της μετοχής από το Χρηματιστήριο έρχονται να συνεχίσουν μια «παράδοση» δεκαετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ξένοι πολυεθνικοί όμιλοι αποσύρουν από το ελληνικό χρηματιστήριο τις θυγατρικές τους στη χώρα μας.
Θυγατρικές που κάποτε ήταν αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις αλλά στη συνέχεια προσέλκυσαν ξένα επενδυτικά κεφάλαια και έχουν περάσει υπό την ομπρέλα εταιρειών με παγκόσμια εμβέλεια.
H Kraft εξαγόρασε τον Παυλίδη, η Unilever την Ελαΐς, η Vodafone UK απέκτησε τη Vodafone-Panafon, η Philip Morris την Παπαστράτος, η Eureko την Interamerican, η Dixons τον Κωτσόβολο, η Iberdrola τον Ρόκα, η Delhaize τον Βασιλόπουλο, η Cimet Francais τα Τσιμέντα Χάλυψ, η Grupama τη Φοίνιξ, η BC Partners τη Hyatt, ενώ πρόσφατα η Eurodrip και ο Μαΐλλης πέρασαν σε αμερικανικά funds και η Βαρυτίνη στη γαλλική Imerys.
Οι παραπάνω εταιρείες βεβαίως παραμένουν στην Ελλάδα και προσφέρουν στην οικονομία, αλλά οι διοικήσεις των μητρικών ομίλων δεν τις θέλουν να είναι εισηγμένες. Οι λόγοι είναι πολλοί και προφανείς.
Αν πάρουμε το τελευταίο «κρούσμα», αυτό της LafargeHοlcim με την ΑΓΕΤ, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι η κεφαλαιοποίηση της μητρικής εταιρείας φθάνει τα 38 δισ. ελβετικά φράγκα ή περίπου 36 δισ. ευρώ. Περίπου το 90% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του ελληνικού χρηματιστηρίου!
«Το ελληνικό χρηματιστήριο, όχι μόνο τώρα που ταλαιπωρείται αλλά και τις καλές εποχές, δεν μπορεί να προσφέρει σχεδόν τίποτε σε αυτές τις επιχειρήσεις» αναφέρει γνωστός χρηματιστής και προσθέτει: «Η ενίσχυση με φρέσκα κεφάλαια γίνεται απευθείας από τους μητρικούς ομίλους και δεν ζητείται η συνδρομή των μετόχων, η οποία έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια της κρίσης δεν είναι εφικτή. Ετσι ο βασικός στόχος εισαγωγής των μετοχών σε μια αγορά που είναι η άντληση φθηνών κεφαλαίων δεν απασχολεί τους μητρικούς ομίλους. Αντιθέτως, τους απασχολούν άλλα θέματα. Παράδειγμα, αν θέλουν να προχωρήσουν σε μια επιχειρηματική κίνηση θα πρέπει να εξετάζουν και το νομικό πλαίσιο που διέπει την εδώ θυγατρική εισηγμένη και να ενημερώνουν ανάλογα. Επίσης είναι υποχρεωμένες να δημοσιεύουν αναλυτικές οικονομικές καταστάσεις προσβάσιμες στον ανταγωνισμό. Με την έξοδο από το Χρηματιστήριο γλιτώνουν από όλα τα παραπάνω, ενώ παράλληλα εξοικονομούν τα έξοδα παραμονής στο ΧΑ (συνδρομές, τμήμα μετόχων, πληροφοριακά δελτία, ετήσιες συνελεύσεις κ.ά.) και, το κυριότερο, ως βασικοί και μοναδικοί μέτοχοι καρπούνται το σύνολο του μερίσματος, αφού στην πλειονότητά τους οι εδώ θυγατρικές είναι αποδοτικές και κερδοφόρες επιχειρήσεις».
Υπάρχει βεβαίως ένα μείζον ζήτημα σχετικά με την αποδυνάμωση του ΧΑ, αφού εταιρείες-πρότυπα δεν αποτελούν πλέον μέλη του.
«Το ελληνικό χρηματιστήριο απευθύνεται σε ελληνικές εταιρείες και όχι σε αυτές που έχουν περάσει σε ξένα χέρια. Μπορεί να ακούγεται κυνικό αλλά κανονικά θα έπρεπε να είναι αδιάφορο για την ηγεσία του ΧΑ η φυγή τέτοιων εταιρειών» επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς και εξηγούν:
«Από το 1998 έχουν διαγραφεί από το ΧΑ περίπου 200 εταιρείες. Πολλές εξ αυτών απορροφήθηκαν από άλλες εισηγμένες, άλλες έκλεισαν λόγω οικονομικών προβλημάτων, αλλά πάρα πολλές αποσύρθηκαν με πρωτοβουλία των ελλήνων μετόχων τους, αφού η παραμονή στο ΧΑ είχε μόνο κόστη. Ούτε ήταν δυνατή η άντληση φθηνών κεφαλαίων, ούτε ήταν ορατές στις κεραίες των ξένων επενδυτικών funds».
Δεν είναι τυχαίο ότι εταιρείες όπως η Coca-Cola HBC, η Viohalco και η S&B, αφού μετέφεραν τις έδρες τους στο εξωτερικό για λόγους ανταγωνιστικότητας –αποφυγή country risk, ευνοϊκότεροι όροι δανεισμού -, εξασφάλισαν και την εισαγωγή των μετοχών τους σε μεγάλα χρηματιστήρια.
Επίσης άλλες εταιρείες με ισχυρά οικονομικά στοιχεία επέλεξαν την έκδοση εταιρικών ομολόγων διαπραγματευόμενα στο εξωτερικό για να χρηματοδοτήσουν τη δραστηριότητά τους (Τιτάν, Intralot, Frigoglass, Ελληνικά Πετρέλαια, Motor Oil κ.ά.).
Το ανησυχητικό όμως για τις αρμόδιες χρηματιστηριακές αρχές είναι ότι η φυγή εταιρειών, αμιγώς ελληνικών συμφερόντων, ενδέχεται να συνεχιστεί. Οσο μάλιστα η συμφωνία με τους δανειστές καθυστερεί και η ελληνική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση, εκτιμάται ότι θα εκδηλωθούν πρωτοβουλίες εξόδου όχι μόνο από το ΧΑ αλλά και από τη χώρα με μεταφορά έδρας. Κυρίως από εταιρείες με μικρή εξάρτηση από την εσωτερική αγορά αλλά και από εταιρείες που μπορεί να χρηματοδοτήσουν δημόσιες προτάσεις.

Αντιδράσεις για το τίμημα της δημόσιας πρότασης
Οταν η Lafarge είχε αποκτήσει το 26% της ΑΓΕΤ το 2007 είχε ξοδέψει 321 εκατ. ευρώ
H LafargeHolcim υπέβαλε στις 31 Ιουλίου μέσω της θυγατρικής της Lafarge Cimento υποχρεωτική δημόσια πρόταση για την ΑΓΕΤ Ηρακλής στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
H υποχρέωση προκύπτει καθώς η μητρική της AΓΕΤ Ηρακλής, η γαλλική Lafarge, η οποία κατείχε το 88,99% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΓΕΤ, ενώθηκε με την ελβετική Holcim και το νέο σχήμα που εμμέσως απέκτησε το παραπάνω ποσοστό έπρεπε να υποβάλει υποχρεωτική δημόσια πρόταση για το υπόλοιπο 11,01%. Το όχημα που θα υποβάλει και θα ολοκληρώσει τη δημόσια πρόταση είναι η Lafarge Cementos. Η τελευταία προσφέρει 1,23 ευρώ ανά μετοχή. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, το τίμημα ισούται με τη μέση σταθμισμένη χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών της ΑΓΕΤ κατά τους τελευταίους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία ο προτείνων κατέστη υπόχρεος να υποβάλει τη δημόσιαπρόταση, ήτοι πριν από τη 10η Ιουλίου 2015. Για να αποκτήσει το 11,01% η Lafarge Cimento θα πρέπει να καταβάλει 9,63 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο μέτοχοι μειοψηφίας διαμαρτυρήθηκαν έντονα σχετικά με το ύψος του τιμήματος, το οποίο θεωρούν ιδιαίτερα χαμηλό. Οπως αναφέρουν, το τίμημα του 1,23 ευρώ αποτιμά το 100% της ΑΓΕΤ στα 87 εκατ. ευρώ, όταν τα ίδια κεφάλαια της εισηγμένης είναι 265 εκατ. ευρώ. Επίσης υπενθυμίζουν ότι το 2007 η Lafarge είχε αποκτήσει από την Εθνική Τράπεζα επιπλέον 26% της ΑΓΕΤ προς 17,4 ευρώ ανά μετοχή. Συνολικά είχε καταβάλει 321 εκατ. ευρώ για να ανεβάσει τη συμμετοχή της από 52,7% σε 78,7%.
To 2013 η ΑΓΕΤ Ηρακλής έκλεισε οριστικά το εργοστάσιο στη Χαλκίδα (πρώην Τσιμέντα Χαλκίδος), το οποίο ήταν ανενεργό ουσιαστικά από το 2010. Δικαιολογώντας την τότε απόφαση του ομίλου, η διοίκηση είχε υποστηρίξει ότι η ζήτηση τσιμέντου στην Ελλάδα λόγω της κρίσης έχει περιοριστεί σε 2,5 εκατ. τόνους, όταν η εγκατεστημένη παραγωγική δυναμικότητα του ομίλου είναι περίπου 15 εκατ. τόνοι.
Σήμερα λειτουργούν τα δύο εργοστάσια στον Βόλο και στο Μηλάκι της Εύβοιας με εξαγωγική κυρίως δραστηριότητα.
Τα τελευταία χρόνια η εταιρεία εμφανίζει ζημιογόνους ισολογισμούς, αν και στην τελευταία λογιστική κατάσταση του πρώτου τριμήνου του 2015 κατάφερε χάρη στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που ακολουθεί να περιορίσει τις καθαρές ζημιές σε 5,1 εκατ. ευρώ από 12,8 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2014. Οι μετοχές της εταιρείας εισήχθησαν στο ΧΑ το 1919.


Χρυσές δουλειές
Ο φόβος της δραχμής οδηγεί τις ελληνικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό

O φόβος της δραχμής και λιγότερο τα capital controls και η ύφεση της οικονομίας ωθούν τις ελληνικές επιχειρήσεις να διερευνήσουν τη δυνατότητα μεταφοράς της έδρας τους στο εξωτερικό, αν και πρώτη προτεραιότητα αυτή την περίοδο των διοικήσεων είναι η απόκτηση πρόσβασης σε τραπεζικό λογαριασμό άλλης χώρας ώστε να διευκολυνθούν οι συναλλαγές τους.
Αυτό αναφέρουν έμπειροι τραπεζικοί κύκλοι και επισημαίνουν ότι εξειδικευμένα γραφεία συμβούλων και νομικά γραφεία κάνουν χρυσές δουλειές, αφού δέχονται σωρεία αιτημάτων από ελληνικές επιχειρήσεις που ζητούν πληροφορίες για τη διαδικασία τέτοιων πρωτοβουλιών.
Σε πρώτη φάση οι ελληνικές εταιρείες προσπαθούν να μεταφέρουν τις αποταμιεύσεις τους σε τράπεζες του εξωτερικού –πάνω από 40.000 αιτήσεις για άνοιγμα λογαριασμού έχουν υποβληθεί σε Βουλγαρία και Κύπρο –και έπεται η μεταφορά έδρας στο εξωτερικό. Σύμφωνα με έρευνα-δημοσκόπηση της Endeavor που βοηθά επιχειρηματίες σε όλον τον κόσμο, μεταξύ 13 και 17 Ιουλίου σε δείγμα 300 ελλήνων επιχειρηματιών το 23% απάντησε ότι σκοπεύει να μεταφέρει την έδρα της επιχείρησης στο εξωτερικό. Ακόμη 13% των ερωτηθέντων απάντησε ότι έχουν ήδη μεταφέρει την επιχείρησή τους εκτός Ελλάδος.

Η μεταφορά έδρας δεν σημαίνει και τη μεταφορά της παραγωγής εκτός Ελλάδος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεγάλων εταιρειών που έχουν μετοικήσει είναι η ΦΑΓΕ στο Λουξεμβούργο, η Coca-Cola 3E στην Ελβετία και η Viohalco στο Βέλγιο.

Οι αιτίες που ωθούν τις επιχειρήσεις σε αλλαγή της έδρας είναι πολλές και, εκτός του Grexit που βαραίνει περισσότερο αυτή την περίοδο, μπορούν να επικεντρωθούν στην ύφεση και στις αρνητικές προοπτικές για την πορεία του ΑΕΠ, στο ρίσκο της χώρας, στην ευκολία άντλησης κεφαλαίων και στο χαμηλότερο χρηματοοικονομικό κόστος στο εξωτερικό, στο διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό πλαίσιο στην Ελλάδα, στη γραφειοκρατία, στα επενδυτικά κίνητρα που προσφέρονται στις άλλες χώρες, αλλά και στη διεθνοποίηση των εργασιών που συνοδεύει μια τέτοια κίνηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ