Ο ναός του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, πάλαι ποτέ σύμβολο της ενότητας της Πρωσίας, είναι ένα από τα πιο διάσημα αξιοθέατα του Βερολίνου. Μισοκατεστραμμένος από τις βόμβες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται πάνω στην περίφημη λεωφόρο Κουρφίρστενταμ, στην πλατεία Μπραϊτσάιτ, που ήταν το κέντρο του πρώην Δυτικού Βερολίνου. Εκεί ήταν το σημείο συνάντησης των οπαδών της Μπαρτσελόνα για τον τελικό του Champions League.
Πάρτι στο Βερολίνο
Από εκεί υπολογίζεται ότι κάποια στιγμή πέρασαν οι περισσότεροι από τους περίπου 20.000 φίλους της Μπάρτσα που βρέθηκαν στη γερμανική πρωτεύουσα. Πολλοί από αυτούς συγκεντρώθηκαν για να πάνε μαζί στο γήπεδο ή, όσοι δεν είχαν εισιτήριο, για να παρακολουθήσουν το παιχνίδι σε κάποιο από τα τριγύρω μπαρ. Αλλοι πάλι για να πάρουν… μυρωδιά. Εστησαν το πάρτι από νωρίς και το συνέχισαν ως το πρωί, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου.
Πήγα στην Μπραϊτσάιτ Πλατς για να πάρω μια πρόγευση από την εκκωφαντική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι Μπλαουγκράνα με τα συνθήματα, τα τραγούδια και τα σφυρίγματά τους. Να μπω στο πνεύμα του ματς, να αφουγκραστώ την αγωνία, την αδημονία, τις προσδοκίες των φιλάθλων, συναισθήματα που φορτίζουν με ένταση την ατμόσφαιρα λίγο πριν από τη μάχη.
Περπατώντας ανάμεσά τους χάζευα την «ανθρωπογεωγραφία» όσων είχαν κάνει το ταξίδι στο Βερολίνο. Στην πλειονότητά τους ήταν μεταξύ 35 και 45 ετών, δύσκολα ξεχώριζες το κοινωνικό τους υπόβαθρο, καθώς σχεδόν όλοι φορούσαν πανομοιότυπες κυανέρυθρες φανέλες, αρκετοί κρατούσαν σημαίες της Καταλωνίας, υπήρχαν πολλά ζευγάρια αλλά και πολλοί που δεν ήταν Ισπανοί αλλά Ιάπωνες, Ρώσοι, Αργεντινοί, Μεξικανοί, Ευρωπαίοι, ακόμη Αμερικανοί και λιγοστοί Αφρικανοί, όλοι με την Μπάρτσα.
Αναμφίβολα πρόκειται για την καλύτερη ομάδα της δεκαετίας, την πιο επιτυχημένη. Αλλωστε αυτό μαρτυράνε και τα τέσσερα Champions League που κατέκτησε τα τελευταία εννέα χρόνια και τα δύο trebles που αποτελούν μοναδικό ρεκόρ. Τι είναι αυτό που κάνει την Μπάρτσα τόσο ξεχωριστή; Με μια μπίρα στο χέρι αναζήτησα απάντηση.
Δεν περίμενα αντικειμενική εξήγηση αλλά κυρίως κουβέντα. Οι απόψεις πολλές: ο Μέσι, το δίδυμο Τσάβι – Ινιέστα, η τριπλέτα Μέσι – Σουάρεζ – Νεϊμάρ, μα πάνω απ’ όλα το σύστημα, το ποδόσφαιρο κατοχής με τις αμέτρητες πάσες, που παίζει με εξαιρετική επιτυχία χρόνια τώρα η ομάδα –τι κι αν αλλάζει προπονητές, τι κι αν φεύγουν παίκτες. «Δεν είναι βαρετό;» ρώτησα έναν συνομήλικό μου, μεσήλικο.
«Είναι σαν να βλέπεις μπαλέτο»
«Οχι» μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Είναι σαν να βλέπεις μπαλέτο» είπε και εξήγησε ότι αυτή ήταν η λογική που «πέρασε» στον σύλλογο ο μεγάλος Γιόχαν Κρόιφ, αρχικά ως παίκτης και κατόπιν ως προπονητής. «Για τον Κρόιφ το ποδόσφαιρο είναι ένας χορός για τον χώρο (a dance for space)» λέει και εξηγεί: «Οταν ανέλαβε προπονητής το 1988 μετέτρεψε τη Λα Μασία (σ.σ.: την ποδοσφαιρική ακαδημία της Μπαρτσελόνα) σε πανεπιστήμιο της πάσας. Για να πασάρει ατελείωτα η ομάδα ή να κρύβει την μπάλα από τους αντιπάλους ο κάθε παίκτης πρέπει να ξέρει ακριβώς πού βρίσκεται στον χώρο. Οταν ο συμπαίκτης του πάρει την μπάλα, πρέπει να ξεκινήσει το τρέξιμο στον ελεύθερο χώρο για να δεχθεί την πάσα και όταν χάσει την μπάλα πρέπει και πάλι να τοποθετηθεί σωστά στον χώρο για να την πάρει γρήγορα πίσω η ομάδα του». Ο Λιονέλ Μέσι αναμφίβολα είναι γεννημένος ιδιοφυΐα, αλλά, σύμφωνα με τον συνομιλητή μου, έγινε μεγάλος παίκτης «παίζοντας αμέτρητα πρωινά κορόιδο με τους συμπαίκτες του στη Λα Μασία». Η κοσμοθεωρία του Κρόιφ για το ποδόσφαιρο συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «αλληλοκάλυψη, η μπάλα με τη μία και κίνηση στον χώρο». Ετσι η Μπάρτσα καταφέρνει να επιβάλλει τον τρελό ρυθμό που αποδιοργανώνει τον αντίπαλο. Από την άποψη αυτή το στήσιμο της ομάδας είναι μια «χορογραφία».
Οι «παππούδες» δεν τα κατάφεραν
Με αυτές τις σκέψεις έφθασα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, με επιρροές από το Καλλιμάρμαρο, έχοντας ωστόσο αποφασίσει να υποστηρίξω τους «παππούδες» της Γιουβέντους, τον Τζανλουίτζι Μπουφόν και τον Αντρέα Πίρλο. Δύο εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές μα πάνω απ’ όλα δύο μεγάλους αθλητές. Ως μαραθωνοδρόμος έχω αδυναμία στους καλούς αθλητές, αυτούς που αντέχουν στον χρόνο, ακόμη και αν δεν είναι κορυφαίοι σε αυτό που κάνουν. Αν τώρα συνδυάζουν και τα δύο, τότε ό,τι καλύτερο.
Είχα «φτιαχτεί» νωρίτερα και από έναν ιταλό φίλαθλο έξω από το ξενοδοχείο της Γιούβε, στο Μίτε, όπου από νωρίς το πρωί του τελικού είχαν αρχίσει να μαζεύονται οπαδοί γύρω από το πούλμαν της ομάδας που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο. Φορούσε ένα Τ-shirt το οποίο έγραφε «Νo Ρirlo, Νo Ρarty!». Και όταν, πίνοντας τις τελευταίες μπίρες πριν από το ματς στο μπαρ του χορηγού που με φιλοξένησε στο Βερολίνο, είπα στον μπάρμαν ποιον υποστηρίζω, αυτός μου θύμισε ότι στο ίδιο στάδιο οι δυο τους είχαν σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006.
Ενθουσιασμένος μπήκα στο γήπεδο ελπίζοντας ότι και αυτή τη φορά οι Ιταλοί θα βρουν κάποιο κόλπο, ακόμη και «βρώμικο» σαν αυτό του Μάρκο Ματεράτσι στον Ζινεντίν Ζιντάν, για να «σώσουν» το βράδυ. Αλλά στο γήπεδο μίλησε το… πνεύμα του Κρόιφ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ