Η χαμένη ευκαιρία για QE-cstasy στην οικονομία

Ενώ η ΕΚΤ αρχίζει από αύριο Δευτέρα το ύψους 1,14 τρισ. ευρώ «τύπωμα χρήματος», το αποκαλούμενο από τους αναλυτές και ως «QE-cstasy» της ευρωζώνης

Η χαμένη ευκαιρία για QE-cstasy στην οικονομία
Ενώ η ΕΚΤ αρχίζει από αύριο Δευτέρα το ύψους 1,14 τρισ. ευρώ «τύπωμα χρήματος», το αποκαλούμενο από τους αναλυτές και ως «QE-cstasy» της ευρωζώνης, καθιστώντας φθηνότερο το κόστος δανεισμού της ευρωπαϊκής περιφέρειας, την ώρα που ορισμένες χώρες του πυρήνα θα συνεχίσουν να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια, η Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο κινδυνεύοντας με ασφυξία, ευελπιστώντας σε μια συμφωνία με τους δανειστές ώστε να ξεκλειδώσει τη χρηματοδότηση της οικονομίας.

«Η μπάλα είναι τώρα στο ελληνικό γήπεδο, ενώ το ενδιαφέρον στρέφεται στην παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων του έλληνα υπουργού Οικονομικών στο Eurogroup της Δευτέρας»
εκτιμά η Deutsche Bank, σημειώνοντας πως η «κακή επικοινωνία» της ελληνικής κυβέρνησης έχει διαβρώσει την αξία των ελληνικών εγγυήσεων με αντίκτυπο και στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και συνολικά της οικονομίας.
Σε γενικές γραμμές, η ΕΚΤ θα αγοράζει χρέος με αρνητικά επιτόκια, αρκεί αυτά να μην είναι χαμηλότερα από το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ τη στιγμή της αγοράς. Το τρέχον επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ βρίσκεται στο -0,2%. Αν η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να αγοράσει επαρκώς ομολογιακούς τίτλους για να καλύψει την κατανομή που έχει σχεδιάσει, θα επιτρέπει αγορές υποκατάστατων εκδόσεων για να καλυφθεί ο στόχος των 60 δισ. ευρώ ανά μήνα (εκ των οποίων τα 45 δισ. σε κρατικά ομόλογα).

Στη δευτερογενή αγορά

Η ΕΚΤ δεν θα αγοράζει περισσότερο από το 25% οποιασδήποτε έκδοσης προκειμένου να αποφύγει να έχει μια τέτοια πλειοψηφία που να αποτελέσει εμπόδιο σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση χρέους, θα προβαίνει σε αγορές μόνο στη δευτερογενή αγορά και θα αγοράζει χρέος με λήξεις μόνο μεταξύ 2 και 30 ετών. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ απαντώντας σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι αν κριθεί αναγκαίο το διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων θα συνεχισθεί πέραν του Σεπτεμβρίου 2016, με τους αναλυτές να μην αποκλείουν ένα «QE Νο 2», καθώς οι αποπληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν και δύσκολα η ΕΚΤ θα πλησιάσει την περίοδο εκείνη τον στόχο του 2%.
Η απόφαση πάντως φαίνεται ότι καθιστά απαγορευτική την αγορά συγκεκριμένων ομολόγων, κυρίως αυτά βραχύβιας διάρκειας, ανέφεραν αναλυτές της αγοράς. Ταυτόχρονα –όπως απέδειξαν πρόσφατες δημοπρασίες ομολόγων από Αυστρία, Φινλανδία και Γερμανία –οι ιδιώτες επενδυτές είναι πρόθυμοι ακόμη και να πληρώσουν ορισμένες κυβερνήσεις, αρκεί να έχουν τη δυνατότητα να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε ασφαλή ενεργητικά (assets). Από την άλλη πλευρά υπάρχουν αρκετά ομόλογα κρατών της ευρωζώνης (Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ιταλία) των οποίων οι αποδόσεις είναι αρκετά υψηλές και ως εκ τούτου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοράς από την ΕΚΤ.
Υπό αξιολόγηση

Αναφορικά με την Ελλάδα, εξηγώντας την απόφασή του να μη συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), η ευρωτράπεζα ανέφερε ότι αυτό γίνεται διότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι υπό αξιολόγηση, τα ελληνικά ομόλογα δεν γίνονται αποδεκτά λόγω της χαμηλής διαβάθμισής τους και διότι αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ κατέχει πάνω από το 33% του ελληνικού χρέους. «Ως σήμερα η ΕΚΤ έχει δανείσει στην Ελλάδα 100 δισ. ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο 68% του ΑΕΠ της χώρας» ανέφερε ο πρόεδρός της Μάριο Ντράγκι. «Μόλις όμως η Ελλάδα αποπληρώσει τα ομόλογα SMP που λήγουν τον Ιούλιο ή τον Αύγουστo –και αν φυσικά επανέλθει η εξαίρεση (waiver) –θα μπορούμε να αγοράσουμε ελληνικά ομόλογα» δήλωσε. Σήμερα πάντως λένε οι αναλυτές ότι ο ίδιος ο Ντράγκι μοιάζει να ζητεί από τα κράτη να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν με την Ελλάδα. Η τελική απόφαση είναι πολιτική και δεν είναι της Φρανκφούρτης.
Πρόβλημα ρευστότητας

Αποκλεισμένη από τις αγορές χρέους και αντιμέτωπη με τη μεγάλη υστέρηση στα φορολογικά έσοδα, η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, καθώς εντός του Μαρτίου θα πρέπει να αποπληρώσει δάνειο ύψους 1,5 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ. Καθώς φέρεται ότι προχωρεί σε πράξεις repos με δημόσιους φορείς που διαθέτουν ρευστότητα, έχοντας τη δυνατότητα άντλησης ως και 3 δισ. ευρώ, το Δημόσιο θα εκδώσει και νέα έντοκα γραμμάτια (ΕΓΔ) τρίμηνης διάρκειας ύψους 1 δισ. ευρώ στις 11 Μαρτίου με ημερομηνία διακανονισμού τη 13η Μαρτίου.
Η αγορά ελληνικών ομολόγων, όταν επιτραπεί, θα κινείται στο 1,5 δισ. ευρώ τον μήνα
Περιορισμένη η αμοιβαιοποίηση του κινδύνου
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εμπεριέχει, όπως υποστηρίζουν τραπεζικά στελέχη, πολύ περιορισμένη αμοιβαιοποίηση του κινδύνου, καθώς μόλις στο 8% των τίτλων των επιμέρους χωρών θα υπάρχει επιμερισμός του κινδύνου (δηλαδή θα έχει αντίκτυπο στον ισολογισμό της EKT), όπως επίσης και στο άλλο 12% που αντιστοιχεί στους τίτλους που εκδίδονται από ευρωπαϊκούς οργανισμούς (όπως η ΕΤΕπ).
Στο υπόλοιπο 80% οι αγορές θα πραγματοποιούνται από τις επιμέρους Κεντρικές Τράπεζες οι οποίες θα αναλαμβάνουν
και τον σχετικό κίνδυνο.
Η ελληνική συμμετοχή πάντως στο κεφάλαιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο 2,9% περίπου και επομένως η αγορά ελληνικών ομολόγων (όταν επιτραπεί) δεν θα ξεπερνά το 1,5 δισ. περίπου σε μηνιαία βάση (αν αφαιρεθεί το 12% που αντιστοιχεί στα ομόλογα ευρωπαϊκών οργανισμών).
Η αξία των ελληνικών ομολόγων που είναι διαπραγματεύσιμα κυμαίνεται στα 64 δισ. ευρώ, ενώ αν προστεθούν και τα έντοκα γραμμάτια (ΕΓΕΔ), όπου το ύψος των άληκτων εκτιμάται σε περίπου 14,5 δισ. ευρώ, τότε το συνολικό ποσό ανέρχεται σε περίπου 78 δισ. ευρώ. Επομένως, βάσει του προγράμματος της ΕΚΤ, μπορεί να αγοραστεί το 33% αυτών: 21,1 δισ. ευρώ ή 25,8 δισ. ευρώ με τον συνυπολογισμό των ΕΓΕΔ.
Η ΕΚΤ κατέχει στο χαρτοφυλάκιό της ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας 19,9 δισ. ευρώ και 7,3 δισ. ευρώ οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Συνεπώς, το Ευρωσύστημα κατέχει ελληνικά κρατικά ομόλογα της τάξεως των 27 δισ. ευρώ και άρα υπερβαίνει το όριο του 33%. Τον Ιούλιο λήγουν ελληνικά ομόλογα ύψους 3,5 δισ. ευρώ περίπου που κατέχει το Ευρωσύστημα και τον Αύγουστο άλλα 3,2 δισ. ευρώ.
Εξαιτίας τούτου, στη συνέχεια θα μπορούσαν να αγοραστούν ελληνικά ομόλογα, καθώς τότε με την αποπληρωμή των SMP το ποσοστό που θα κατέχει το Ευρωσύστημα θα πέσει κάτω από το 33%. Επομένως, εφόσον εκπληρώνονται οι όροι του προγράμματος, ως τα τέλη του 2015 μπορούν να αγοραστούν περίπου 5-6 δισ. ευρώ.
Ανησυχία για την ελληνική οικονομία
Ενώ η ΕΚΤ αναθεώρησε ανοδικά τις εκτιμήσεις της για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της ευρωζώνης στο 1,5% (προηγούμενη εκτίμηση 1%) για το 2015, στο 1,9% (προηγούμενη εκτίμηση 1,5%) για το 2016 και 2,1% για το 2017, οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Οι οικονομολόγοι είναι πλέον επιφυλακτικοί για την ελληνική οικονομία, εκτιμώντας πως η πολιτική αβεβαιότητα είναι πιθανό να επιβαρύνει την ανάπτυξη. Η Citigroup προβλέπει π.χ. τώρα ανάπτυξη 0,8% το 2015 και 1,4% το 2016 από 1,5% και 1,7% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή της αντιστοίχως.
Από την πλευρά του ο Mads Koefoed, επικεφαλής μακροοικονομικής Στρατηγικής της Saxo Bank, αναφερόμενος και στην έγκριση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (EBRD) για την παροχή φθηνού χρήματος προς την Ελλάδα μέχρι τα τέλη του 2020, σημειώνει πως αν και αναμφίβολα σε αυτή την περίοδο οποιαδήποτε βοήθεια προς την ελληνική οικονομία είναι ευπρόσδεκτη, ωστόσο το μέγεθος και το εύρος της εμπλοκής της EBRD στην Ελλάδα δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την οικονομία. Και ειδικά όσο εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη. «Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει περιορισμένη, έως ότου υπάρξει μια πιο μακροπρόθεσμη επέκταση της συμφωνίας χρηματοδότησης μεταξύ των θεσμών και της Ελλάδας –κάτι το οποίο συνεχίζω να θεωρώ ως το πιο πιθανό σενάριο» αναφέρει.
Οσο η επιχειρηματική εμπιστοσύνη παραμένει εύθραυστη, όσο ο δανεισμός συνεχίζει να κινείται σε συντηρητικά επίπεδα και οι τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται υπό πίεση –καθώς παρατηρούνται ενδείξεις φυγής κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες –η ανάκαμψη θα είναι μετριοπαθής. «Αυτό που είναι σημαντικό είναι να ατονήσει η αβεβαιότητα σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ. Οσο το τρέχον οικονομικό περιβάλλον αβεβαιότητας επιμένει, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αγωνίζεται για να κερδίσει κάποια σημαντική ώθηση. Είναι γεγονός ότι η πρόβλεψή μου για οικονομική ανάπτυξη της τάξεως του 2% εφέτος αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο αναθεώρησης προς τα κάτω» καταλήγει ο ίδιος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version