Οταν στις 27 Ιουνίου 2011 οι ιδιοκτήτες της ΚΑΕ Ολυμπιακός κ.κ. Παναγιώτης και Γιώργος Αγγελόπουλος ανακοίνωναν την αποχώρησή τους ταράζοντας συθέμελα τον Ολυμπιακό και το ελληνικό μπάσκετ, ενδεχομένως εκείνη τη στιγμή να μην είχαν φανταστεί ότι η δύσκολη απόφαση («με πόνο καρδιάς» και «αηδιασμένοι», όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή τους) θα αποτελούσε απαρχή για την ολική επαναφορά των Ερυθρόλευκων και θα οδηγούσε –και μάλιστα άμεσα, από την πρώτη κιόλας σεζόν –στην κατάκτηση της κορυφής σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Το σοκ της αποχώρησης προκάλεσε σεισμό πολλών ρίχτερ στο οικοδόμημα του Ολυμπιακού, ωστόσο το συναίσθημα των αδελφών Αγγελόπουλου υπερίσχυσε της λογικής σηματοδοτώντας την αλλαγή σελίδας για το τμήμα μπάσκετ. Η ανάγκη της μη εγκατάλειψης και στήριξης της ομάδας έφερε την πρώτη θεαματική αλλαγή. Ο τότε προπονητής της ομάδας κ. Ντούσαν Ιβκοβιτς ενημερώθηκε ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός επρόκειτο να υποστεί ελεύθερη πτώση και από τα 35 εκατ. ευρώ θα μειωνόταν κατά περίπου 20 εκατ. ευρώ. Απόρροια της νέας πολιτικής που χάραξε η διοίκηση ήταν να αποχωρήσουν από το αστραφτερό ρόστερ σημαντικοί παίκτες, όπως οι Θοδωρής Παπαλουκάς, Μίλος Τεόντοσιτς και Γιάννης Μπουρούσης. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μία από τις ελάχιστες μεγάλες συνεντεύξεις του ο Ντούντα είχε εκμυστηρευθεί στο «Βήμα της Κυριακής» ότι «εκείνη η περυσινή ομάδα ήταν η χειρότερη που είχα στην καριέρα μου σε επίπεδο χαρακτήρων».
Ο ρόλος του «Kill Bill»
Ετσι ο Ολυμπιακός έμεινε με έναν μόνο ηγέτη στα αποδυτήρια και στο παρκέ, τον Βασίλη Σπανούλη, η παρουσία του οποίου αποτελεί ξεκάθαρα τον βασικότερο λόγο της μετέπειτα κυριαρχίας. Η απόφαση ζωής που τον οδήγησε από τον μόνιμο πρωταθλητή Παναθηναϊκό στον μόνιμα δεύτερο Ολυμπιακό τον Ιούλιο του 2010, άλλαξε –όπως αποδείχθηκε –την ιστορία όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αν συνυπολογίσει κανείς ότι με πρώτο βιολί τον «Kill Bill» οι Πειραιώτες κατέκτησαν δύο φορές την Ευρωλίγκα (2012, 2013), συμμετείχαν σε έναν ακόμη τελικό, χάνοντας το τρόπαιο από τη Ρεάλ στο πρόσφατο Φάιναλ Φορ της Μαδρίτης, και κατέκτησαν δύο πρωταθλήματα Ελλάδος, τη σεζόν 2011-12 και το εφετινό, εκθρονίζοντας τον Παναθηναϊκό για πρώτη φορά στην ιστορία τους με «sweep» (3-0). Ο Σπανούλης πρωτίστως και δευτερευόντως ο κ. Ιβκοβιτς έφεραν το πνεύμα του πρωταθλητή στον Ολυμπιακό και σε αυτή τη βάση δομήθηκε η αντεπίθεση των Ερυθρόλευκων, οι οποίοι κατάφεραν με περιορισμένο μπάτζετ να αποτελούν σημείο αναφοράς στην Ευρώπη.
Η διοίκηση έβαλε το χεράκι της σε ένα ακόμη καθοριστικό γεγονός. Επιβάλλοντας εμπράκτως την άποψη ότι «εφόσον πληρώνω κάνοντας το ακριβό χόμπι μου, δικαιούμαι να έχω άποψη σε κάποιες μεταγραφές» (δεν συμβαίνει μόνο στα μέρη μας, αλλά και σε αρκετούς αθλητικούς οργανισμούς παγκοσμίως), δεν εισάκουσε την εισήγηση του Ντούντα, ο οποίος επιθυμούσε την απόκτηση του Αμερικανού Σέντρικ Σίμονς και του Σέρβου Αλεξάνταρ Ράσιτς, αλλά έντυσε στα ερυθρόλευκα δύο παίκτες, που συνέβαλαν τα μέγιστα ως προς τη βελτίωση της αγωνιστικής εικόνας και εν τέλει της κατάκτησης του ευρωπαϊκού τίτλου στην Κωνσταντινούπολη και του ελληνικού πρωταθλήματος στους τελικούς με τον Παναθηναϊκό. Οι Εϊσι Λο και Τζόι Ντόρσι «έδεσαν» αμέσως απογειώνοντας τη μηχανή του Ολυμπιακού, η οποία εκείνη τη χρονιά είχε και άλλους καθοριστικούς παίκτες (Χάινς, Αντιτς, Παπανικολάου, Πρίντεζης), επενδύοντας και σε δύο νέα παιδιά, τον Κώστα Σλούκα (επέστρεψε από τον Αρη, όπου είχε αγωνιστεί δανεικός) και τον Βαγγέλη Μάντζαρη, που μαζί με τον Σπανούλη και τον Πρίντεζη συγκροτούν τον πανίσχυρο ελληνικό κορμό του Ολυμπιακού.
Το έπος του Λονδίνου
Μετά την αποχώρηση του κ. Ιβκοβιτς, για τον οποίο μόνο «Το Βήμα» είχε τολμήσει να γράψει ότι δεν έφυγε «επειδή κουράστηκε» (δεν είναι τυχαίο ότι τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία 72 ετών, κοουτσάρει… ακούραστα την τουρκική Εφές Αναντολού), αλλά επειδή προφανώς δεν πίστεψε στο νέο project του Ολυμπιακού με το μειωμένο μπάτζετ, οι Πειραιώτες ανέβηκαν ξανά στην κορυφή της Ευρώπης, με τη διοίκηση να πιστώνεται το ότι δεν ενέδωσε στους διάφορους μάνατζερ αλλά επέλεξε για τη θέση του προπονητή τον κ. Γιώργο Μπαρτζώκα, τον πρώτο έλληνα κόουτς που έμελλε να κατακτήσει την Ευρωλίγκα. Το έπος όμως του Λονδίνου, το οποίο γράφτηκε ξανά με μεγάλη ανατροπή, αλλά αυτή τη φορά με ολοκληρωτικό μπάσκετ, ήταν η τελευταία επιτυχία του μπασκετικού Ολυμπιακού. Ή μάλλον η προτελευταία, καθώς λίγους μήνες αργότερα ακολούθησε το Διηπειρωτικό Κύπελλο στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας.
Κρίσιμες αποφάσεις
Οι επόμενοι μήνες ήταν περίοδος ξηρασίας σε όλα τα επίπεδα, ώσπου μετά τον οδυνηρό εφετινό αποκλεισμό από τον Παναθηναϊκό στο Κύπελλο Ελλάδος, την «επίσκεψη» οπαδών στο ΣΕΦ και την αναγκαστική παραίτηση του κ. Μπαρτζώκα, η υπομονετική στάση της διοίκησης (επί έναν μήνα έχρισε πρώτο προπονητή τον κ. Μίλαν Τόμιτς) και η μη συναίνεση της ΚΑΕ ΠΑΟΚ στον κ. Σούλη Μαρκόπουλο να αναλάβει τον Ολυμπιακό άνοιξαν τον δρόμο στον κ. Γιάννη Σφαιρόπουλο, ο οποίος οδήγησε τους Ερυθρόλευκους στον τελικό του Φάιναλ Φορ και στην κατάκτηση του ενδέκατου πρωταθλήματος. Ουσιαστικά ο κ. Σφαιρόπουλος διαχειρίστηκε τέλεια το ρόστερ που δημιούργησε ο προκάτοχός του και έδωσε την ελευθερία που χρειαζόταν για να λειτουργήσει ο Σπανούλης. Μετάγγισε ισχυρές δόσεις αμυντικής προσήλωσης, κατένειμε μαεστρικά τους ρόλους στους παίκτες του και πέτυχε κάτι που μόνο ο κ. Ιβκοβιτς είχε καταφέρει: όπλισε τον Ολυμπιακό με μνημειώδη πννευματική διαύγεια, κυρίως στα παιχνίδια του ΟΑΚΑ, αποχωρώντας ως νικητής τόσο στην κανονική περίοδο όσο και στον δεύτερο τελικό και δημιουργώντας σαφή αίσθηση ανωτερότητας ακόμη και στους οπαδούς του Τριφυλλιού. Η επιτυχία λοιπόν του Ολυμπιακού στηρίζεται σε κρίσιμες αποφάσεις και το μεγαλύτερο κέρδος των Ερυθρόλευκων είναι ότι κατάφεραν να βάλουν τη σφραγίδα τους στο ευρωπαϊκό μπάσκετ σιγοτραγουδώντας το περίφημο «My Way» του Φρανκ Σινάτρα. Χαράσσοντας δηλαδή και ακολουθώντας τον δικό τους δρόμο…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ