Διαψεύδει ο υπουργός Οικονομικών Ι. Βαρουφάκης ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει στην διαπραγμάτευση με τους εταίρους για 1% πρωτογενές πλεόνασμα. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στην Βουλή «δεν έχουμε συμφωνήσει σε καμία περίπτωση για 1% πρωτογενές πλεόνασμα», ενώ συμπλήρωσε ότι «δεν προσυπογράφουμε λογικά ασυνεπείς και μισανθρωπικές συμφωνίες». Όπως διευκρίνισε «ο λαός θέλει την συμφωνία όχι όμως την υποταγή σε έναν μισανθρωπικό παραλογισμό που θα μας αφήνει στην σκοτοδίνη που ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια».

Κατά την συζήτηση σχετικής επίκαιρης ερώτησης του βουλευτή του Ποταμιού Χ. Θεοχάρη, ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι «αυτή η διαπραγμάτευση δεν θα συνέβαινε αν δεν ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε αυτό που μας εγκαλείτε: δηλαδή να στοχεύσουμε στην ρίζα των μνημονιακών πολιτικών που ήταν η λογική ασυνέχεια των στόχων που έμπαιναν» και στο πλαίσιο αυτό διέψευσε ότι η ελληνική πλευρά έχει συμφωνήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 1% για το 2015. Εγκάλεσε δε τους θεσμούς ότι «μας ζητάνε μέτρα αρνούμενοι να μεταβούν από μια στατική σε μια δυναμική ανάλυση» και ξεκαθάρισε ότι «αυτού του είδους η προσέγγιση είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση και δεν πρόκειται να το προσυπογράψουμε αυτό». Όπως σημείωσε «δεν θέτουμε την επόμενη δόση ως στόχο» και δεν προσυπογράφουμε λογικά ασυνεχή δημοσιονομικά πλάνα που θα διαιωνίζουν το πρόβλημα. Σημείωσε δε ότι αν προσυπογράψουμε για να κλείσει η συμφωνία χωρίς να είναι βιώσιμη, «σε έξι ή δώδεκα μήνες θα είμαστε πάλι εδώ και θα μιλάμε για συνέχιση της σκοτοδίνης».

Απαντώντας ο κ. Θεοχάρης σχολίασε ότι «πράγματι είναι λάθος να κυνηγάμε τις δόσεις, χρειαζόμαστε μια σταθεροποίηση και μεταρρυθμίσεις που θα φέρουν ανάπτυξη, αλλά δεν βλέπουμε να συμβαίνει αυτό με την τακτική σας».

Κατά τα λοιπά, ο υπουργός Οικονομικών διευκρίνισε ότι ποτέ η θέση της κυβέρνησης δεν ήταν ότι μια συμφωνία είτε με τους ρώσους για τον αγωγό είτε με τους κινέζους, θα αποτελούσε μοχλό άσκησης πίεσης και ότι θα ήταν μια εναλλακτική λύση, υπογραμμίζοντας ότι η όποια συμφωνία με άλλες χώρες «δεν είναι υποκατάστατο μιας έντιμης και βιώσιμης συμφωνίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικογένειας».

Περιγράφοντας το πλαίσιο μιας βιώσιμης συμφωνίας, ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης έθεσε τρία ζητήματα: το πρώτο είναι οι μεταρρυθμίσεις ώστε να ξεπεραστούν οι παθογένειες του παρελθόντος. «Εκεί έπρεπε να επικεντρωνόμαστε», είπε τονίζοντας ότι «δεν είναι μεταρρύθμιση η περικοπή αλλά η δημιουργία συνθηκών για περιορισμό δαπανών». «Τους μιλάμε για εισπραξιμότητα και λένε καλά, αφήστε το αυτό και πέστε μας τι θα κόψετε», είπε αναφερθείς στην τακτική των εταίρων, υπογραμμίζοντας σε σχέση με αυτό ότι «είμαστε πάρα πολύ συγχυσμένοι διότι κατηγορούμαστε ότι δεν κάνουμε μεταρρυθμίσεις». Παραδέχθηκε πάντως ότι «δεν έχουμε ακόμα καταθέσει μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα όπως θέλουμε και όπως αξίζει στη χώρα και θα το κάνουμε».

Το δεύτερο που έθεσε είναι ότι «δεν ζητάμε κούρεμα του χρέους», όπως είπε, επαναλαμβάνοντας την πρότασή του για μεταφορά χρέους. Όπως εξήγησε η πολιτική της κυβέρνησης έχει στόχο «πώς μπορεί να διαγράψει το Grexit διαγράφοντας το πρόβλημα του χρέους» και «να αναδιαρθρώσουμε το χρέος χωρίς κούρεμα για κανέναν». «Αυτό προσπαθούν να μην την συζητήσουν», είπε για τους εταίρους και πρότεινε ως λύση το χρέος των 27 δισ. ευρώ από ομόλογα που έχουν «ξεμείνει» στην ΕΚΤ να μεταφερθούν στον ESM. Αυτό το βραχυπρόθεσμο χρέος δημιουργεί χρηματοδοτικό κενό και επειδή κάθεται ως ογκόλιθος μας εξαιρεί από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, εξήγησε ο κ. Βαρουφάκης και πρότεινε το ποσό αυτό «να μετακινηθεί και να πάει προς το μέλλον», κάτι που θα επιτρέψει να έχουμε εξασφαλίσει επίλυση του χρηματοδοτικού κενού και η Ελλάδα να μπορεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Παραδέχθηκε ότι θα πρόκειται για ένα νέο δάνειο, «αλλά θα έχουμε ήδη συμφωνήσει σε κοινούς όρους για να κλείσει το προηγούμενο πρόγραμμα», είπε.

Το τρίτο ζήτημα που έθεσε ήταν ένα νέο επενδυτικό σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

«Η διαπραγμάτευση γίνεται γιατί δεν αποδεχθήκαμε μνημόνιο και απορρίψαμε τον παραλογισμό του», ανέφερε ο κ. Βαρουφάκης, ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση της βουλευτού του ΠαΣοΚ Εύης Χριστοφιλοπούλου για τις συναντήσεις του Brussels Group και του κόστους των ταξιδιών, αποκάλεσε τα μέλη της πρώην τρόικας «ομάδες τεχνοκρατών κατοχής που εισέβαλαν στα υπουργεία σας και εξευτέλιζαν τους υπουργούς και τους γενικούς γραμματείς».

Μάλιστα επικαλέστηκε τον ευρωπαίο επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί ο οποίος χαιρέτησε την δημιουργία του Brussels Group λέγοντας ότι «οι συζητήσεις πρέπει να γίνονται στις Βρυξέλλες και οι υπουργοί να μιλάνε μόνο με υπουργούς». Όσον αφορά τις συναντήσεις είπε ότι είναι 17 και κόστισαν 66.687,34 ευρώ, κάτι που χαρακτήρισε «καταπληκτική επένδυση στην επανάκτηση της αξιοπρέπειας της χώρας». «Πόσο αποτιμάτε εσείς την αναξιοπρέπεια των υπουργών σας που περίμεναν έξω από τα γραφεία τους τούς τεχνοκράτες υπαλλήλους», για τους οποίους είπε ότι ήθελαν να γίνουν χαλίφηδες στην θέση του χαλίφη και Τόμσεν στην θέση του Τόμσεν. Δήλωσε δε υπερήφανος «που κανένας τροϊκανός δεν μπήκε στο υπουργείο μου ή σε άλλο υπουργείο».