Σε παιχνίδι οριακό και επικίνδυνο, με παραμέτρους που διαρκώς μεταβάλλονται και με εξελίξεις που πλέον δύσκολα ελέγχονται, εξελίσσεται η συζήτηση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές.

Διαπραγμάτευση επί της ουσίας δεν υφίσταται, παρά μόνον υπό την μορφή διευθέτησης της εκκρεμότητας: η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα καλείται πλέον να δώσει απλές – όσο και δύσκολες – απαντήσεις, ως προς το πώς θα λύσει τις εξισώσεις του δημοσιονομικού προβλήματος που προκύπτει, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να λάβει αποφάσεις για μέτρα που αντιστοιχούν σε εξεύρεση 1,8 δισ. μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών, καθώς από στις 30 Ιουνίου η χώρα μένει μετέωρη και χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση καθώς εκπνέει η παράταση του ισχύοντος προγράμματος.

Κατά την εκδοχή που παρουσίασε η κυβέρνηση, στην εξαιρετικά σύντομη συνάντηση των εκπροσώπων της με την τρόικα το απόγευμα της Κυριακής στις Βρυξέλλες, της ζητήθηκε από τους εκπροσώπους του ΔΝΤ να περικόψει τις συντάξεις κατά 1,8 δισ., προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα του 1% του ΑΕΠ που διαπιστώνεται ως διαφορά επί της δημοσιονομικής πραγματικότητας.

Η κυβέρνηση δια των εκπροσώπων της Ι. Δραγασάκη, Ν. Παππά και Ευκλ. Τσκαλώτου, φέρεται να αρνήθηκε κάθε σχετική συζήτηση.

Πηγές στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες αναφέρουν όμως ότι συζήτηση ειδική για τις συντάξεις δεν υπήρξε. Σύμφωνα δε με την επιτροπή, οι προτάσεις της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συζητήσεις ήταν «ελλιπείς» (incoplete).

Η αίσθηση που επικτρατεί σε ευρωπαϊκούς κύκλους και μεταξύ πολιτικών παραγόντων στην Αθήνα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να δέχεται πίεση για περικοπές στις συντάξεις, προκειμένου να κάνει την ύστατη επικοινωνιακή διαχείριση και να καλλιεργήσει την εικόνα ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να δεχθεί μέτρα τέτοιους είδους.

Υπό αυτήν την έννοια, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι το ζητούμενο των αμέσως επομένων ημερών είναι να βρει η Αθήνα τα ισοδύναμα για την κάλυψη του κενού των 1,8 δισ., το οποίο κατά τις εκτιμήσεις οικονομικών παραγόντων μπορεί να εξευρεθεί μόνον στο πεδίο της φορολογίας.

Με βάση αυτά, το διάστημα των προσεχών ημερών αναμένεται να αποδειχθεί εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα θα πρέπει να γνωστοποιήσει ποια μέτρα είναι διατεθειμένη να λάβει, προκειμένου να μην περικόψει μισθούς και συντάξεις. Κάτι που αναμένεται να εντείνει τις πιέσεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό και ειδικότερα από την πλευρά της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ.

Παράλληλα, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η τρόικα και οι ευρωπαϊκές κυβέρνήσεις δεν είναι διατεθειμένες να υποχωρήσουν έναντι του κ. Τσίπρα και ότι η πίεση που θα ασκηθεί από την Δευτέρα θα είναι ασφυκτική και πολύ δύσκολα αναστρέψιμη.

Σύμφωνα δε με πηγές σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου να λάβει αποφάσεις που θα δρομολογήσουν εξελίξεις σε δύο πεδία:

Αρχικώς σε αυτό της συζήτησης με τους εταίρους, όπου σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση τίθεται ζήτημα αξιοπιστίας – και συνεπώς ζητούνται αποφάσεις που θα πείσουν για την δέσμευση του κ. Τσίπτρα να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μίας απεμπλοκής.

Ως προς το θέμα της αξιοπιστίας πάντως, κυβερνητικές πηγές δεν απέκλειαν κατηγορηματικά την Κυριακή το βράδυ την σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών – μία κίνηση που θα έδινε την αίσθηση ότι ο κ. Τσίπρας επιδιώκει εθνική συνεννόηση και ομαλή πορεία της συζήτησης για το διάστημα που απομένει.

Δευτερευόντως, στο πεδίο της εσωτερικής διαχείρισης, καθώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, εξωθείται πλέον να δώσει άμεσα απαντήσεις στο δίλημμα «ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ ή οριστικό ναυάγιο» – κάτι που αφήνει ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα – από την ρήξη με τους εταίρους (λιγότερο πιθανό κατά πολλούς), έως την ανάληψη του κόστους κοινοβουλευτικών απωλειών, με πιθανές έως και τις εκλογές λόγω απώλειας της δεδηλωμένης.

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, στην απόφαση του κ. Τσίπρα καταλυτικό ρόλο θα παίξει το κλίμα των επομένων ημερών, καθώς όλα πλέον κρέμονται από μία κλωστή, οι εκκρεμότητες «ζητούν» άμεση διευθέτηση και η αντοχή του τραπεζικού συστήματος αποτελεί την μεταβλητή που πιθανώς θα καθορίσει τον ρου των εξελίξεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, καταλυτικό θεωρείται το eurogroup της Πέμπτης, όπου ο κ. Βαρουφάκης έχει σπεύσει να δηλώσει συμμετοχή, όμως πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι η παρουσία του εκεί ελάχιστα έχει να προσφέρει…

Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν θα πρέπει να αποκλείεται κάποια έκπληξη ως προς το αν ο κ. Βαρουφάκης θα βρεθεί στις Βρυξέλλες την Πέμπτη ή αν θα «συνοδεύεται», π.χ. από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Δραγασάκη.