Στην άσκηση του ένδικου βοηθήματος της αγωγής με την οποία αιτείται να αναγνωριστεί η απεργία – αποχή διαρκείας που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ από κάθε ενέργεια που συνδέεται με τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών, παράνομη και καταχρηστική, προχώρησε σήμερα, Τρίτη, το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται από τους υπουργούς Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης.
Δικάσιμος της αγωγής ορίστηκε η Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014.
Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημόσιο αιτείται να:
– Αναγνωρισθεί άτι η απεργία – αποχή διαρκείας που κήρυξε η εναγόμενη με την από 13.5.2014 εξώδικη γνωστοποίησή της και αφορά αποχή διαρκείας των μελών της από κάθε ενέργεια που συνδέεται με τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών είναι παράνομη και περαιτέρω καταχρηστική
– Διαταχθεί η διακοπή της εν λόγω απεργίας και η απαγόρευση συνέχισής της στο μέλλον
– Απαγορευθεί η επανάληψή της στο μέλλον με την ίδια μορφή για την ικανοποίηση των αυτών ή παρομοίων αιτημάτων
– Κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή
Σύμφωνα με το βασικό σκεπτικό της αγωγής η απεργία – αποχή είναι παράνομη, καθώς:
α. Κηρύχθηκε από αναρμόδιο όργανο, ήτοι την Εκτελεστική Επιτροπή και όχι τη Γενική Συνέλευση (Συνέδριο), όπως απαιτεί ο νόμος.
β. Δεν υπήρξε έγγραφη γνωστοποίηση των εργασιακών αιτημάτων.
γ. Δεν τηρήθηκε ο δημόσιος διάλογος.
Σε ό,τι αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίδικης απεργίας – αποχής αυτός συνίσταται στην άρνηση εφαρμογής από το σύνολο των απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων ενός ψηφισμένου νόμου του κράτους, που άπτεται της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με απώτερο σκοπό τον εξαναγκασμό της νομοθετικής εξουσίας να τον τροποποιήσει. Πρόκειται δηλαδή για μία πολιτική απεργία διαμαρτυρίας, η οποία όμως για να είναι νόμιμη θα πρέπει να είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας και όχι διαρκείας, όπως εκ προκειμένω
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την αγωγή, «οι αναφερόμενοι στην εξώδικη γνωστοποίηση της ΑΔΕΔΥ λόγοι της κινητοποίησης και κυρίως η επιχειρούμενη από την εναγόμενη σύνδεση της διαδικασίας της αξιολόγησης με ζητήματα απολύσεων δεν υφίστανται, δεδομένου ότι η διαδικασία της αξιολόγησης αποτελεί πάγιο θεσμό του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και δεν συνδέεται με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή με το θεσμό της διαθεσιμότητας ή με καταργήσεις ή συγχωνεύσεις φορέων και οργανισμών ή με τη μείωση μισθού, αλλά με την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του δημοσίου».
«Υπό τα δεδομένα αυτά», καταλήγει η αγωγή, «η κήρυξη της επίμαχης απεργίας και η συνέχισή της, εφόσον βασίζονται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά καθιστούν την απεργία αυτή παράνομη αλλά και καταχρηστική, εφόσον εν προκειμένω το Δημόσιο, ως εργοδότης δεν έχει δυνατότητα να ενεργήσει επί αιτίασης της εναγομένης που βασίζεται σε αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η δυσαναλογία μεταξύ των προβαλλομένων (αόριστων, γενικόλογων και αβάσιμων) λόγων απεργιακής κινητοποίησης και των συνεπειών από την πραγματοποίησή της είναι προφανής, δεδομένου ότι από τη μη διεκπεραίωση των διαδικασιών αξιολόγησης αδρανοποιείται ο ίδιος ο θεσμός της αξιολόγησης, με σοβαρές συνέπειες στις διαδικασίες στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης (επιλογή υπαλλήλων σε θέσεις ευθύνης, προαγωγές κ.λπ.) και κατ’ επέκταση στην εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών».
Σε κάθε περίπτωση, η αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων που επικαλείται η ΑΔΕΔΥ θα κριθεί στις 10 Οκτωβρίου 2014 από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία έχει προσφύγει.