Ενα από τα μακροβιότερα, αλλά και από τα πιο αμφιλεγόμενα νομοσχέδια της Ισπανίας επιστρέφει την Πέμπτη στο Κοινοβούλιο: το νομοσχέδιο που στοχεύει να βάλει φρένο στις αμβλώσεις. Αν και υπήρξε από τους ακρογωνιαίους λίθους της συντηρητικής κυβέρνησης του Μαριάνο Ραχόι από τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές του 2011, τέσσερα χρόνια μετά, ακριβώς λόγω της εκρηκτικής του φύσης, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Υπό την απειλή να διχαστεί όχι μόνο η ισπανική κοινωνία, αλλά και το Λαϊκό Κόμμα εν όψει μία κρίσιμης χρονιάς με πολλά εκλογικά ραντεβού, ο ισπανός πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει πέρσι τον Σεπτέμβριο ότι βάζει στο συρτάρι το επίμαχο νομοσχέδιο που φιλοδοξούσε να περάσει ο υπερσυντηρητικός πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αλμπέρτο Ρουίθ Γκαγιαρδόν. Στόχος τότε ήταν η ποινικοποίηση ξανά των αμβλώσεων, που σήμαινε ότι καμία Ισπανίδα δεν θα είχε το δικαίωμα να διακόψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, εκτός εάν αυτή ήταν αποτέλεσμα βιασμού ή μπορεί να έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της μητέρας.
Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση Ραχόι δεν θα επιχειρήσει ξανά μία πλήρη επιστροφή στον σκοταδισμό του Φράνκο και στον «τουρισμό των αμβλώσεων» της δεκαετίας του ’80, οπότε οι Ισπανίδες πήγαιναν στην Αγγλία και τη Γαλλία για να κάνουν νόμιμα αυτό που στη χώρα τους ήταν παράνομο. Αυτό που επί της ουσίας θα επιδιώξει είναι να διασφαλίσει ότι οι 16χρονες και 17χρονες γυναίκες που θα θελήσουν να τερματίσουν την εγκυμοσύνη τους θα πρέπει να έχουν τη συγκατάθεση των γονέων τους.
Ακόμη και αυτό ωστόσο, σχολιάζει η El Pais, αποδεικνύεται δύσκολο. Μία πρώτη προσπάθεια να περάσει η αλλαγή στις 15 Απριλίου είχε πέσει στο κενό. Ενάντια στην κομματική γραμμή είχαν τεθεί τότε πέντε βουλευτές αντάρτες, οι οποίοι δεν ήταν αντίθετοι στη γονική συναίνεση. Απεναντίας, ως πολέμιοι των αμβλώσεων αρνήθηκαν να ψηφίσουν υπέρ μίας αποδυναμωμένης εκδοχής της μεταρρύθμισης.
Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ετοιμάζεται σύντομα για ανασχηματισμό, πιστεύει ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις. Το κείμενο του νομοσχεδίου θα κατατεθεί στη συνέχεια στη Γερουσία κι έπειτα ξανά στο Κοινοβούλιο για τελική έγκριση, πιθανότατα τον Σεπτέμβριο – λίγο πριν από τη διάλυση του Κοινοβουλίου για τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών.