Οταν μπλέκουν οι λογοτέχνες με το ποδόσφαιρο, δεν μπορείς να περιμένεις πολλά, παρά μόνο όμορφα διατυπωμένες υπερβολές. Υπερβολές όπως αυτή: «Σε κάθε χώρα υπάρχει μια αθεράπευτη πληγή. Μια εθνική καταστροφή, μια Χιροσίμα. Η δική μας Χιροσίμα ήταν εκείνη η ημέρα. Εκείνο το γήπεδο». Είναι η φράση του βραζιλιάνου συγγραφέα Νέλσον Ροντρίγκεζ, στην προσπάθειά του να περιγράψει με τον απαραίτητο λυρισμό που ταιριάζει στη λατινοαμερικανική κουλτούρα εκείνη την ημέρα, 64 χρόνια πριν.
Στις 16 Ιουλίου του 1950, 203.849 Βραζιλιάνοι και 100 Ουρουγουανοί –το μεγαλύτερο κοινό στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου ακόμη και σήμερα –παρακολούθησαν τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 ανάμεσα στη γηπεδούχο Βραζιλία και στην Ουρουγουάη. Η Βραζιλία προηγήθηκε, δέχθηκε ένα γκολ και στο 79ο λεπτό ο Ουρουγουανός Αλσίδες Γκίτζια πέτυχε το νικητήριο τέρμα, το οποίο στο μέλλον τού έδωσε τη δυνατότητα να πει αυτή την υπέροχη ατάκα: «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει με μια κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας και εγώ».
Η μοναξιά του ηττημένου
Η Βραζιλία έχασε μέσα στο σπίτι της για πρώτη φορά. Και αντιμετώπισε αυτή την ήττα σαν μια ξένη εισβολή στα εδάφη της, κάτι όχι και τόσο συνηθισμένο, δεδομένου πως εκτός από έναν αιματηρό πόλεμο με την Παραγουάη από το 1865 μέχρι το 1870, δεν έχει ποτέ αντιμετωπίσει αντίστοιχη ξένη απειλή. Το ποδόσφαιρο, όμως, μπορεί να γίνει πολύ σκληρό. Ειδικά αν το παίρνεις σοβαρά.
Εκείνη την ημέρα, άνθρωποι μελαγχόλησαν, άνθρωποι αυτοκτόνησαν, μια ειδική λέξη, το «Maracanazo» δημιουργήθηκε για να περιγράψει τη συλλογική απόγνωση, ένα συλλογικό εθνικό τραύμα χαράχτηκε, και η ζωή του τερματοφύλακα που δέχθηκε το γκολ, του Μοασίρ Μπαρμπόζα, άλλαξε για πάντα. Ο Μπαρμπόζα σταμάτησε να παίζει ποδόσφαιρο, πέθανε φτωχός το 2000 σε ηλικία 79 ετών, ενώ είχε ζήσει μια ζωή κυνηγημένος από μια λάθος εκτίμηση. Είχε εκδιωχθεί από γήπεδα όπου πήγαινε σαν θεατής, έβλεπε ακόμη και μητέρες στο σουπερμάρκετ να λένε στα παιδιά τους «βλέπεις αυτόν τον κύριο; Είναι αυτός που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλάψει», πέθανε παρίας, μόνος και παραπονεμένος. Το μοναδικό που είπε, χρόνια μετά τον μοιραίο αγώνα, συμβιβασμένος πια με τη μοίρα του, ήταν: «Στη Βραζιλία η ανώτατη ποινή φυλάκισης τότε ήταν τα 30 χρόνια. Εγώ καταδικάστηκα ισόβια. Δεν έφταιγα μόνο εγώ».
Αν ζούσε 14 χρόνια ακόμη, αν έβλεπε το παιχνίδι της περασμένης Τρίτης ανάμεσα στη Γερμανία και στη Βραζιλία, ίσως να ανέπνεε διαφορετικά. Θα ήξερε πως η ποινή του τελείωσε. Το σισύφειο δράμα του μεταφέρθηκε στους διαδόχους του και η ποινή τους είναι αμετάκλητη και άμεσα εκτελεστέα. Αν ζούσε και ο βραζιλιάνος λογοτέχνης Νέλσον Ροντρίγκεζ, ο εμπνευστής της βραζιλιάνικης πυρηνικής καταστροφής, θα έπρεπε να αναθεωρήσει τη βαρυσήμαντη δήλωσή του: Η Χιροσίμα ξεχάστηκε, ήρθε η ώρα για νέες καταστροφές.
Το τέλος των στερεοτύπων
Στο ποδόσφαιρο, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχει χρόνος για πολλούς λυρισμούς. Οι νικητές δεν ασχολούνται με το παρελθόν, παρά μόνο όταν υπάρχει χρόνος για αναπόληση. Το βράδυ της 8ης Ιουλίου 2014 ήταν από τις στιγμές που η συλλογική μνήμη θα επιστρέφει για χρόνια, για να θυμάται πού ακριβώς βρισκόταν την ώρα που η Γερμανία ταπείνωνε τη Βραζιλία μέσα στο σπίτι της. Οπου και να είδαν τον αγώνα, όπου και αν έμαθαν το εξωφρενικό 7-1, είτε στη Νέα Υόρκη, είτε στην Γκάνα, είτε στη μέση του ωκεανού, είτε στη στρατόσφαιρα, είτε μαζί με κόσμο, είτε ανανεώνοντας μια σελίδα υπολογιστή στη δουλειά, ο τρόπος με τον οποίο θρυμματίστηκαν τα στερεότυπα του «ποδοσφαιρικού μεγαλείου της Βραζιλίας» από τη «βαρετή και ανέμπνευστη Γερμανία» ήταν τόσο εκκωφαντικός που η στιγμή θα μνημονεύεται για πάντα.
Το θαύμα της Βέρνης
Αφού όμως ασχοληθήκαμε με το παρελθόν της μιας πλευράς, της ηττημένης και μελαγχολικής Βραζιλίας, αν επιστρέψουμε και πάλι δεκαετίες πίσω, θα βρούμε την εξήγηση του γερμανικού θριάμβου.
Το 1954, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα είχε γίνει στην Ελβετία. Η Γερμανία, πληγωμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιχειρούσε να μαζέψει τα κομμάτια της θρυμματισμένης της αυτοπεποίθησης. Μέχρι το 1950 απαγορευόταν να λάβει μέρος σε αθλητικές διοργανώσεις ως ποινή απομονωτισμού για τις φρίκες του πολέμου. Το συλλογικό γερμανικό ηθικό ήταν στο ναδίρ, η οικονομία επίσης, η ιδέα της ταπείνωσης και της ενοχής ήταν μια εθνική εμμονή.
Η ομάδα της Γερμανίας κατάφερε να φτάσει στον τελικό της Βέρνης. Μπροστά σε 60.000 ανθρώπους, έπρεπε να αντιμετωπίσει την κραταιά Ουγγαρία του Φέρεντς Πούσκας, το μεγάλο φαβορί της διοργάνωσης, την ομάδα με τις 32 συνεχείς νίκες, την ομάδα η οποία στον πρώτο γύρο της διοργάνωσης είχε νικήσει με 8-3 τους φτωχούς Γερμανούς.
Εκείνη την ημέρα έβρεχε, ένα σημάδι που οι Γερμανοί πήραν θετικά, αφού το μεγάλο τους αστέρι, ο Φριτς Βάλτερ, έπαιζε καλύτερα υπό βροχή. Μόνο που η γερμανική λογική δεν μένει στις προλήψεις. Ενα μέλος της αποστολής με το όνομα Αντι Ντάσλερ, ο ιδρυτής της Adidas, κατασκεύασε λίγο πριν από το παιχνίδι, για πρώτη φορά, ειδικά παπούτσια με καρφιά που βοηθούσαν τη σταθερότητα των παικτών της Γερμανίας στο βρεγμένο τερέν. Το παιχνίδι ξεκίνησε, οι Ούγγροι, αλαζόνες και επιρρεπείς στο γλιστερό γήπεδο, έχασαν προτού το καταλάβουν.
Το «Θαύμα της Βέρνης», όπως ονομάστηκε αυτή η νίκη, ήταν αυτό που δημιούργησε την ελπίδα της συλλογικής ανοικοδόμησης της χώρας. Εκείνη η νίκη, από μια γερμανική εργατική ομάδα, χωρίς σταρ, χωρίς σέξι προσέγγιση του ποδοσφαίρου, αλλά με το μαχητικό πνεύμα που υπάρχει και ως λέξη στο γερμανικό λεξιλόγιο (Kampfgeist), θα μπορούσε να αποτελέσει έναν στέρεο συμβολισμό για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας και τη μετατροπή της στον σιωπηλό οικονομικό γίγαντα των τελευταίων δεκαετιών.
Η τελειοποίηση του ανταγωνισμού
Αν συγκρίνουμε τις δύο ιστορίες, τον λυρισμό, την επίκληση στο συναίσθημα, την προσωπολατρία και τις προλήψεις των Βραζιλιάνων με την τεχνοκρατική αντίληψη, την τελειοποίηση του ανταγωνισμού, της προετοιμασίας και της μεθόδου των Γερμανών, μπορούμε να οδηγηθούμε χωρίς λογικά άλματα στο παιχνίδι της περασμένης Τρίτης.
Οι Βραζιλιάνοι παρουσιάστηκαν στο γήπεδο συγκινημένοι από τον τραυματισμό του 22χρονου μεγάλου σταρ της ομάδας τους, Νεϊμάρ. Στην ανάκρουση των εθνικών ύμνων, το μοναδικό σημείο του αγώνα στο οποίο οι Βραζιλιάνοι αρίστευσαν, κρατούσαν μια φανέλα του τραυματισμένου ποδοσφαιριστή, σαν να ήθελαν να υπογραμμίσουν την απώλειά τους. Ηταν μια κίνηση που είχε σκοπό να δείξει πάθος, στην πραγματικότητα όμως έδειχνε αδυναμία, μια ένδειξη πως η ομάδα τους, η φανέλα που έχει πανηγυρίσει 5 Παγκόσμια Κύπελλα, δεν έχει τόση συλλογική αξία όσο ένας, καλός μεν, 22χρονος δε, ποδοσφαιριστής. Οι Γερμανοί, από την άλλη, μπήκαν στο γήπεδο με τον τεχνοκρατικό αέρα που τους έδινε η άριστη προετοιμασία. Οχι μόνο ποδοσφαιρικά, αλλά και κατασκοπευτικά, σε επίπεδο τεχνητής νοημοσύνης.
Εδώ και δύο χρόνια, η γερμανική ομοσπονδία έχει αναθέσει στο Αθλητικό Πανεπιστήμιο της Κολωνίας (Deutsche Sporthochschule Köln) την πλήρη χαρτογράφηση όλων των αντιπάλων της. Οι φοιτητές του πανεπιστημίου, αφού υποσχέθηκαν πλήρη εχεμύθεια, μελέτησαν με προσοχή στα όρια της εμμονής κάθε αντίπαλο, βάζοντας σε ένα λογισμικό τα αθλητικά στοιχεία του, την προσωπική του ζωή, τις συνεντεύξεις και τα άρθρα που έχουν γραφτεί για αυτόν, τους τραυματισμούς και όλα τα στατιστικά στοιχεία που τον συνοδεύουν. «Φτάσαμε στο σημείο να έχουμε μια τεράστια βάση δεδομένων με όλους τους αντιπάλους μας, βάσει των οποίων μπορούμε να αντλήσουμε ποιοτικές πληροφορίες για όλους» δήλωσε ο βοηθός προπονητή της Γερμανίας, Χάνσι Φλικ. Οι Γερμανοί ήξεραν τις αδυναμίες τους. Ηξεραν πως μακριά από την Ευρώπη, στην οποία έχουν κατακτήσει τρία Παγκόσμια Κύπελλα (Ελβετία 1954, Δυτική Γερμανία 1974 και Ιταλία 1990) είχαν πρόβλημα. Και αποφάσισαν, αφού το εντόπισαν, να το λύσουν τεχνοκρατικά.
Δημιουργώντας τη νέα Γερμανία
Δεν είναι η πρώτη φορά που κατέφυγαν στο σχέδιο. Μετά το Μουντιάλ του 1998 και τον αποκλεισμό στα προημιτελικά από την Κροατία, οι Γερμανοί εκπόνησαν ένα φιλόδοξο αλλά αποτελεσματικό πρόγραμμα ανεύρεσης, καλλιέργειας και αξιοποίησης του ταλέντου που βρίσκεται σκορπισμένο στους 80.000.000 κατοίκους της. Εχτισαν 121 αθλητικές εγκαταστάσεις για παιδιά ηλικίας από 10 έως 17 ετών, προσέλαβαν προπονητές, ξόδεψαν 11 εκατομμύρια ευρώ μόνο για τα πρώτα πέντε χρόνια, υποχρέωσαν όλες τις ομάδες του γερμανικού πρωταθλήματος να δημιουργήσουν ακαδημίες υψηλού επιπέδου, προσέλαβαν ψυχολόγους, διατροφολόγους και γυμναστές, και ουσιαστικά κατηύθυναν όλες τις ομάδες της Μπουντεσλίγκα να παίζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο που να συμπλέει με τα πλάνα της Εθνικής.
Τα παιδιά της παγκοσμιοποίησης
Μαζί με τη μέθοδο, εκμεταλλεύτηκαν και την παγκοσμιοποίηση. Από το 2006 και μετά, ενσωμάτωσαν ποδοσφαιριστές διαφορετικών εθνικοτήτων, παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία. Ενας από τους σταρ της ομάδας, ο Μεσούτ Οζίλ, γεννημένος στη Γερμανία από τούρκους γονείς, έχει δηλώσει: «Είμαι μετανάστης τρίτης γενιάς στη Γερμανία. Η Τουρκία θα είναι για μένα μια μεγάλη αγάπη, αλλά δεν το σκέφτηκα ποτέ: Ηθελα να παίξω με τη φανέλα της Γερμανίας».
Δεν ήταν αυτό το μοναδικό «σημείο των καιρών» της παγκοσμιοποίησης. Στο εφετινό Μουντιάλ, 83 ποδοσφαιριστές (ένα ποσοστό που αγγίζει το 11%) αγωνίστηκαν με τις φανέλες εθνικών ομάδων στις οποίες δεν γεννήθηκαν.
Πριν από χρόνια, ο διάσημος ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ είχε πει: «Αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο μοναδικό, τόσο επιδραστικό, τόσο εύκολο στο να εξεγείρει συναισθήματα εθνικής ταυτότητας, είναι η ευκολία με την οποία κάθε άτομο μπορεί να ταυτιστεί με το έθνος όταν αυτό συμβολίζεται από νέους ανθρώπους την ώρα που αυτοί αριστεύουν σε αυτό το οποίο στην πραγματικότητα θέλει ή ήθελε σε κάποια στιγμή στη ζωή του να αριστεύσει κάθε άνδρας. Η φαντασιακή κοινότητα των εκατομμυρίων που σχηματίζουν ένα έθνος φαίνεται πιο πραγματική από ποτέ όταν απαρτίζεται από 11 ποδοσφαιριστές». Και αυτό η Γερμανία το προσάρμοσε στη νέα πολυπολιτισμική της ταυτότητα, το χώνεψε, το ενσωμάτωσε, το γυάλισε με μέθοδο και τακτική και το παρουσίασε στον κόσμο. Προκαλώντας τρόμο.
Τα χρέη της Βραζιλίας
O ημιτελικός της Τρίτης πέρασε. Οι Βραζιλιάνοι, το κράτος που ξόδεψε 11 δισεκατομμύρια δολάρια για τη διοργάνωση του Μουντιάλ και χωρίς να πάρει ανάσα θα ετοιμαστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο το 2016, έμειναν με ένα ακόμη συλλογικό τραύμα. Εκτός από αυτό, έχουν να αντιμετωπίσουν την κατακραυγή της άνισης κατανομής του πλούτου σε μια κοινωνία χωρισμένη ανάμεσα στους προνομιούχους λευκούς (που βρίσκονταν σε συντριπτική πλειονότητα στις εξέδρες) και τους αποκλεισμένους μαύρους. Το ποδόσφαιρο, όπως συμβαίνει πάντα, επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί από την κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ για τη δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας, μιας νέας εθνικής περηφάνιας. Το πάθος των ποδοσφαιριστών στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της χώρας αυτό έδειχνε, προτού η Μεγάλη Ιδέα προσκρούσει πάνω στη γερμανική μεθοδικότητα.
Η πρόεδρος Ρούσεφ, η οποία δεν θα δώσει η ίδια το τρόπαιο στον σημερινό νικητή (για να γλιτώσει την κατακραυγή και τις πολιτικές αποδοκιμασίες), δίνοντας το προνόμιο σε ένα άλλο βραζιλιάνικο εξαγώγιμο προϊόν, το μοντέλο Ζιζέλ, θα μείνει να αντιμετωπίσει τις κρίσεις για τις υπερτιμολογήσεις των έργων, για το κρύψιμο της φτώχειας κάτω από το χαλί, για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων ενός έθνους που σε μεγάλο ποσοστό του ζει στα όρια της φτώχειας. Ενός έθνους που επαναστατεί για την αύξηση των τιμών των εισιτηρίων των μέσων μαζικής μεταφοράς, πόσο μάλλον για τα δισεκατομμύρια του Μουντιάλ. Η ποδοσφαιρική ιστορία, όμως, θα συνεχιστεί· πάντα έτσι γινόταν.
Ο Μέσι στη σκιά του Ντιέγκο
Σήμερα, η Γερμανία θα αντιμετωπίσει την Αργεντινή. Λίγο μετά τη συντριβή της Βραζιλίας, την περασμένη Τρίτη, κυκλοφόρησε στο αχανές Ιnternet μια φωτογραφία του Ντιέγκο Μαραντόνα να δείχνει με τα δάχτυλα των δυο του χεριών τον αριθμό 7, έχοντας το μονίμως εριστικό χαμόγελο στο αξύριστο πρόσωπό του.
Η φωτογραφία κυκλοφόρησε ως άλλη μια αλήτικη προσέγγιση της ζωής, ως ένα σκληρό πείραγμα του Μαραντόνα προς τους εχθρούς του, τους Βραζιλιάνους. Στην πραγματικότητα, η φωτογραφία ήταν παλιά, από μια άλλη εποχή, αλλά η ταχύτατη διακίνησή της και η ανάγκη επιβεβαίωσης της «επαναστατικότητας» του Ντιέγκο Μαραντόνα δείχνει με κάθε τρόπο την επιδραστικότητα του brand Αργεντινή. Και αυτό δείχνει την ευχή και την κατάρα της εθνικής ομάδας της Αργεντινής.
Η σκιά του Μαραντόνα, ενός ποδοσφαιριστή μεγαλύτερου από το ποδόσφαιρο, ενός χαμινιού που ενσωματώθηκε στο σύστημα και το πολέμησε εκ των έσω, μέχρι η αντισυμβατικότητα να του γίνει θεωρητικός (και όχι τόσο πρακτικός) τρόπος ζωής, ενός ασυμβίβαστου που έδωσε μόνος του το τρόπαιο στην Αργεντινή το 1986 στο Μεξικό, είναι το βάρος που απειλεί να λυγίσει (και) την εφετινή ομάδα. Στο προηγούμενο Μουντιάλ, ο Μαραντόνα απέτυχε ως προπονητής. Εφέτος, παρακολουθεί διακριτικά την ομάδα, απολαμβάνοντας τις συγκρίσεις και παρατηρώντας τον διάδοχό του. Ο Λιονέλ Μέσι, ο τρόπος με τον οποίο αγωνίζεται, ο τρόπος με τον οποίο φυλάγεται από τους αντιπάλους, είναι η ευχή και η κατάρα μιας χώρας που είχε να φτάσει σε τελικό από το 1990. Η Αργεντινή δεν έχει πείσει μέχρι στιγμής στο Μουντιάλ. Είναι μια ομάδα που φαίνεται πως έχει χτιστεί για να υπηρετεί και να υπηρετείται από τον Μέσι. Ο τελικός, όμως, είναι φτιαγμένος για τέτοιους ποδοσφαιριστές. Ή μήπως όχι;
Το καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών;
Οι υπερβολές ταιριάζουν στο ποδόσφαιρο. Οι υπερβολές ταιριάζουν στη Βραζιλία. Οι υπερβολές ταιριάζουν στην εποχή των social media όπου όλα πρέπει να είναι τεράστια, αξιοσημείωτα, αστεία, κωδικοποιημένα. Η φράση «το καλύτερο Μουντιάλ όλων των εποχών» είναι αρκετά ελκυστική, χωράει και στο Τwitter, και ακριβώς για αυτό είναι αυτή που ακούγεται όλο και πιο πολύ τον τελευταίο μήνα. Είναι, όμως, αλήθεια;
Είναι ακόμη νωρίς για συμπεράσματα. Χωρίς την ολοκλήρωση του Μουντιάλ, χωρίς μια ασφαλή απόσταση, χωρίς την ταξινόμηση των στιγμών, δεν μπορεί κανείς να μιλήσει με τόση σιγουριά.
Αλλά ακόμη και αν το Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό, με την εμβληματική παρουσία του Μαραντόνα, του χεριού του Θεού και του πολέμου των Φόκλαντς, έχει σημαδέψει τη συλλογική μνήμη ως «το καλύτερο», το Μουντιάλ του 2014 είναι σίγουρα απολαυστικό.
Είναι απολαυστικό γιατί μέχρι την επέλαση της Γερμανίας στον ημιτελικό δεν υπήρχε μια μεγάλη ομάδα. Υπήρχαν πολλές στιγμές, πολλά πρόσωπα, πολλοί τερματοφύλακες, πολλά γκολ, όλα σε υπερβολικό, χορταστικό βαθμό. Δεν υπήρχε, όμως, μια ομάδα που να κυριαρχεί.
Είναι ένα Μουντιάλ που ξεκίνησε με έντονο πολιτικό πρόσημο, με τη βραζιλιάνικη ανισότητα και την εικόνα των κατάφωτων υπερκοστολογημένων γηπέδων να κάνει αντίθεση με τις φαβέλες, να εικονογραφεί μια παγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα. Είναι ένα Μουντιάλ που ξεκίνησε με ψήγματα συλλογικής ενοχής για την αποπροσανατολιστική δύναμη της μπάλας που όμως στην πορεία –όταν η μπάλα απέδειξε γιατί μπορεί να αποπροσανατολίζει –νίκησε και τις ενοχές.
Η ελληνική στιγμή ταύτισης
Ηταν ένα Μουντιάλ που είχε ελληνική παρουσία, την πιο δυνατή στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, με την πρόκριση στους 16 και τον αποκλεισμό στα πέναλτι από την Κόστα Ρίκα. Ενα Μουντιάλ που δημιούργησε τους δικούς μας ήρωες, τους δικούς μας αντιήρωες, τη δική μας συλλογική στιγμή θλίψης και (το σημαντικότερο), έστω και για λίγα λεπτά, μια συλλογική ταύτιση την ώρα των πέναλτι, κάτι το οποίο στην ελληνική κοινωνία είχε να εμφανιστεί από το ανέμελο 2004.
Οι Αμερικανοί γνωρίζουν το ποδόσφαιρο
Ηταν ένα Μουντιάλ που έκανε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, να βλέπει αφοσιωμένος τον αποκλεισμό της ομάδας της χώρας του από το Βέλγιο, καθώς οι συμπατριώτες του ανακάλυπταν έκπληκτοι πως τελικά το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα άθλημα γυναικών. Είχε τη δημιουργία ενός νέου αμερικανού υπερήρωα, του τερματοφύλακα Τιμ Χάουαρντ, καθώς ο τρόπος κατανόησης των αθλημάτων για τους Αμερικανούς περνάει πάντα από ένα πρόσωπο, από έναν χολιγουντιανό σταρ. Ηταν ένα Μουντιάλ που γέννησε έναν νέο παγκόσμιο σουπερστάρ, τον Κολομβιανό Χάμες Ροντρίγκεζ, που αποκλείστηκε από τη Βραζιλία, σκοράροντας με μια τεράστια ακρίδα (!) να έχει κάτσει κινηματογραφικά στο μανίκι.
Η ομοιομορφία του πλήθους
Ηταν ένα Μουντιάλ όπου η παγκοσμιοποίηση φάνηκε περισσότερο από κάθε άλλο. Οι εξέδρες, γεμάτες με λευκούς προνομιούχους θεατές, ήταν η αποθέωση της ομοιομορφίας. Στα συνθήματα, στα ντυσίματα, στις selfies, στα δάκρυα που ένας σκηνοθέτης μπορούσε να μετατρέψει σε χαμόγελο ναρκισσισμού αν επέλεγε τον δακρυσμένο θεατή να φαίνεται στα video wall του γηπέδου. Ηταν ένα Μουντιάλ στο οποίο ο κάτοχος του προηγούμενου, η Ισπανία, αποκλείστηκε νωρίς, άφησε όμως τον τρόπο παιχνιδιού της ως παρακαταθήκη για όσους συνέχισαν.
Ενα Μουντιάλ με παρατάσεις, ανατροπές, πέναλτι, με την ιδανική προώθηση των social media που μετατρέπει τον θεατή σε εν δυνάμει πρωταγωνιστή να είναι ένα υλικό μελέτης για την ιδανική προώθηση προϊόντος. Ηταν ένα Μουντιάλ στο οποίο είδαμε τον Σουάρες να δαγκώνει τον αντίπαλό του. Εναν τερματοφύλακα, τον Ολλανδό Κρουλ, να παίζει για λίγα λεπτά και να γίνεται ήρωας. Τον τερματοφύλακα της Κόστα Ρίκα, Κέιλορ Νάβας, να γοητεύει με την αυτοσυγκέντρωσή του, τον μεξικανό τερματοφύλακα, Γκιγιέρμο Οτσόα, να γίνεται παγκόσμιος σταρ σε λίγα λεπτά και όλα αυτά σε ένα Μουντιάλ με δεκάδες υπέροχα γκολ.
Ηταν ένα Μουντιάλ στο οποίο οι αλαζόνες, απομονωτικοί, κάτοχοι του καλύτερου πρωταθλήματος στον κόσμο Αγγλοι αποχώρησαν όπως προβλεπόταν: χωρίς να ασχοληθεί κανείς ιδιαίτερα μαζί τους.
Ηταν ένα Μουντιάλ στο οποίο η άχρωμη, βολικά ουδέτερη και επικίνδυνα λαίμαργη FIFA είδε το προϊόν της να εκτοξεύεται, αλλά τη δική της αξία ως brand να αχρηστεύεται.
Το Μουντιάλ στο οποίο η τεχνολογία με τη μορφή της βοήθειας του διαιτητή, το λεγόμενο goal-line technology, εισήχθη. Η εισβολή της τεχνολογίας στη διαιτησία είναι ένα επικίνδυνο πείραμα, καθώς η πλήρης επιβολή της θα αφαιρέσει τη γοητεία (ή την οργή) του ανθρώπινου λάθους.
Το αν το Μουντιάλ είναι το καλύτερο των τελευταίων χρόνων ή όχι θα το αποφασίσουν μελλοντικοί παράγοντες: η ιστορία, η δύναμη της νοσταλγίας, τα επερχόμενα ίσως μέτρια Μουντιάλ, δεδομένου πως το 2022 θα διεξαχθεί στο Κατάρ, σε συνθήκες ερήμου, κλιματισμού και πετροδόλαρων.
Ηταν, όμως, ένας μήνας στον οποίο το ποδόσφαιρο επέστρεψε για να κερδίσει τη χαμένη του εκτίμηση. Ενας απολαυστικός μήνας με εθνικές αναίμακτες μάχες, βεβαιότητες που κατέρρευσαν, συντριβές που πόνεσαν και το κυριότερο: ανθρώπους που, έστω για λίγα λεπτά, ταυτίστηκαν στον ίδιο ακριβώς ρυθμό, εγκλωβίστηκαν στο ίδιο ακριβώς συναίσθημα, χάρηκαν ή πόνεσαν για την πορεία μιας μπάλας βάρους 437 γραμμαρίων και διαμέτρου 69 εκατοστών. Μόνο και μόνο για αυτό, ήταν ένας όμορφος μήνας.
Ο Νεϊμάρ, ο Παζολίνι και το φάντασμα του Πελέ
Το μακρινό 1962, η Βραζιλία έπαιζε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής. Ο καλύτερος παίκτης της, ο 20χρονος τότε Πελέ, τραυματίστηκε στον αγώνα απέναντι στην Τσεχοσλοβακία. Οι Βραζιλιάνοι δεν πτοήθηκαν. Με τη βοήθεια ενός 22χρονου με το εξωτικό όνομα Αμαρντίλο και του μυθικού Γκαρίντσα που αγωνιζόταν εκμεταλλευόμενος τη διαφορά ύψους στα δύο του πόδια λόγω πολιομυελίτιδας, κέρδισαν τους επόμενους αγώνες, προκρίθηκαν στον τελικό και πήραν το τρόπαιο. Και κάπου εδώ τελειώνει η διήγηση και αρχίζει η πραγματικότητα.
Οι Βραζιλιάνοι, επιρρεπείς στο συναίσθημα, στον λυρισμό και στις προλήψεις, έψαξαν και βρήκαν ομοιότητες με τον τραυματισμό του Νεϊμάρ στον αγώνα με την Κολομβία. Και ο Πελέ, όπως ο Νεϊμάρ, έφτιαξε το όνομά του στη Σάντος. Είχαν την ίδια ηλικία όταν τραυματίστηκαν, ενώ ήταν πρώτοι σκόρερ της ομάδας τους. Αρα; Σύμφωνα με το συλλογικό φαντασιακό των Βραζιλιάνων, η ιστορία θα επαναλαμβανόταν.
Γι’ αυτό όλο το γήπεδο είχε γεμίσει με μάσκες με το πρόσωπο του Νεϊμάρ. Γι’ αυτό την ώρα του εθνικού ύμνου που τραγουδήθηκε με τόσο πάθος, ο αρχηγός της ομάδας Νταβίντ Λουίζ κρατούσε σαν ιερό λείψανο τη φανέλα του 22χρονου τραυματισμένου συμπαίκτη του. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε το άβολο συναίσθημα του να βλέπεις μια φανέλα που έχουν φορέσει ο Πελέ, ο Γκαρίντσα, ο Ρονάλντο, ο Ριβάλντο, ο Ροναλντίνιο, ο Καφού, ο Ρομπέρτο Κάρλος, να μετατρέπεται σε σύμβολο ενός σημαντικού, αλλά όχι φτασμένου παίκτη. Και γι’ αυτό οι συμπαίκτες του δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος της απουσίας του τυχερού-άτυχου ποδοσφαιριστή. Ατυχος επειδή τραυματίστηκε, τυχερός επειδή κατάφερε να φτιάξει ακόμη περισσότερο το όνομά του, απουσιάζοντας από τη συντριβή.
Πίσω από την απουσία του, πίσω από την αδυναμία αυτής της βραζιλιάνικης ομάδας όχι να εντυπωσιάσει αλλά και να κερδίσει, κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια. Η Βραζιλία δεν έχει το ίδιο βάθος, το ίδιο ταλέντο με το παρελθόν. Και ανεξαρτήτως ποιότητας, έχει χάσει εδώ και δεκαετίες την εθνική της ποδοσφαιρική ταυτότητα, αυτή που μετέτρεψε το «βρετανικό και απολλώνιο» ποδόσφαιρο σε «διονυσιακό χορό». Αυτό που είχε αναγκάσει τον Πιερ Πάολο Παζολίνι να γράψει για την «ποίηση του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου», σε αντίθεση με την «υπεύθυνη και βαρετή πειθαρχία» των Ευρωπαίων. Η χώρα που χρησιμοποιεί τη λέξη «καρναβάλι» και σαν ρήμα έχει εδώ και χρόνια εκχωρήσει την ποδοσφαιρική της ταυτότητα σε ένα πιο πειθαρχημένο, πιο παγκοσμιοποιημένο, πιο συνεπές ποδόσφαιρο. Μια ρεαλιστική κίνηση επιβίωσης στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της μπάλας. Μια κίνηση, όμως, που κρύβει το ρίσκο τού να βρεθείς μια Τρίτη βράδυ απέναντι στους πραγματικούς γνώστες του ρεαλισμού και να δημιουργήσεις στη χώρα σου ένα νέο συλλογικό τραύμα δεκαετιών.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Ιουλίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ