«Υπάρχουν ΜΜΕ διαπλοκής που ως νέες ερπύστριες καταδυναστεύουν τον ελληνικό λαό» δήλωσε στις 18 Ιουνίου η Πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου. Τις επόμενες ημέρες ο ήχος από τις ερπύστριες ακούστηκε και δεν προερχόταν από τα ΜΜΕ αλλά από στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Στο κάδρο προστέθηκε και το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, το οποίο κάλεσε σε απολογία εννέα δημοσιογράφους -εξετάζει άλλες 200 καταγγελίες –για τον τρόπο που κάλυψαν την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Ολες οι καταγγελίες αφορούν την καμπάνια του «Ναι», ενώ ακραίες και μεροληπτικές δημοσιογραφικές συμπεριφορές υπέρ του «Οχι» επιχειρείται να μη συζητηθούν καθόλου.
Οι διώξεις κατά των δημοσιογράφων προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό αλλά και εκτός συνόρων. Στελέχη ξένων πρεσβειών ζητούσαν ενημέρωση για τις καταγγελίες περί κυβερνητικών πιέσεων στα ΜΜΕ, οι μεγάλες ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ετοιμάζονται να αντιδράσουν στις απειλές κατά της ελευθεροτυπίας, οι διεθνείς οργανώσεις προστασίας της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας της έκφρασης ενημερώνονται για τις διώξεις και ο Σκάι ανακοίνωσε ότι θα προσφύγει στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η επιχείρηση φίμωσης των ΜΜΕ ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, αν και είχαν προηγηθεί απειλές από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα σε ομιλίες του στη Βουλή. Την Τετάρτη ο Θ. Πετράκος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσε ερώτηση προς τον υπουργό Επικρατείας Ν. Παππά ζητώντας να μάθει: «Σε τι νομοθετικές πρωτοβουλίες θα προχωρήσει και πότε ώστε να τιμωρηθούν αυστηρά όσοι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί παραβίασαν την εκλογική νομοθεσία;». Την ίδια ημέρα στον κ. Παππά κατέθεσε ερώτηση και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των ΑΝΕΛ Ν. Νικολόπουλος θέλοντας να μάθει αν θα αναλάβει ο υπουργός Επικρατείας «κάθε απαραίτητη πρωτοβουλία προκειμένου να λογοδοτήσουν ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης όσοι κατά νόμο αρμόδιοι για την αρχισυνταξία ειδησεογραφικών εκπομπών ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών παρεκτράπηκαν από τα νόμιμα όρια αμεροληψίας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας εμποδίζοντας την ανάδειξη πολιτικών θέσεων ή διασπείροντας τρομοκράτηση στο τηλεοπτικό κοινό». Με άλλα λόγια, ο πρώτος ζητούσε να επιβληθούν με νόμο, αναδρομικά, ποινές στα μέσα ενημέρωσης, κάτι που απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 7), και ο δεύτερος να καταπατήσει ο υπουργός Επικρατείας την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Δηλώσεις κατά των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών γίνονταν σε κάθε πάνελ και με κάθε ευκαρία από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ολγα Γεροβασίλη έλεγε ότι η στάση των ΜΜΕ οφειλόταν στην απαίτηση της κυβέρνησης να καταβάλουν τον οβολό τους για τη χρήση των δημόσιων συχνοτήτων. «Ο ελληνικός λαός μάς έδωσε εντολή να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο διαφθοράς των ΜΜΕ, των ολιγαρχών, των τραπεζιτών, της εργοδοτικής τρομοκρατίας» προσέθετε. Ο Π. Λαφαζάνης τόνιζε ότι «τα μέσα τρομοκρατούν και σπέρνουν τον πανικό». Ο γενικός γραμματέας Συντονισμού του κυβερνητικού έργου Χρ. Βερναρδάκης με ανάρτησή του στο Facebook πρότεινε να ξεκινήσει μια διαδικασία επανίδρυσης συνδικάτων και ΓΣΕΕ επειδή αποτελεί όνειδος η απροκάλυπτη ένταξή τους στο στρατόπεδο του «Ναι». «Είναι τόσο σημαντικό όσο και ο έλεγχος της κατευθυνόμενης πληροφόρησης από τα ιδιωτικά ΜΜΕ» κατέληγε.
Το ΕΣΡ, επικεφαλής του οποίου είναι η Λίνα Αλεξίου, μητέρα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, εξέδωσε την 1η Ιουλίου 2015 δελτίο Τύπου με το οποίο εφιστούσε την προσοχή των υπευθύνων των ειδησεογραφικών εκποµπών των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθµών της χώρας «ως προς την τήρηση της παραγράφου 8 της ΚΥΑ 10930/29.6.2015 που αφορά την ισοµερή µετάδοση των απόψεων του «Ναι» και του «Οχι»». Το ΕΣΡ προχωρεί αυτεπαγγέλτως και κατόπιν των καταγγελιών σε έλεγχο όλων των στοιχείων για παραβάσεις προκειµένου να προβεί στη λήψη αποφάσεων επ’ αυτών σύµφωνα με τον νόμο.
Η διαμάχη για τα πρωτεία του λόγου είναι η αιώνια διαμάχη για τον έλεγχο της εξουσίας. Ολα τα καθεστώτα που εμφορούνται από την αντίληψη ότι είναι οι εκφραστές της απόλυτης αλήθειας επιδιώκουν να περιορίσουν το δικαίωμα του λόγου. Ο εκφοβισμός και η στοχοποίηση των δημοσιογράφων δεν έχουν στόχο έναν κλάδο αλλά την καταστολή της συνείδησης των πολιτών.
Η Ελλάδα, όπως φαίνεται, δεν βρίσκεται σε τόση πολιτική και κοινωνική καθυστέρηση όση ενδεχομένως θα ήλπιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, παρακλάδια του οποίου (συνεπικουρούμενα από «αριστερούς» δημοσιογράφους) άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών προκειμένου να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία κατά συγκεκριμένων δημοσιογράφων. Η Εισαγγελία αντιστάθηκε και στη συνέχεια επιστρατεύθηκαν «αγανακτισμένοι» πολίτες οι οποίοι κατέθεσαν επώνυμες καταγγελίες ώστε να την εξωθήσουν να διατάξει προκαταρκτική έρευνα για τα ΜΜΕ.
Σε ιδιωτικά κανάλια υπήρξαν αναμφισβήτητα υπερβολές. Ηταν όμως μεγαλύτερες από αυτές της κυβέρνησης, η οποία εξήγγειλε ένα ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα με ερώτημα ένα κείμενο που είχε αποσυρθεί από τη διαπραγμάτευση; Με προεκλογική περίοδο μόλις μιας εβομάδας για να ενημερωθούν οι πολίτες και με την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία τροποποίησε χωρίς έλεγχο της Βουλής τους όρους διεξαγωγής του δημοψηφίσματος; Εχει το ηθικό δικαίωμα η κυβέρνηση, έχοντας παραβιάσει Σύνταγμα, νόμους και κοινή λογική, να εγκαλεί τα ΜΜΕ και να επιδιώκει τον έλεγχο της ενημέρωσης μιλώντας για παραβίαση της δεοντολογίας και των οδηγιών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης;
Να σημειωθεί ότι ο δημοσιογράφος του Channel 4 Paul Mason -προλογίζει το νέο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη –ο οποίος σε tweet του κατηγόρησε τους υποστηρικτές του «Ναι» «αχαμνό τσούρμο από γερμανοτσολιάδες» υποχρεώθηκε να γράψει σημείωμα υποσχόμενος ότι δεν θα τροφοδοτήσει ξανά τα τρολ του Τwitter. Το θέμα προκάλεσε συζητήσεις στη Βρετανία και το συντηρητικό περιοδικό «The Spectator» κατέκρινε τον Mason σχολιάζοντας ότι το σημείωμά του δύσκολα μπορεί να εκληφθεί ως απολογία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ