Πίσω από κάθε τελικό ενός Μουντιάλ και την πεζή ανάγνωση ενός αποτελέσματος μέσω του οποίου προκύπτει ο παγκόσμιος πρωταθλητής κρύβονται όλα τα συναισθήματα και οι ίντριγκες του κόσμου. Αυτά που προκαλούν διθυράμβους και αποκαθηλώσεις, ενισχύουν κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, προκαλούν διαχρονικές έριδες, θεμελιώνουν παραδόσεις, στοιχειώνουν ομάδες, κάποιες φορές οδηγούν ακόμη και σε ακρότητες. Λαοί νιώθουν ταπεινωμένοι την ώρα που άλλοι ξεχύνονται στους δρόμους, ποδοσφαιριστές αναγνωρίζονται ως ήρωες και άλλοι κουβαλούν για μια ζωή στις πλάτες τους το ανάθεμα ή τη στενοχώρια ενός ολόκληρου έθνους για τη δική τους κακή στιγμή. Ο (κάθε) τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν είναι απλώς ένας αγώνας, όπως είθισται να λένε οι πρωταγωνιστές της μπάλας στα παιχνίδια ρουτίνας για να νιώσουν την απαιτούμενη αποφόρτιση. Είναι το γεγονός αυτό που θα μνημονεύεται και θα συζητείται όσο υπάρχουν άνθρωποι και πλανήτης Γη.
«Keep Walking»


Ο Ρομπέρτο Μπάτζο είναι ένας από τους σπουδαίους του ποδοσφαίρου που γνωρίζει καλά ότι όσο ζει θα τον θυμούνται πρωτίστως για το άσχημο παιχνίδι της μοίρας… Το χαμένο πέναλτι απέναντι στη Βραζιλία στον τελικό του 1994 στις ΗΠΑ «το έχω εκτελέσει ξανά και ξανά χιλιάδες φορές στον ξύπνο και άλλες τόσες στον ύπνο μου». Μια από τις πιο επιτυχημένες διαφημίσεις (μιας μάρκας ουίσκι) στην ιστορία της τηλεόρασης γεννήθηκε μέσα από εκείνη την αστοχία, βασισμένη στο περίφημο «Keep Walking». Αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η εμπορική απογείωση των Μουντιάλ, καθώς έφτασε στο σημείο να δημιουργεί πλούτη ακόμη και μέσα από τη δυστυχία μιας στιγμής για ένα ολόκληρο έθνος. Βέβαια το σύνθημα ήταν άκρως επιτυχημένο: «Οφείλεις να συνεχίζεις, να μην τα παρατάς».
Ο «θεϊκός» Πελέ


Αλίμονο λοιπόν αν η Σελεσάο είχε μείνει καθηλωμένη στο απόλυτο κάζο που πέρασε στην Ιστορία ως το «Μαρακανάζο» (ώσπου ασφαλώς να φτάσουμε στο προ ημερών «Μινεϊράζο»). Η εντός έδρας απώλεια του τροπαίου από την Ουρουγουάη το 1950, παρουσία 199.854 θεατών, οδήγησε σε αυτοκτονίες και απόπειρες δολοφονιών σε μια χώρα που βίωσε για κάμποσες εβδομάδες τον απόλυτο παραλογισμό. Αυτό που ο Θεός του ποδοσφαίρου στέρησε από την Εθνική Βραζιλίας εκείνη την αποφράδα για το έθνος ημέρα, είχε φροντίσει να της το δώσει προκαταβολικά πίσω λίγα χρόνια νωρίτερα, σαν να παραδεχόταν ότι το συγκεκριμένο απόγευμα στο Μαρακανά συντελέστηκε μια αδικία που οδήγησε στην απόλυτη τραγωδία.
Ο απεσταλμένος του, με τη μορφή του «Θεανθρώπου της μπάλας», βρισκόταν ήδη στη Γη από το 1941, ονομαζόταν Πελέ και το 1958, σε ηλικία 17 ετών, έκανε τους Βραζιλιάνους να πιστέψουν ξανά στο ποδόσφαιρο οδηγώντας την εθνική ομάδα στο πρώτο Μουντιάλ της ιστορίας της. Δώδεκα χρόνια αργότερα, στα 29 του πλέον, η Σελεσάο κατακτούσε υπό την καθοδήγησή του τον τρίτο παγκόσμιο τίτλο της και γινόταν η πρώτη ομάδα που έφερνε το τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ» για πάντα στο σπίτι.
Η διαταγή του Μουσολίνι


Τα πρώτα χρόνια των Μουντιάλ ήταν περισσότερο σκληρά ως και βρώμικα, όχι μόνο στους αγωνιστικούς χώρους. Οι τελικοί των διοργανώσεων αντιμετωπίζονταν ως εθνικές υποθέσεις και ο Αργεντινός Λουζίτο Μόντι, ο μοναδικός ποδοσφαιριστής στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που αγωνίστηκε σε δύο τέτοια ματς με διαφορετικές ομάδες, αποκάλυψε αρκετά χρόνια μετά το κλίμα τρομοκρατίας και φόβου που βίωσε με τρόπο διαφορετικό. Στον τελικό του 1930 ως παίκτης της Αργεντινής άκουγε από τον πάγκο της διοργανώτριας Ουρουγουάης να φωνάζουν σε εκείνον και στους συμπαίκτες του ότι «δεν θα βγείτε ζωντανοί από το γήπεδο αν νικήσετε». Θρυλείται επίσης ότι ο διαιτητής της συνάντησης, Βέλγος Τζον Λανζένους, ενώ αρχικά δεν ήθελε να σφυρίξει τον τελικό φοβούμενος για τη ζωή του, στη διάρκεια του αγώνα συνέστησε στους Αργεντινούς ότι το σοφό θα ήταν να καθήσουν να χάσουν! Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Μόντι έλαβε μέρος στον τελικό του Μουντιάλ της Ιταλίας, ως παίκτης της Σκουάντρα Ατζούρα πλέον. Την ημέρα του αγώνα ο προπονητής της ομάδας Βιτόριο Πότσο άνοιξε έναν φάκελο και διάβασε το μήνυμα του φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι: «Οι δρόμοι είναι δύο: Νίκη ή θάνατος»! Στα απομνημονεύματά του ο Μόντι έγραψε ότι «αν κέρδιζα το 1930 θα με σκότωναν οι Ουρουγουανοί και αν έχανα το 1934 θα το έκαναν οι Ιταλοί».
Ο Μενότι και ο Βιντέλα


Το 1978 η Αργεντινή βίωνε τη δική της χούντα καθηλωμένη και εγκλωβισμένη στις φασιστικές και δολοφονικές διαθέσεις του στρατηγού Βιντέλα. Η διοργάνωση του Μουντιάλ βοήθησε ώστε ο κόσμος να ξεχάσει για λίγο την παράνοια που ζούσε κάτω από την μπότα ενός δικτάτορα που αργότερα καταδικάστηκε για 30.000 εξαφανίσεις και 8.000 εκτελέσεις αντιφρονούντων πολιτών. Ο Βιντέλα δεν τόλμησε πάντως να πειράξει τον αριστερό προπονητή της Αλμπισελέστε Σέζαρ Λουίς Μενότι. «Ηξεραν τα πολιτικά πιστεύω μου, αφού στις εκλογές ήμουν παρατηρητής του Κομμουνιστικού Κόμματος» δήλωσε αργότερα ο Μενότι, ο οποίος συγκλόνισε τους παίκτες του πριν από τον τελικό εναντίον της Ολλανδίας με τον πύρινο λόγο του: «Αντιπροσωπεύουμε το μοναδικό αληθινό στοιχείο αυτής της χώρας, το ποδόσφαιρο. Δεν θα παίξουμε μπάλα για τους στρατιωτικούς στην εξέδρα των επισήμων, αλλά για τον λαό, δεν υπερασπιζόμαστε τη δικτατορία, αλλά την ελευθερία».
Η Αλμπισελέστε επικράτησε (3-1 στην παράταση) των μόνιμα καταραμένων σε τελικούς Παγκοσμίων Κυπέλλων Οράνιε και θρυλείται ότι ο Μενότι και ο αυστριακός τεχνικός της Ολλανδίας Ερνστ Χάπελ, αρειμάνιοι καπνιστές αμφότεροι, μετέτρεψαν σε στάχτη τέσσερα πακέτα τσιγάρα κατά τη διάρκεια του αγώνα. Στην Ιστορία όμως θα περάσει και η ατάκα του τρομερού Μάριο Κέμπες, ο οποίος περιέγραψε τη στιγμή του 1-0 λέγοντας «ορκίζομαι ότι από τον θόρυβο ένιωσα το χορτάρι να τρέμει». Ηταν το ξέσπασμα ενός ταλαιπωρημένου λαού.
«Μισώ τους Γερμανούς»


Ο Ολλανδός Βίλεμ φαν Χάνεγκεμ, σπουδαίος μέσος τη δεκαετία του ’70, δεν δίστασε να εκδηλώσει δημόσια το μίσος που ένιωθε για τη Γερμανία, καθώς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκαν ο πατέρας του και τα τρία αδέλφια του από βομβαρδισμούς γερμανικών αεροπλάνων. «Δεν με νοιάζει τίποτε άλλο παρά να τους ταπεινώσουμε. Σκότωσαν την οικογένειά μου και τους μισώ» είχε δηλώσει πριν από τον τελικό του Μουντιάλ ανάμεσα στην Ολλανδία και στην (τότε) Δυτική Γερμανία το 1974. Δεν κατάφερε να πάρει την εκδίκησή του…
Αντιθέτως ο γεννημένος στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν επόπτης γραμμών στον τελικό του 1966 (Αγγλία – Δυτική Γερμανία) Τόφικ Μπαχράμοβ, ο άνθρωπος δηλαδή που πήρε ουσιαστικά επάνω του την ευθύνη και κατακύρωσε το γκολ-φάντασμα του Τζεφ Χαρστ, κράτησε καλά ως το 1993 το πονηρό μυστικό του. Ο μύθος θέλει τον Μπραχάμοβ να ερωτάται λίγο προτού αφήσει την τελευταία πνοή του: «Πώς είδες ότι η μπάλα πέρασε τη γραμμή;». Απάντησε «Στάλινγκραντ» και (φέρεται ότι) με την απόφαση εκείνη ξεχρέωσε ένα γραμμάτιο από το παρελθόν. Προφανώς και ήξερε ότι η μπάλα δεν είχε περάσει τη γραμμή, όμως το μίσος του για τους Γερμανούς νίκησε τους ηθικούς ενδοιασμούς του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ