Σε εξαιρετικά σύνθετο και σημαντικό πρόβλημα ανάλογο της διαχείρισης του δημόσιου χρέους εξελίσσεται το ζήτημα των επιχειρηματικών «κόκκινων» δανείων. Η επίλυσή του συνδέεται με την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, καθώς οι επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν από τη διαδικασία αυτή και οι νέες που θα δημιουργηθούν από συγχωνεύσεις και απορροφήσεις προβληματικών θα συνθέσουν το νέο επιχειρηματικό τοπίο που θα κληθεί να βγάλει τη χώρα από την ύφεση και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Στο ζήτημα αναφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ. Μιχ. Σάλλας, ο οποίος επισήμανε την ανάγκη «να αντιμετωπισθεί με τρόπο που να μην ανακόπτει την ανάκαμψη της οικονομίας». Οπως είπε «οι τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με τις αρμόδιες εσωτερικές υπερδιευθύνσεις που έχουν συστήσει», ενώ τόνισε ότι «η όλη προσπάθεια θα πρέπει να αποβλέπει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας και την ενίσχυση της υγιούς και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας».
Πράγματι, οι χειρισμοί που απαιτούνται από την πλευρά των τραπεζών είναι πολύπλοκοι και λεπτοί. Οπως εξηγούν τραπεζικές πηγές, τα εξειδικευμένα τμήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που ασχολούνται αποκλειστικά με την εξεύρεση βιώσιμης λύσης σε δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις «καλούνται αφενός να κάνουν μια αποτύπωση της δανειακής κατάστασης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και της λειτουργικής τους δομής και από την άλλη να αναλύσουν τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται. Πρέπει να αναλύσουν αν τα προβλήματα της κάθε επιχείρησης προέρχονται από τον υπερδανεισμό και τις υποχρεώσεις της ή από την πτώση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας».
Από τη στιγμή που η επιχείρηση κριθεί βιώσιμη θα πρέπει να εξετάσουν αν τυχόν ρύθμιση δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό στον κλάδο και θίγει τη λειτουργία ομοειδών επιχειρήσεων που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις. «Θα πρέπει να βρεθούν λύσεις που να μην πλήττουν τις υγιείς επιχειρήσεις των κλάδων» αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Αν πάλι η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη ή αν στον κλάδο υπάρχουν πολλές υπερδανεισμένες επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετασθούν τα ενδεχόμενα απορρόφησης δραστηριοτήτων από άλλες επιχειρήσεις ή δημιουργίας μεγαλύτερων σχημάτων που θα καταστήσουν ανταγωνιστικές μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Και όλα αυτά με στόχο να σωθούν θέσεις εργασίας και να μην πληγεί περαιτέρω η απασχόληση.
Η διαδικασία θεωρείται άκρως σημαντική καθώς μέσα από αυτή θα προκύψουν οι επιχειρήσεις που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κορυφαίος τραπεζίτης «η Ελλάδα δεν είναι 2-3 κλάδοι και 15 επώνυμοι επιχειρηματίες». Η διαδικασία αφορά δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και προσφέρουν χιλιάδες θέσεις εργασίας και οι οποίες θα πρέπει να εξετασθούν η κάθε μία ξεχωριστά.
«Δεν γίνεται να πάρεις μακροσκοπικές αποφάσεις γιατί θα γίνει το ίδιο με το υπουργείο Οικονομικών που έβαλε φόρους σε όλες τις επιχειρήσεις και σκότωσε την αγορά και την οικονομία» αναφέρει ο ίδιος.
Τα προβλήματαΔιαφωνίες, νομικά εμπόδια και καθυστερήσεις
«Δεν υπάρχει ημέρα που να μην υπάρχει ρύθμιση» λένε τραπεζικές πηγές και επισημαίνουν ότι «η δουλειά θα πρέπει να γίνει κατά περίπτωση, πολύ γρήγορα, αλλά ήρεμα». Τα πράγματα όμως δεν είναι εύκολα.
Κατ’ αρχάς υπάρχει δυσκολία συμφωνίας ανάμεσα σε τράπεζες που έχουν δανείσει την ίδια επιχείρηση. Η καθεμία προωθεί τη δική της λύση.
Επιπλέον, με τον ισχύοντα Πτωχευτικό Κώδικα οι επιχειρηματίες έχουν δεκάδες νομικά μέσα για να μπλοκάρουν τις εξελίξεις, ενώ οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων παρατείνουν την όποια λύση.
Ειδικότερα για τις εισηγμένες, οι καθυστερήσεις μεγαλώνουν, καθώς πολλές αποφάσεις πρέπει να περάσουν από γενικές συνελεύσεις και αυτό το εκμεταλλεύονται οι μεγαλομέτοχοι.
Ωστόσο η αλλαγή του Πτωχευτικού Κώδικα προς την κατεύθυνση που θα διευκολύνει την πτώχευση θεωρείται αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να λυθεί το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων. Θα πρέπει, όπως επισημαίνουν κύκλοι της αγοράς, «να πιεστούν οι τραπεζίτες να προχωρήσουν ταχύτερα, να εξαναγκαστούν να βρουν λύσεις σε ζητήματα που χρονίζουν».
Τον ρόλο αυτόν, όπως λένε, μπορούν να παίξουν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και η ΕΚΤ, η οποία από τον προσεχή Νοέμβριο αναλαμβάνει την εποπτεία των τραπεζών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ