Στην τελική ευθεία για την έναρξη της λειτουργίας της στα τέλη της τρέχουσας χρονιάς φαίνεται ότι βρίσκεται η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών (AIIB), η ίδρυση της οποίας –με πρωτοβουλία της Κίνας –ανακοινώθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Wall Street Journal», το καταστατικό της νέας πολυμερούς αναπτυξιακής τράπεζας συστήθηκε τον περασμένο μήνα σε επίσημη συνάντηση που είχαν τα 57 ιδρυτικά κράτη-μέλη στη Σιγκαπούρη, ενώ η επικύρωση των επί μέρους άρθρων αναμένεται να πραγματοποιηθεί σε ειδική τελετή στο τέλος Ιουνίου.
Τα ιδρυτικά μέλη του νέου διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού συμφώνησαν στο βασικό πλαίσιο λειτουργίας του, καθώς και στο αρχικό εγκεκριμένο κεφάλαιο, που θα ανέρχεται σε 100 δισ. δολάρια. Τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή τοποθέτηση θα κάνει η Κίνα, η οποία πρόκειται να συνεισφέρει 29,78 δισ. δολάρια. Αλλοι σημαντικοί οικονομικά συμμετέχοντες είναι η Ινδία με 8,4 δισ. δολάρια, η Ρωσία με 6,5 δισ. δολάρια και η Νότια Κορέα (στην οποία ασκήθηκαν σημαντικές πιέσεις από τις ΗΠΑ για να απέχει του εγχειρήματος) με 3,7 δισ. δολάρια. Εκτός της ασιατικής επικράτειας, σημαντικά κεφάλαια θα προσφέρουν η Γερμανία (4,5 δισ. δολάρια), η Γαλλία (3,4 δισ. δολάρια) και η Βραζιλία (3,2 δισ. δολάρια).
Μετοχές και δικαίωμα ψήφου


Οι μετοχές με δικαίωμα ψήφου θα κατανεμηθούν σύμφωνα με έναν πολύπλοκο μαθηματικό τύπο που υπολογίζει την εισφορά κεφαλαίου του κάθε μέλους, το μέγεθος της οικονομίας του, τις βασικές ψήφους που κάθε μέλος λαμβάνει εξίσου, συν άλλες 600 ψήφους που αντιστοιχούν σε κάθε ιδρυτικό μέλος. Αυτό το σύστημα, εκτιμά η αμερικανική εφημερίδα, φέρνει την Κίνα σε θέση ισχύος στη λήψη αποφάσεων (θα κατέχει περίπου το 25%- 30% των ψήφων) επιτρέποντάς της να καθορίζει την πολιτική της AIIB, η οποία δημιουργήθηκε ως αντίπαλον δέος των διαχειριζόμενων από τη Δύση –και κυρίως από τις ΗΠΑ –υπερεθνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δηλαδή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank) και της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης (Asian Development Bank).
Το Πεκίνο έχει πολλές φορές εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τα περιορισμένα δικαιώματα ψήφου που διαθέτει σε αυτούς τους οργανισμούς και κατά συνέπεια τις μικρές ως ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης και άσκησης επιρροής στις αποφάσεις και στο έργο τους. Κατά πολλούς μάλιστα η στάση αυτή της Κίνας είναι μάλλον δικαιολογημένη καθώς, μην ξεχνάμε, πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μετά την αμερικανική. «Η Κίνα ευνοήθηκε σημαντικά από τη συμμετοχή της στους υπάρχοντες πολυμερείς οργανισμούς, αλλά επίσης ενοχλήθηκε επειδή δεν δόθηκε το απαραίτητο βάρος στην ίδια και σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές» τονίζει στη «WSJ» ο Ντέιβιντ Ντόλαρ, πρώην στέλεχος στην Παγκόσμια Τράπεζα και πρώην απεσταλμένος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στην Κίνα, ο οποίος σήμερα λειτουργεί ως σύμβουλος στη νέα αναπτυξιακή τράπεζα.
Μοχλός διπλωματίας


Ως εκ τούτου εγείρονται όχι αμελητέας σημασίας υποθέσεις που θέλουν την AIIB να εξελίσσεται σε κεντρικό μοχλό της κινεζικής οικονομικής διπλωματίας προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή της όχι μόνο στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού αλλά διεθνώς και παράλληλα να αμφισβητεί την πολιτικοοικονομική παντοδυναμία των ΗΠΑ.
Ως ένα από τα πιο μεγαλεπήβολα και φιλόδοξα σχέδια του Πεκίνου που επιχειρεί να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο τοπίο της ανάπτυξης, η τράπεζα σκοπεύει να θέσει υψηλούς στόχους αποτελεσματικότητας και διαφάνειας, υποστηρίζουν οι εγκέφαλοι του εγχειρήματος. Το κομμάτι της διαύγειας και της «καθαρότητας» των αποφάσεων της AIIB ήταν ένα από τα κύρια ζητήματα που έθεσαν η αμερικανική πλευρά και οι υποστηρικτές της. Σχολιάζοντας την είδηση της ίδρυσης του νέου οργανισμού το προηγούμενο φθινόπωρο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «διαμήνυσε στην Κίνα και στις άλλες χώρες της περιοχής ότι οι ΗΠΑ καλωσορίζουν την ιδέα της δημιουργίας μιας τράπεζας υποδομών στην Ασία αλλά υπογραμμίζουν την ανάγκη η τράπεζα αυτή να ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα διοίκησης και διαφάνειας». Το «καλωσόρισμα» βέβαια του εγχειρήματος από την αμερικανική πλευρά αμφισβητείται έντονα, δεδομένου ότι αρχικά άσκησε ισχυρές πιέσεις σε φίλα προσκείμενα κράτη όπως η Αυστραλία και η Νότια Κορέα να μη συμμετάσχουν στην ίδρυση της AIIB. Εν τέλει και οι δύο χώρες προσχώρησαν στον νέο αναπτυξιακό χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
Ιδια γραμμή ακολούθησε και η ιαπωνική πλευρά, η οποία όχι μόνο είναι η μεγάλη οικονομική ανταγωνίστρια της Κίνας στην Ασία αλλά ταυτόχρονα, μαζί με τις ΗΠΑ, διατηρούν πρωταγωνιστικό ρόλο και σημαντικά συμφέροντα στην Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης. Σε επίσημη ανακοίνωσή του πριν από μερικούς μήνες ο ιάπωνας υπουργός Οικονομικών Τάρο Ασο επανέλαβε για ακόμη μία φορά ότι το Τόκιο «συνεχίζει να διατηρεί τις επιφυλάξεις του ώσπου να εξασφαλισθούν ικανοποιητικές απαντήσεις από τη διακυβέρνηση της AIIB για ζητήματα όπως η διαφάνεια, η βιωσιμότητα του χρέους, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές προδιαγραφές».
Το φιλόδοξο πρότζεκτ


Σε κάθε περίπτωση καθίσταται σαφές ότι η πρωτοβουλία αυτή της Κίνας πρόκειται να αλλάξει τους παγκόσμιους συσχετισμούς. Η Ασία έχει ανάγκη από τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές το ύψος των οποίων υπολογίζεται περί τα 800 δισ. δολάρια ετησίως. Η ισχυρή θέση της Κίνας στην AIIB όχι μόνο θα ενισχύσει και θα ισχυροποιήσει τη θέση των εθνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων στις αγορές του εξωτερικού αλλά εικάζεται ότι θα λειτουργήσει ως ατμομηχανή για το μεγαλόπνοο σχέδιο του Πεκίνου: την ανάπτυξη του «Νέου Δρόμου του Μεταξιού», μια οικονομική ζώνη συνεργασίας που εκτείνεται από τον Δυτικό Ειρηνικό ως τη Βαλτική.Το φιλόδοξο κινεζικό πρότζεκτ περιλαμβάνει, εκτός από τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών μεταφοράς, την ανάπτυξη πολιτικών επαφών και διακρατικών συνεργασιών αλλά και την ενίσχυση των διαπολιτισμικών σχέσεων.
«Στρατηγικό λάθος η αρνητική στάση των ΗΠΑ»
Οταν τον περασμένο Οκτώβριο εξαγγέλθηκε η ίδρυση της AIIB, οι ΗΠΑ επιχείρησαν να μποϊκοτάρουν κατά κάποιον τρόπο το φιλόδοξο εγχείρημα. Επικοινώνησαν με τους πιστότερους των συμμάχων τους πιέζοντας για αποχή. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της Αυστραλίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο της χώρας είχε αρχικά εγκρίνει τη συμμετοχή της στην ΑΙΙΒ. Μετά όμως από προσωπική τηλεφωνική επικοινωνία του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα με τον αυστραλό πρωθυπουργό Τόνι Αμποτ υπαναχώρησε (προσωρινά καθώς αποδείχθηκε, αφού η Αυστραλία προσχώρησε τελικώς στην AIIB). Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση άλλων χωρών που υποστηρίζουν τις ΗΠΑ, όπως η Νότια Κορέα και η Βρετανία.
Σήμερα οι κριτικές που θέλουν τη στάση αυτή των Αμερικανών λανθασμένη βρίσκουν όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα. Πολλοί είναι πλέον αυτοί που κρίνουν ως στρατηγικό λάθος την αρνητική απάντηση της κυβέρνησης Ομπάμα να συμμετέχει στην ίδρυση της AIIB καθώς η νέα τράπεζα «προσφέρει μια ευκαιρία για την ενίσχυση ενός διεθνούς οικονομικού συστήματος που οι ΗΠΑ δημιούργησαν και συντήρησαν».
Επιπλέον το κλίμα ανοιχτής συνεργασίας που προωθούν οι κινέζοι ιδρυτές του νέου πολυμερούς οργανισμού δεν φαίνεται να απειλεί ιδιαίτερα την «αμερικανική οικονομική τάξη», αλλά αντίθετα οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την εμπειρία και τις συμμαχίες της AIIB, ακόμη και αν δεν επέλεγαν να συμμετάσχουν ως ιδρυτικό μέλος.
Η παγκόσμια οικονομία έχει απεγνωσμένα ανάγκη από αναπτυξιακές ενέργειες καθώς η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει αφήσει βαθιές πληγές από τις οποίες δεν έχει καταφέρει ακόμη να συνέλθει πλήρως. Στη διαμόρφωση αυτή του νέου παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος, επισημαίνουν οι αναλυτές, οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε να μένουν αμέτοχες, αλλά αντίθετα να παίρνουν πρωτοβουλίες στον σχηματισμό του νέου διεθνούς οικονομικού συστήματος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ