Παρά τη βαθιά ύφεση που είχε ως αποτέλεσμα τη σωρευτική πτώση του ΑΕΠ της χώρας κατά 26%, ο τραπεζικός δανεισμός των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών μειώθηκε κατά 11,5 δισ. ευρώ, καθώς από την κορύφωση των 44 δισ. ευρώ το 2008 υποχώρησε στα 32,5 δισ. ευρώ σήμερα, κυρίως όμως από μια ομάδα εταιρειών που μέσα στην κρίση κατάφεραν να κρατήσουν τις ταμειακές ροές τους σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι προσπάθειες πάντως των εταιρειών να προσαρμοστούν στα δεδομένα της κρίσης μειώνοντας τα κόστη συνεχίζονται, ενώ τα περιθώρια και η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα καθώς δεκάδες εισηγμένες βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και βιωσιμότητας.
Η μείωση του κόστους δανεισμού και ο περιορισμός της εξάρτησής τους από ακριβά ξένα κεφάλαια αποτέλεσαν ζητούμενο στα χρόνια της κρίσης καθώς επιχειρήθηκε από τις εταιρείες μια προσπάθεια μείωσης της καθαρής δανειακής θέσης τους είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίων είτε με εξοφλήσεις δανείων είτε με αναδιαρθρώσεις μέσω και των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων όπου αυτό ήταν εφικτό, την ώρα μάλιστα που οι ανάγκες για νέες επενδύσεις περιορίζονταν αισθητά.
Την περίοδο 2003-2008, δηλαδή κατά τη χρυσή εποχή του τραπεζικού συστήματος, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες υπερδιπλασίασαν τα τραπεζικά χρέη τους (από 19,85 δισ. ευρώ το 2003 σε 43,91 δισ. ευρώ το 2008), μια τάση η οποία συγκρατήθηκε το 2009 καθώς έκλειναν οι στρόφιγγες της ρευστότητας. Η φθίνουσα πορεία των τραπεζικών δανείων των εισηγμένων τα τελευταία χρόνια, για όσες βέβαια έμειναν ακόμη στην αγορά και δεν εξήλθαν από το Χρηματιστήριο, οδήγησε σε μείωση του δανεισμού τους κατά 11,5 δισ. ευρώ, αν και οι τράπεζες σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται και ως μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεων που πνίγονται στα χρέη.
Αναδιαρθρώσεις
Η θωράκιση του ισολογισμού και η καλύτερη διαχείριση των εξόδων λειτουργίας αποτελούσαν εξάλλου προτεραιότητα σε ένα περιβάλλον χαμηλής ζήτησης και παρατεταμένης κάμψης της κατανάλωσης προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες.
Τα λειτουργικά κέρδη στους ισολογισμούς του 2014 παρουσιάζουν πάντως βελτίωση, απόρροια των αναδιαρθρώσεων, του γεγονότος ότι οι συσσωρευμένες ζημιές περιορίζονται, ενώ όπου οι τράπεζες έχουν μετοχοποιήσει δάνεια και έχουν ενισχύσει τους ισολογισμούς με νέα κεφάλαια κίνησης υπάρχουν δείγματα ανάκαμψης, όπως στις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και σε μεμονωμένες περιπτώσεις στον κλάδο ακινήτων και στις κατασκευές.
Συνολικά πάντως σήμερα το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει παροπλισμένο, με την κρίση να έχει οδηγήσει σε σοβαρή απόσυρση καταθέσεων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ καθώς παραμένει σχεδόν αποκλεισμένο από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, έχοντας έτσι υψηλή εξάρτηση από το Ευρωσύστημα για χρηματοδότηση, δεν μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και συνολικά της οικονομίας.
Το εταιρικό τοπίο αναμένεται να ακολουθήσει πάντως την πορεία της ίδιας της οικονομίας. Η ελληνική κρίση δείχνει εξάλλου ότι βρίσκεται σε σημείο καμπής καθώς τα φορολογικά έσοδα παραμένουν χαμηλότερα των στόχων, οι τραπεζικές καταθέσεις μειώνονται, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται, ενώ η πιστωτική ασφυξία και το «πάγωμα» στη ροή κοινοτικών κονδυλίων έχουν επιδεινώσει το επιχειρηματικό κλίμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οικονομολόγοι αρκετών διεθνών τραπεζών αναθεωρούν τώρα πτωτικά τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2015 προβλέποντας είτε ισχνή ανάπτυξη είτε ακόμη και επιστροφή στην ύφεση μετά την αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,7% το 2014.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με κορυφαίους τραπεζίτες, παρά την πτώση 26% του ΑΕΠ στα χρόνια της βαθιάς ύφεσης, η μη ουσιαστική απελευθέρωση των αγορών κυρίως προϊόντων και υπηρεσιών οδήγησε την ίδια περίοδο σε άνοδο 3,3% τις τιμές με βάση τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ.
Η χώρα έχει αρνητική αποταμίευση νοικοκυριών (-6% ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου ονομαστικού εισοδήματος) και τεράστιο άνοιγμα μεταξύ υπολοίπου δανείων και καταθέσεων (215 δισ. ευρώ και 135 δισ. ευρώ αντιστοίχως), άρα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό, ενώ η κατανάλωση αντιπροσωπεύει το 90% του ΑΕΠ έναντι 76,6% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο στην ευρωζώνη.
Παράλληλα το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει στην ουσία παροπλισμένο και με υψηλή εξάρτηση από το Ευρωσύστημα για χρηματοδότηση, ενώ, με την πιστωτική επέκταση να κινείται στο -2,6% ετησίως, δεν μπορεί να συμβάλει στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Η Ελλάδα παραμένει σήμερα μια σχετικά κλειστή οικονομία όπου κυριαρχούν οι μη εμπορεύσιμες διεθνώς υπηρεσίες και οι κρατικές δραστηριότητες, με το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών να διαμορφώνεται στο 30,1% του ΑΕΠ το 2014 –από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ευρωζώνη.
Ετσι η σημερινή κατάσταση αβεβαιότητας δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ γιατί τραυματίζει καθημερινά την οικονομία και την κοινωνία, την ώρα που η απειλή του Grexit ή του Graccident αποτελεί μια καθημερινότητα. Επειτα από μια τόσο βαθιά και πολυετή κρίση, όπως λέγεται, η χώρα θα πρέπει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις επιτυγχάνοντας έναν εύλογο συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές, κάτι που θα καθορίσει στα χρόνια που έρχονται τόσο τις προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας όσο και το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ