Η ελληνική αγορά σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζει με το Χόλιγουντ! Ολες οι μεγάλες ταινίες επιβεβαιώνουν το μέγεθός τους από τον αριθμό των ριμέικ που έχουν στις τελευταίες δεκαετίες.
Το ελληνικό Χόλιγουντ στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι άλλο από τη δεκαετία του 1950. Πρόκειται για την αφετηρία της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Είναι η εποχή που η καθημαγμένη, από τον εμφύλιο πόλεμο, ελληνική οικονομία δημιουργούσε τους δικούς της μύθους, οι οποίοι όμως εξάντλησαν τα όριά τους και χάθηκαν(;) στη ζοφερή για την ελληνική βιομηχανία δεκαετία του 1990.
Τότε εξέπνευσε και ο μύθος της Ελίντα ΑΕ, η ύπαρξη της οποίας βασίστηκε –κυρίως –στην Ιζόλα και στα προϊόντα της. Το 1995 από το εργοστάσιο της Θήβας παρήχθη η τελευταία ηλεκτρική συσκευή με την επωνυμία της Ιζόλα. Πριν από 20 χρόνια.
Αναγνωρισιμότητα


Παρ’ όλα αυτά –και αυτό είναι το εντυπωσιακό –η αναγνωρισιμότητα της φίρμας στις ηλικίες από 15 ως και 44 ετών είναι 85% και φυσικά στις ηλικίες άνω των 44 ετών είναι 100%. Είναι προφανές λοιπόν ότι το κίνητρο για τον κ. Γιώργο Δημητρίου, πρόεδρο της Γ. Ε. Δημητρίου ΑΕΕ, ήταν πολύ ισχυρό για να αποφασίσει έξι χρόνια μετά την απόκτηση του σήματος της Ιζόλα να το προωθήσει στην αγορά. Ετσι κι αλλιώς το περιβάλλον της αγοράς είναι δεκτικό στην αναβίωση των παλιών και κυρίως επιτυχημένων ελληνικών brand names, γεγονός που διαπιστώνεται και σε άλλους κλάδους –έστω κι αν η οικονομία έχει πια αλλάξει, τα οικονομικά σύνορα στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν πέσει και τα παραγωγικά δεδομένα έχουν ανατραπεί.
Τα τρία brand names


Ορισμένες μάλιστα συμπτώσεις έχουν ίσως τη σημασία τους –έστω κι αν στην ουσία τους είναι αντιστρόφως ανάλογες του παρελθόντος. Με την κυκλοφορία στην αγορά –ήδη γίνεται η τοποθέτηση των πρώτων προϊόντων –του σήματος Ιζόλα ολοκληρώνεται πλέον η ομάδα των τριών πιο ισχυρών ελληνικών brand names στην αγορά των ηλεκτρικών συσκευών.
Οι άλλες δύο είναι η Πίτσος, την οποία παράγει η κοινοπραξία της Bosch και της Siemens, και η Eskimo, την οποία διακινεί στην αγορά η εταιρεία FG Europe του κ. Γιώργου Φειδάκη.
Οπως εξηγεί μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Δημητρίου, «έχουμε μελετήσει την περίπτωση της Ιζόλα και σκοπεύουμε σε πρώτη φάση να καλύψουμε όλη την γκάμα των ηλεκτρικών συσκευών που αφορούν την παρασκευή του φαγητού. ήδη κυκλοφορούν στην αγορά οι πρώτες κουζίνες και εν συνεχεία θα περάσουμε στην ψύξη», προσθέτοντας ότι «οι τιμές είναι προσιτές».
Στην Πολωνία


Η παραγωγή των ηλεκτρικών συσκευών «γίνεται στην Πολωνία, σε ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια της Ευρώπης», ακολουθώντας την πολιτική αρκετών μεγάλων πολυεθνικών ομίλων του κλάδου που παράγουν τα προϊόντα τους σε εργοστάσια που δεν τους ανήκουν. Η κατ’ αρχήν επένδυση υπολογίζεται σε 3 εκατ. ευρώ και ο κ. Δημητρίου υπολογίζει ότι στην πλήρη εξέλιξη αυτού του σχεδίου η επένδυση θα ανέλθει στα 10 εκατ. ευρώ. Μάλιστα φιλοδοξεί, εφόσον αυτή η προσπάθεια εξελιχθεί ικανοποιητικά στην ελληνική αγορά, τα προϊόντα Ιζόλα να σταδιοδρομήσουν και σε ξένες αγορές.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Από τις πιο ισχυρές φίρμες της μεταπολεμικής βιομηχανίας

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φίρμα Ιζόλα εμπορικά είναι μία από τις πιο ισχυρές φίρμες της μεταπολεμικής βιομηχανίας. Και δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός πως «η πρώτη ελληνική κουζίνα» ήταν η αφετηρία για τη δημιουργία του βιομηχανικού κλάδου των ηλεκτρικών συσκευών.
Πρόκειται για δημιούργημα της οικογένειας Δράκου, η βιομηχανική αφετηρία της οποίας βρίσκεται στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Από το 1937 το εργοστάσιο περνά στην οικογένεια εξ ολοκλήρου. Αλλά στο επιχειρηματικό προσκήνιο αναδεικνύεται στη δεκαετία του 1950.
Ο Γεώργιος Π. Δράκος το 1989 στο βιβλίο του Στον αστερισμό της δημιουργίας –Η ιστορία μιας προσπάθειας γράφει: «Τον Σεπτέμβριο του 1951 αναγγείλαμε στις εφημερίδες ότι «με υπερηφάνεια παρουσιάζουμε την πρώτη ελληνική ηλεκτρική κουζίνα». Εκόψαμε το πρώτο τιμολόγιο επ’ ονόματι του πατέρα μας, που δακρυσμένος έβγαλε και επλήρωσε την αξία της πρώτης κουζίνας σε χρυσάφι «για να πάει γούρι» –κατά την έκφρασή του. Τα αμέσως επόμενα τιμολόγια εκόπηκαν στο όνομα ακριβών φίλων, όπως ο Χριστόφορος Κατσάμπας, ο Ηλίας Ηλιόπουλος κ.ά. Στο τετράμηνο του 1951 επουλήσαμε 260 συσκευές. Τον Αύγουστο του 1952 κυκλοφορεί το πρώτο ελληνικό ψυγείο, ενώ ολόκληρο το 1952 επουλήσαμε 1.514 συσκευές. Το 1953 φθάσαμε τις 4.175. Τα μεγέθη βέβαια φαίνονται σήμερα αστεία και μικρά, αλλά το ελληνικό κοινό της εποχής άρχισε αγνοώντας τις σειρήνες της ξενομανίας και δίνει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη του στα προϊόντα που κατασκεύαζαν ελληνικά χέρια».
Το 1974, έπειτα από 23 χρόνια από την προαναφερόμενη αναφορά, ο Δράκος τονίζει πως «οι αριθμοί ομιλούν για το έργο του ομίλου της Ιζόλα: τοποθετούμενοι στον πίνακα των 100 μεγαλυτέρων κατά το 1974 ελληνικών βιομηχανιών, δίνουν στον όμιλο την 5η θέση από πλευράς απασχολήσεως, την 7η από πλευράς ιδίων κεφαλαίων, την 9η από πλευράς συνολικών κεφαλαίων και τη 13η από πλευράς εξαγωγών!».
Το 1974 όμως είναι και η τελευταία καλή χρονιά για τον όμιλο. Η οικονομική κρίση –η πρώτη μετά τον πόλεμο –αλλάζει τα δεδομένα. Η εταιρεία βρίσκεται στη φάση υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων της –το εργοστάσιο της Θήβας –και οι Γερμανοί εξαγοράζουν την Πίτσος. Ο ανταγωνισμός χτυπά κόκκινο.
Το 1977 η Βιομέταλ Εσκιμό και η Ιζόλα δημιουργούν την Ελίντα ΑΕ με συμμέτοχο την Εθνική Τράπεζα. Το παιχνίδι, όπως φάνηκε, είχε όμως κριθεί. Το 1984 η εταιρεία πέρασε στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων και ως το 1995 που σταμάτησε η βιομηχανική παραγωγή και μερικά χρόνια αργότερα, με κλειστό το εργοστάσιο, την εταιρεία ακολούθησαν σκάνδαλα, κακοδιαχείριση, δικαστήρια και δημόσιες αντιπαραθέσεις. Μαζί της όμως έκλεισε και μια ολόκληρη περίοδος βιομηχανικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία. Ετσι έμειναν κληρονομιά τα εμπορικά σήματα τα οποία συνεχίζουν, όπως φαίνεται, να «μιλάνε» στους καταναλωτές. Η εμπορική αναβίωση της φίρμας Ιζόλα και μάλιστα την περίοδο της κρίσης ίσως να σηματοδοτεί και μια νέα εποχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ