Ενα κουτί πούρων κατασκευασμένο από χονδρό χαρτόνι, ξεχασμένο στο βάθος του παταριού. «El Premio de F.v.yC Habana» γράφει. Αν δεν τον έχει ξεπεράσει, πρέπει να πλησιάζει τον έναν αιώνα ζωής. Το θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί. Ηταν ήδη πολύ φθαρμένο. Εβαζαν μέσα φωτογραφίες. Ανδρες καθισμένοι σταυροπόδι και κυρίες όρθιες δίπλα τους, με το χέρι τους ακουμπισμένο στην παρακείμενη ανθοστήλη (οι θείοι και οι θείες μου), μωρά με τεράστια κεφάλια χωμένα μέσα σε τόνους δαντέλας, μία κυρία που διαβάζει το «Αι δύο ορφαναί» (η θεία Χριστίνα που είχε καλοπαντρευτεί στο Σουέζ;) και άλλα τέτοια. Πού να παράπεσαν όλα αυτά τα ντοκουμέντα του οικογενειακού παρελθόντος; Σήμερα το κουτί είναι άδειο. Δες, όμως, πόσα μπορεί να περιέχει ένα άδειο κουτί! Μια ολόκληρη εποχή ανέσυρα ανοίγοντάς το. Πρόσωπα, εικόνες, ακόμη και συζητήσεις που κανονικά θα έπρεπε να είχα ξεχάσει. Παράξενα τα παιχνίδια του μυαλού. Με ποια κριτήρια επιλέγει άραγε; Τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει; Η ανάμνηση που πρώτη ήρθε στην επιφάνεια αφορούσε μια φωτογραφία η οποία κάποτε βρισκόταν πάνω πάνω στο κουτί: μια παρέα κοριτσιών, στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο πίσω μέρος έγραφε: «Ενθήμησις τοις αγάπης μας». Ηταν οι ανορθογραφίες ο λόγος για τον οποίο τη θυμάμαι έντονα; Ή το σοβαρό, ακόμη και σκυθρωπό, βλέμμα των κοριτσιών, που μου είχε κάνει εντύπωση όταν παιδάκι το παρατηρούσα; Οπως κι αν έχει, η μία εικόνα άρχισε να φέρνει την άλλη. Ολη η οικογένεια, όπως έχει αποτυπωθεί στη φαντασία μου από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων, κάτι απογεύματα Κυριακής που το κουτί άνοιγε και οι μεγάλοι μάς εξηγούσαν ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας που πόζαραν.

Θυμήθηκα κάτι υπέργηρες θείες (εδώ και δεκαετίες νεκρές) που είχαν κλείσει μέσα στο κουτί όλη τη νιότη τους και κάθε φορά που το άνοιγαν παρατηρούσαν συγκινημένες (και σοκαρισμένες) τις παλαιές φωτογραφίες τους. Μονολογούσαν τότε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον απέναντι καθρέφτη: «Βρε πώς καταντά ο άνθρωπος». Τότε δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω τη θλίψη τους, τώρα μπορώ. Βγαίνει και αυτή η θλίψη μέσα από το άδειο κουτί. Μαζί της, μυρωδιές από σπιτικό χαλβά και γλυκό κυδώνι. Βγαίνει και ο ντενεκεδένιος ήλιος από την «Ντενεκεδούπολη» της Ευγενίας Φακίνου, την πρώτη, πιθανώς, παράσταση που είδα στη ζωή μου. Βγαίνει το εξώφυλλο της «Χάιντι» –μια βουνοπλαγιά γεμάτη πρόβατα, ένας μικρός βοσκός και ένα κοριτσάκι με λευκό φουστανάκι και κόκκινη φουστίτσα, αν θυμάμαι καλά –βιβλίου που μου είχε κάνει εντύπωση όταν το ανακάλυψα στην οικογενειακή βιβλιοθήκη. Παπούτσια «Μούγερ», γαλάζια σχολική ποδιά με άσπρο γιακά, «Κλασικά εικονογραφημένα» (κυρίως το «Σιδηρούν προσωπείον» και η «Οικογένεια Ελβετών Ροβινσώνων»), εκείνο το παιχνίδι με τις δύο βαριές μπαλίτσες που χτυπούσαν η μία την άλλη («Τάκα τάκα» νομίζω το έλεγαν) και που όποτε επιχειρούσα να το παίξω χτυπούσα τα δάχτυλά μου, ένα ποίημα από «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, η πρώτη μου επίσκεψη στο Πλανητάριο, η «Μπαλαρίνα» στο λούνα παρκ «Ροντέο» της παραλιακής που έμοιαζε στα μάτια μου τεράστια και τρομακτική, ο «Φωτεινός παντογνώστης», ένας δρόμος με μονοκατοικίες, ένα δισκάκι 45 στροφών που από τη μία πλευρά έπαιζε «Την καρδιά, καρδιά μου, απόψε μπρος στα πόδια σου πετώ, κάν’ την ό,τι θες κυρά μου…» και από την άλλη δεν θυμάμαι τι. Ολα αυτά τα βρήκα μέσα στο πιο γεμάτο άδειο κουτί στον κόσμο. Εβαλα μέσα του τα μηχανικά μολύβια μου και το στόλισα στο γραφείο μου. Οποτε το ανοίγω, μπαίνει σε λειτουργία ένα view master αναμνήσεων και παρηγορητικών εικόνων. Ποιος είπε ότι τα πράγματα δεν έχουν ψυχή και μνήμη;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ