Πώς η επιστημονική «καρδιά» καταφέρνει να χτυπάει ακόμη δυνατά στη χώρα μας; Πώς δημιουργούμε μέσα από εργαστήρια υποστελεχωμένα και πανεπιστήμια τον μισό χρόνο κλειστά μερικούς από τους καλύτερους επιστήμονες στον κόσμο; Εν τέλει πώς αυτοί οι ερευνητές θα δώσουν ξανά στην Ελλάδα τη δύναμη της ώθησης για να βγει μπροστά;
Τα «μυστήρια» αυτά αναλαμβάνει να λύσει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Θάνος Δημόπουλος, πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, καθηγητής και ερευνητής, ο οποίος στον τελευταίο κατάλογο του οργανισμού Thomson Reuters για τους επιστήμονες μεγάλης διεθνούς επιρροής τοποθετείται στο 1% παγκοσμίως με χιλιάδες επιστημονικές αναφορές στο έργο του και 700 εργασίες σε ξενόγλωσσα περιοδικά.
Πόσο εύκολο είναι σήμερα για έναν επιστήμονα να κάνει την έρευνά του στην Ελλάδα;
«Η αλήθεια είναι ότι είναι δύσκολο να προσελκύσει χρηματοδοτήσεις για την έρευνά του από το εξωτερικό. Υπάρχει ισχυρός ανταγωνισμός, έχουμε ελλείψεις σε υποδομές και γραφειοκρατία, ενώ κάποιες φορές αυτός που τα καταφέρνει αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Παρ’ όλα αυτά, είναι υποχρέωσή μας να αγωνιζόμαστε και να φέρνουμε ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα, στο πανεπιστήμιο και στο νοσοκομείο όπου εργαζόμαστε, γιατί αυτό σημαίνει πραγματικά ανάπτυξη. Ο έλληνας ερευνητής και η χώρα μας γίνονται γνωστοί στο εξωτερικό, δημιουργούνται θέσεις εργασίας και για άλλους επιστήμονες που τώρα φεύγουν από τη χώρα μας, παράγεται γνώση, εκσυγχρονίζονται οι επιστημονικές μονάδες».

Τι προοπτικές δίνει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών η δική σας έρευνα;
«Η έρευνα που διεξάγουμε με την επιστημονική μου ομάδα αφορά αιματολογικούς και συμπαγείς όγκους, με εξειδίκευση στο πολλαπλούν μυέλωμα. Τα αποτελέσματά της χρησιμοποιούνται, μαζί με άλλων επιστημόνων από το εξωτερικό, στην παραγωγή νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων –απώτερος στόχος είναι να κάνουν τον καρκίνο ένα νόσημα θεραπεύσιμο ή χρόνιο νόσημα με όσο το δυνατόν λιγότερη νοσηρότητα και θνητότητα. Δεν είμαστε όμως μόνο εμείς. Η δική μας επιστημονική παραγωγή αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα από την έρευνα που διεξάγεται από πολλούς καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για εμάς και την Ιατρική η συμβολή της στην έρευνα επισημάνθηκε και από την εξωτερική αξιολόγηση που διενεργήθηκε τον Φεβρουάριο του 2014 από διακεκριμένους επιστήμονες του εξωτερικού».
Μπορούν τα πανεπιστήμια να ξεπεράσουν τα μεγάλα λειτουργικά προβλήματά τους και να γίνουν ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο;
«Νομίζω πως ναι. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν σημαντικό στελεχικό δυναμικό. Μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο αν δοθούν περισσότερα κίνητρα στους ερευνητές για να διεκδικήσουν ερευνητικά προγράμματα και να φέρουν τις χρηματοδοτήσεις τους στα πανεπιστήμια. Επίσης αν μειωθεί η γραφειοκρατία, μέσω και των κατάλληλων νομοθετικών παρεμβάσεων για την έρευνα σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και λοιπούς ερευνητικούς φορείς. Αν αποκτήσουν περισσότερες συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού αλλά και με έλληνες επιστήμονες που δουλεύουν στο εξωτερικό. Αν υπάρξει σύνδεση της έρευνας με την καινοτομία και την εφαρμογή – παραγωγή του ερευνητικού αποτελέσματος. Και βεβαίως, αν διατηρηθούν και επιπλέον στελεχωθούν οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες των πανεπιστημίων με εξειδικευμένο προσωπικό για τη διεκδίκηση και υλοποίηση των επιστημονικών προγραμμάτων».
Πώς θα μπορέσουν τα ιδρύματα να επωφεληθούν από τη δουλειά και τις «πατέντες» των ερευνητών τους ώστε να επιστρέφουν χρήματα στα εργαστήριά τους και σε έναν βαθμό να αυτοχρηματοδοτούνται;
«Ηδη το 15% του ποσού της χρηματοδότησης που παρακρατείται στα ερευνητικά προγράμματα από τα πανεπιστήμια είναι μια μορφή αυτοχρηματοδότησης, αλλά θα πρέπει ο οργανισμός λειτουργίας των πανεπιστημίων και ένα ευέλικτο και σύγχρονο νομικό πλαίσιο να υποστηρίζουν προϊόντα ευρεσιτεχνίας ή να δημιουργούν σχήματα και συνεργασίες που μπορούν να φέρουν και άλλες χρηματοδοτήσεις. Επίσης καλό είναι όταν τα πανεπιστήμια αναδεικνύουν τη δουλειά των ερευνητών τους, εξωτερικεύουν δηλαδή την παραγωγή έρευνας και γνώσης, με ένα ανεπτυγμένο Γραφείο Τύπου και Γραφείο Διεθνών Σχέσεων. Επίσης είναι ευνόητο ότι είναι υποχρέωσή μας ως δημόσιο πανεπιστήμιο να επιστρέφουμε στην κοινωνία και στους πολίτες αυτό που από το υστέρημά τους έχουν δώσει για τη λειτουργία μας. Και να μην ξεχνάμε ότι συνήθως καλή έρευνα συνεπάγεται και καλύτερη εκπαίδευση για τους φοιτητές μας, προπτυχιακή και μεταπτυχιακή».
Συνάδελφοί σας επαναφέρουν διαρκώς ως επίκαιρο το αίτημα για πλήρη αυτοτέλεια των ΑΕΙ…
«Πιστεύω ότι με δεδομένη την οικονομική κρίση είναι απαραίτητο τα δημόσια πανεπιστήμια, μαζί με την ανώτατη εκπαίδευση, να αποτελούν και αναπτυξιακούς πυλώνες στην ανασυγκρότηση της χώρας. Στο πανεπιστήμιό μας, π.χ., χιλιάδες άτομα τον χρόνο είναι επιστημονικοί συνεργάτες στα ερευνητικά προγράμματα. Σε αυτό το σημείο η αυτοτέλεια των ΑΕΙ, μαζί με την ευελιξία στην εκπόνηση των προγραμμάτων, την επιλογή των κατάλληλων επιστημονικών συνεργατών, την επιβράβευση, και οικονομική, των συνεργατών που προάγουν την αριστεία, αποτελούν σημαντικά στοιχεία. Ακόμη το μόνιμο προσωπικό των πανεπιστημίων που έχει αποκτήσει πολύτιμη πείρα όλα αυτά τα χρόνια πρέπει να συνεχίσει να προσφέρει στους ίδιους χώρους».

Συνεργασία
«Ερευνα από ένα άτομο δεν γίνεται»

Πώς μπορεί να επενδύσει κάποιος σε ένα πανεπιστήμιο όταν ξέρει ότι πιθανότατα έναν-δύο μήνες τον χρόνο θα παραμείνει κλειστό λόγω διαμαρτυριών;

«Η εφετινή χρονιά αποτέλεσε εξαίρεση στη λειτουργία του Πανεπιστημίου Αθηνών λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από τη διαθεσιμότητα ενός μεγάλου μέρους διοικητικών υπαλλήλων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι διοικητικοί υπάλληλοι επιτελούν σημαντικό έργο στη λειτουργία του πανεπιστημίου, την εκπαίδευση των φοιτητών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, και την υποστήριξη της έρευνας. Ευελπιστώ ότι η αναγγελθείσα αξιολόγηση του οργανογράμματος του Ιδρύματος από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θα αναδείξει ελλείψεις και θα προσδιοριστεί ο κατάλληλος αριθμός διοικητικών υπαλλήλων για το Ιδρυμα».
Πώς θα μπορούσε να αναπτυχθούν συνεργασίες και καινοτόμες δράσεις και ποια η άποψή σας για την πιο στενή συνεργασία με τα ερευνητικά κέντρα της χώρας;
«Θα μπορούσε να είναι τεχνολογικό πάρκο, θα μπορούσαν να είναι και άλλες μορφές προαγωγής της αριστείας και της έρευνας. Πάντως, είναι απαραίτητη η συνεργασία των ερευνητών μεταξύ τους, των ερευνητικών κέντρων μεταξύ τους, έρευνα από ένα άτομο δεν γίνεται. Περισσότερο στη χώρα μας, με την έλλειψη υποδομών και τη μειούμενη χρηματοδότηση, είναι σημαντική η στενή συνεργασία των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων».
Χρειάζονται, πιστεύετε, περισσότερες μεγάλες επιστημονικές συναντήσεις για ανταλλαγή επιστημονικής τεχνογνωσίας και –το κυριότερο –να προβληθεί η ερευνητική δουλειά;
«Εμείς προσπαθούμε να το κάνουμε όσο γίνεται περισσότερο. Κάθε χρόνο πραγματοποιούνται επιστημονικές συναντήσεις – συνέδρια από τις διάφορες κλινικές και εργαστηριακές ειδικότητες που υπάρχουν στην Ιατρική Σχολή. Αντίστοιχα, πολλοί καθηγητές της Σχολής μας καλούνται για διαλέξεις και επιστημονική συμμετοχή σε συνέδρια του εξωτερικού. Υπήρξε δε μια σημαντική πρωτοβουλία τα τελευταία χρόνια από τη διοίκηση του Πανεπιστημίου Αθηνών: η χρηματοδότηση της συμμετοχής καθηγητών στο εξωτερικό, εφόσον είχε εγκριθεί η παρουσίαση του έργου τους ή επιστημονικής τους ομιλίας στο συγκεκριμένο συνέδριο. Επίσης, στην Ιατρική Σχολή γίνεται προσπάθεια για τον συντονισμό της ερευνητικής δραστηριότητας των εργαστηρίων μας που ασχολούνται με βασική και μεταφραστική έρευνα. Ο στόχος μας τελικά είναι η δημιουργία υποδομών που θα δώσουν τη δυνατότητα στη Σχολή μας να παίξει σημαντικό ρόλο στην εξατομικευμένη θεραπεία των ασθενειών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ