Συμφιλιωτικοί τόνοι και μία αναγκαία επίσκεψη που είχε αργήσει από καιρό -αλλά χωρίς ιδιαίτερη πρόοδο, όπως ήταν αναμενόμενο, και με σαφή λόγια από την Άνγκελα Μέρκελ: Κάπως έτσι συνοψίζεται η ανάγνωση του γερμανικού Τύπου της πρώτης επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στην καγκελαρία.

Το ένα κεντρικό σημείο πάντως στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι πως η πρόσκληση Μέρκελ θα έπρεπε να τερματίσει τον άσκοπο ρητορικό πόλεμο ώστε να μείνει χώρος για σύγκλιση των δύσκολων διαφορών που παραμένουν.

Η Sueddeutsche Zeitung γράφει ότι η συνάντηση έδειξε πως έχει έρθει η ώρα «να λήξει o επικοινωνιακός πόλεμος στη λάσπη». Το συμπέρασμα της συνάντησης είναι πως το Βερολίνο πρέπει να «κοιτάζει ισότιμα τον Αλέξη Τσίπρα» και να λείψει το μέχρι τώρα κλίμα και από τις δύο πλευρές που «εμποδίζει τον εποικοδομητικό διάλογο»: «Ο Τσίπρας έχει ευθύνη επειδή παρερμηνεύει την εθνική κάλπη ως εντολή για αναδόμηση μίας ολόκληρης ηπείρου, όπως και η Μέρκελ επειδή βάζει τα «σκυλιά που γαβγίζουν» […], δευτεροκλασάτα πολιτικά στελέχη, να παριστάνουν τον σχολικό διευθυντή».

«Καλύτερα να μιλά κανείς με τον άλλο, παρά να μιλά για τον άλλον»
καταλήγει η SZ. Η ίδια ακριβώς φράση είναι το συμπέρασμα και του σχολίου του Spiegel.

Το περιοδικό χαρακτηρίζει ίσως υπερβολική μεν την αναφορά Τσίπρα περί «πολύ θετικής σχέσης», αλλά τονίζει ότι οι δύο πλευρές κατέβαλαν προσπάθεια να αποκλιμακώσουν την κατάσταση. «Οι τόνοι συμφιλίωσης όμως δεν μπορούν να κρύψουν ότι ακόμη δεν υπάρχει εμπιστοσύνη» υπογραμμίζει.

«Μία αρχή όμως έγινε, και τίποτε παραπάνω»
συνεχίζει. «Η Μέρκελ δεν έκανε στον επισκέπτη της ούτε την χάρη να υπαινιχθεί παραχώρηση» τονίζει, και «η αξία των διαφορετικών τόνων θα φανεί στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις, όπου στην ουσία του πράγματος δεν υπάρχει κινητικότητα -οι Έλληνες χρειάζονται χρήματα, αλλά η Μέρκελ δεν θέλει μόνο να δει λίστες μεταρρυθμίσεων αλλά πράξεις».

Η FAZ στέκεται επίσης στους «συμφιλιωτικούς τόνους» και γράφει πως απογοητεύτηκαν όσοι περίμεναν τη μεγάλη αντιπαράθεση, αλλά και όσοι ήλπιζαν στη μεγάλη υπέρβαση. Οι τόνοι του επισκέπτη ήταν φιλικοί, η ίδια η οικοδέσποινα έμεινε σε πραγματολογικές αναφορές, γράφει και εξηγεί: «Ο μεν Τσίπρας επανέλαβε το «μάντρα» του για νέο πολιτικό μείγμα, και η καγκελάριος είχε το δικό της «μάντρα» για τους αριθμούς που πρέπει να στέκουν και μεταρρυθμίσεις, στέρεα δημοσιονομικά και λειτουργική δημόσια διοίκηση».

Σε ξεχωριστό της σχόλιο, με τίτλο «ας τελειώσουν τα καραγκιοζιλίκια», η FAZ καλεί η συνάντηση να γίνει «το ξεκίνημα ρητορικού αφοπλισμού και να δουν όλοι κατάματα την πραγματικότητα, στην οποία όπως οι ίδιοι λένε, το μέλλον είναι κοινό». Η καγκελάριος, γράφει η εφημερίδα υπενθυμίζοντας αναφορά της τις προηγούμενες ημέρες, έχει αποφασίσει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ αλλά «το εάν αυτό αξίζει θα εξαρτηθεί από την ετοιμότητα του έλληνα πρωθυπουργού να σταθεί στο ύψος των ευθυνών του».

Για «γερμανοελληνική άνοιξη» κάνει λόγο το σχόλιο της Deutsche Welle. Όπως επισημαίνεται, «όποιος πιστεύει ότι η ΕΕ είναι απλά ένα γραφειοκρατικό τέρας και τίποτα άλλο, προφανώς δεν ενδιαφέρεται και για τη μοίρα της Ελλάδας. Όποιος θεωρεί το ενιαίο νόμισμα ένα αμάρτημα της νομισματικής πολιτικής, παρακαλά για την οριστική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Και ελπίζει ότι μια τέτοια κατάρρευση θα συμπαρέσυρε στον Καιάδα και το ευρώ. Έτσι βλέπουν τα πράγματα οι κυνικοί, οι εγωιστές, οι εθνικιστές.

Η μοίρα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος όμως είναι στενότερα συνδεδεμένη με το μέλλον της Ελλάδας από όσο πιστεύουν πολλοί. Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι, οι έκτακτες σύνοδοι κορυφής στις Βρυξέλλες θα είχαν καταργηθεί προ πολλού. Οι παίκτες στο ευρωπαϊκό πόκερ ξέρουν ότι στη χειρότερη περίπτωση θα έχαναν όλοι μαζί. Η χρεοκοπία της Ελλάδας θα σήμαινε απώλειες πιστώσεων ύψους δισεκατομμυρίων. Γι αυτό και η Άνγκελα Μέρκελ κάνει καλά που τείνει το χέρι της στον Αλέξη Τσίπρα. Εννοείται ότι ισχύει και το αντίστροφο. Αν τα φαινόμενα δεν απατούν, η συνάντηση στο Βερολίνο έδειξε ότι και οι δύο πλευρές έχουν καλή θέληση.

Η Γερμανίδα καγκελλάριος ξέρει ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα χρειάζεται χρόνο και αέρα για να πάρει ανάσα. Και ο Έλληνας πρωθυπουργός ξέρει ότι η οικονομική και πολιτική δύναμη της Γερμανίας είναι το αποφασιστικό ατού για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Αν η επίγνωση αυτή οδηγήσει και τις δύο πλευρές στο να σταματήσουν να παίζουν με σημαδεμένα χαρτιά, τότε το ευρωπαϊκό εγχείρημα θα έχει μέλλον.

Ορθά ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι θα πρέπει να ξεπεραστούν τα στερεότυπα. Αν και καμιά φορά και τα στερεότυπα βοηθούν, για παράδειγμα αυτό για τη μόνιμη καλοκαιρία στην Ελλάδα. Έφερε την άνοιξη στο Βερολίνο, είπε χθες χαριτολογώντας. Κι αυτό το κλίμα, πρόσθεσε, καλό θα ήταν να διατηρηθεί και στις σχέσεις των δύο χωρών. Ας τους το ευχηθούμε!», σημειώνει κλείνοντας ο σχολιαστής Μαρσέλ Φυρστενάου.

Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt παρατηρεί ότι ο έλληνας πρωθυπουργός και η γερμανίδα καγκελάριος ήταν «φιλικοί ως προς τον τόνο», ωστόσο υπήρξε «ασυμφωνία επί της ουσίας». Όπως επισημαίνεται στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του Ντύσελντορφ, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Αλέξης Τσίπρας «αναζητούν μία κοινή βάση. (…) Ωστόσο, πέρα από τη λεκτική διατύπωση της βούλησης για συνεργασία δεν υπήρξε σχεδόν καθόλου πρόοδος στη διαδικασία επίλυσης της κρίσης».

Η Tageszeitung τέλος καλεί τη γερμανική πλευρά (τόσο τους πολιτικούς όσο και τους πολίτες) να σταματήσει την απαξιωτική κριτική κατά της Ελλάδας. Όπως εκτιμά, «με την υποδοχή του έλληνα πρωθυπουργού η γερμανίδα καγκελάριος έστειλε ένα μήνυμα στη γερμανική κοινή γνώμη: Πρέπει επιτέλους να σταματήσει η χαιρέκακη και απαξιωτική κριτική κατά της Ελλάδας. Με αυτόν τον τρόπο έθεσε μία χαρμόσυνη αντίστιξη στην αφόρητη κακοφωνία, η οποία διαρκώς διογκωνόταν από την αρχή της χρονιάς και την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ».

Πώς είδαν τα αμερικανικά ΜΜΕ τη συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ

Η συνάντηση Τσίπρα-Μέρκελ βρέθηκε στο επίκεντρο και των αμερικανικών ΜΜΕ, τα οποία με ανταποκρίσεις από το Βερολίνο καταγράφουν εκτιμήσεις για το περιεχόμενο των δηλώσεων των δύο ηγετών.

Στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg επισημαίνεται ότι «η κ. Μέρκελ δεν έδωσε καμία ένδειξη πως η οικονομική βοήθεια, που η ελληνική κυβέρνηση αναζητεί επειγόντως, θα πρέπει να ξεκλειδωθεί. Αντ’ αυτού, μίλησε, στην κοινή συνέντευξη Τύπου, για το ότι ήθελε να χτίσει εμπιστοσύνη με τον Έλληνα ομόλογό της».

Στο δημοσίευμα γίνεται αναφορά στις δηλώσεις των δύο ηγετών, «οι οποίες αποσκοπούσαν στη βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες, μετά από εβδομάδες λεκτικών επιθέσεων, χωρίς όμως να συμφωνούν στις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν».

Στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι «ο έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε ότι επιθυμεί να αποφύγει τη διεύρυνση των διαχωρισμών στην ευρωζώνη, κάλεσε τους Γερμανούς και τους Έλληνες να αποφεύγουν τα στερεότυπα και δήλωσε ότι η Γερμανία δεν ευθύνεται για όλα τα προβλήματα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, τόνισε πως «πρέπει να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα».

Στην ανταπόκριση αναφέρεται ότι για το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι είναι ένα «θέμα ηθικής τάξης» και δεν συνδέεται με τις διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας. Από την πλευρά της η κ. Μέρκελ δήλωσε ότι το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων «έχει κλείσει» για τη Γερμανία, «αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συνομιλιών για ένα ξεχωριστό ταμείο».

Τέλος, για το θέμα της ρευστότητας, η κ. Μέρκελ παρέπεμψε στους θεσμούς, δηλώνοντας ότι «η Γερμανία δεν είναι ο θεσμός που αποφασίζει για το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων».

Σε δημοσίευμα, της Wall Street Journal σημειώνονται πέντε θέματα-συμπεράσματα για τη συνάντηση των δύο ηγετών. Μεταξύ άλλων αναφέρεται:

  • «Η προσωπική χημεία. Οι δύο ηγέτες είναι ήρεμοι και λογικοί. Η ήρεμη ιδιοσυγκρασία τους, όμως, δεν έκρυψε τις πολιτικές διαφορές τους, που φάνηκαν στην κοινή συνέντευξη Τύπου και οι οποίες αφορούν από τις πολεμικές αποζημιώσεις μέχρι το πρόγραμμα διάσωσης και δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλες τα τελευταία πέντε χρόνια.
  • »Το μήνυμα. Οι λαϊκιστές πολιτικοί στην Ελλάδα προκάλεσαν την οργισμένη αδιαλλαξία στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών. Με την πρόσκληση προς τον κ. Τσίπρα, η κ. Μέρκελ έστειλε ένα μήνυμα ότι όλοι πρέπει να ηρεμήσουν και να τους αφήσουν να συνεργαστούν.
  • »Αναφορά στον πόλεμο. Ο κ. Τσίπρας είναι αποφασισμένος να θέσει το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων, όσο κι αν αυτό δεν είναι αρεστό στο Βερολίνο. Η Γερμανία επιμένει ότι το θέμα έχει κλείσει, ενώ οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν το τόνιζαν για να μην περιπλέξουν τις συνομιλίες για το πρόγραμμα διάσωσης. Η νέα ελληνική κυβέρνηση προτιμά να ασκήσει πίεση, παρά να χτίσει καλή θέληση.
  • »Μην αναφέρεις τον πόλεμο. Ο κ. Τσίπρας κατήγγειλε την αμοιβαία εχθρότητα και στις δύο χώρες που οφείλεται στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δήλωσε ότι «η σημερινή δημοκρατική Γερμανία δεν έχει τίποτα να κάνει με τη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ». Κάλεσε δε τα δύο έθνη «να αφήσουν τις σκιές του παρελθόντος» και «να γυρίσουν σελίδα». Ωστόσο, οι συνεχείς αναφορές της κυβέρνησής του για τη ναζιστική κατοχή στην Ελλάδα, θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί η ιστορία κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα και στις δύο χώρες στον ίδιο βαθμό που κυριαρχούν και τα σημερινά οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας.
  • »Πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων για τον κ. Τσίπρα. Η συνάντηση δεν θα οδηγήσει σε λύση του σημαντικότερου προβλήματος της Ελλάδας, δηλαδή της ρευστότητας. Η κ. Μέρκελ επέμεινε ότι δεν είναι αρμόδια για να το λύσει. Το πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα είναι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν μπορεί να τους ευχαριστήσει όλους, τους τεχνοκράτες, το δικό του συνασπισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ και τους δεξιούς-εθνικιστικές, Ανεξάρτητους Έλληνες. Μέχρι στιγμής, κερδίζει χρόνο, αποφεύγοντας την επιλογή, αλλά ο χρόνος και τα χρήματα τελειώνουν».

Στους New York Times επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι «με τον χρόνο να πιέζει ασφυκτικά για το πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας, οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών».

Στην ανταπόκριση γίνεται αναφορά και στις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, Γαβριήλ Σακελλαρίδη, για την επιστολή του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, προς την ‘Ανγκελα Μέρκελ στις 15 Μαρτίου, την οποία αποκάλυψε η εφημερίδα Financial Times.