Η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) –συμπληρώνει εφέτος 86 χρόνια λειτουργίας –ιδρύθηκε το 1928 μετά τις επίμονες συστάσεις της Κοινωνίας των Εθνών με την οποία το νεοσύστατο τότε ίδρυμα συνήψε δανειακή σύμβαση. Για την Ελλάδα ήταν αναγκαία η οικονομική στήριξη της διεθνούς κοινότητας, η χώρα βίωνε ακόμη τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και προσπαθούσε να ενσωματώσει τον προσφυγικό Ελληνισμό. Οι έντονες παραινέσεις προέρχονταν τότε από την αρμόδια Δημοσιονομική Επιτροπή. Σας θυμίζει κάτι; Πράγματι εκείνη η επιτροπή μοιάζει πολύ με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή με το αντίστοιχο όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να έλθουμε στα καθ’ ημάς. Η ΤτΕ, παρ’ όλα αυτά, δεν αποτέλεσε κάποια ιστορική εξαίρεση, αντιθέτως η ίδρυσή της ήταν μια επείγουσα εναρμόνιση με τα διεθνώς τότε κρατούντα: ήταν γέννημα των παγκόσμιων οικονομικών ανακατατάξεων του Μεσοπολέμου που συνέτειναν στη δημιουργία ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος που θα στηριζόταν στον κανόνα συναλλάγματος – χρυσού.
Η πορεία
Η ΤτΕ όχι μόνο επιβίωσε μετά το Μεγάλο Κραχ του 1929 αλλά το 1931 συμμετείχε, ως ισότιμο μέλος στην επίσης νεοσύστατη Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στη χρηματοδοτική στήριξη των κεντρικών τραπεζών της Αυστρίας και της Ουγγαρίας που είχαν προβλήματα. Εναν χρόνο μετά, βέβαια, το ελληνικό κράτος κήρυξε πτώχευση. Χάρη όμως στις ρυθμίσεις που εισήχθησαν από τον υπουργό Οικονομικών Κυριάκο Βαρβαρέσο (κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου) ανέκαμψαν πολύ γρήγορα, μέσα σε έναν χρόνο σχεδόν, οι δείκτες της εμπορικής και βιομηχανικής δραστηριότητας μιας, κατά τα λοιπά, φτωχής χώρας. Εκτοτε η πορεία του ιδρύματος συνδέθηκε άρρηκτα, τόσο θεσμικά όσο και πρακτικά, με την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Η εμπεριστατωμένη μελέτη «Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-2008» του Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, καθηγητή της Ιστορίας των Οικονομικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην οποία αξιοποιείται για πρώτη φορά ένα εκτεταμένο αρχειακό υλικό, επίσημες εκθέσεις, μαρτυρίες διατελεσάντων διοικητών και στελεχών, αναδεικνύει ακριβώς τούτη τη συμπόρευση και τον διπλό ρόλο που διαδραμάτισε η ΤτΕ επί σειρά δεκαετιών: προστάτρια της νομισματικής σταθερότητας και τροφοδότρια της πραγματικής οικονομίας. Στα πρώτα 80 χρόνια της ιστορίας της ΤτΕ ως θεσμού που υπηρετεί τη χώρα και την κοινωνία –τη χρονική περίοδο, δηλαδή, που καλύπτει και το βιβλίο –προέκυψαν μία πτώχευση (1932) και μακρές περίοδοι έντονου πληθωρισμού (1944-1953 και 1980-1994).
Δύο μοντέλα
Από το 1998 (με κυβερνητική απόφαση) η ΤτΕ ζει τις πλέον ανεξάρτητες ημέρες της και εξακολουθεί –μάταια, δυστυχώς, όπως απέδειξε η προϊούσα κρίση –να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο πολιτικό σύστημα. «Πρώτος και βασικότατος στόχος της ΤτΕ ήταν η εξασφάλιση της μετατρεψιμότητας του νομίσματος, να μπορεί κάποιος δηλαδή να κάνει τις δραχμές του ξένο συνάλλαγμα και να τις μεταφέρει, αν θέλει, στο εξωτερικό. Αυτό τέλειωσε με την κρίση του 1932, όχι μόνο στην Ελλάδα, τέλειωσε παντού. Προκειμένου να διατηρήσεις μια σταθερή ισοτιμία του νομίσματός σου με τα άλλα νομίσματα πρέπει να ελέγχεις τα επίπεδα του πληθωρισμού. Οι τιμές, με άλλα λόγια, δεν πρέπει να ξεφεύγουν. Επομένως η νομισματική σταθερότητα είναι παρελκόμενο της μετατρεψιμότητας. Επί διοικήσεως Ζολώτα η νομισματική σταθερότητα ήταν το όνειρο του ανδρός και αυτό λειτούργησε λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στο ίδρυμα» είπε στο «Βήμα» ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του πλήθος δημοσιεύσεων για ποικίλες όψεις της ελληνικής οικονομικής ιστορίας –η πρώτη ήταν «Η κρίση του 1929 και οι έλληνες οικονομολόγοι –Συμβολή στην ιστορία της οικονομικής σκέψης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος –Ιστορικό Αρχείο, 1989) και η πλέον πρόσφατη είναι «Επιτηρητές σε απόγνωση –Αμερικανοί σύμβουλοι στην Ελλάδα, 1947-53: Από τον Paul Α. Porter στον Eduard A. Tenenbaum» (Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2013).
Δύο αναπτυξιακά μοντέλα, κατά τον ίδιο, κυριάρχησαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Το ένα, το σε αδρές γραμμές προαναφερθέν, ήταν εκείνο των Ξενοφώντος Ζολώτα και Παναγή Παπαληγούρα (το πολιτικό δεξί χέρι του Κωνσταντίνου Καραμανλή) από το 1955 ως το 1981 και το άλλο ήταν αυτό που επέφερε η «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1981 ως σήμερα. «Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Σημίτη και Κώστα Καραμανλή αργότερα προσπάθησαν να το μεταρρυθμίσουν, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, αλλά επί της ουσίας δεν αμφισβήτησαν ποτέ το πνεύμα και την ουσία του» υπογράμμισε ο ίδιος.
Εφησυχασμός
«Το μοντέλο αυτό, με την ανάπτυξη να στηρίζεται βασικώς σε έναν δημόσιο τομέα που «κάνει παιχνίδι» και διαχέει ευκαιρίες στον ιδιωτικό, οδήγησε στη διόγκωση του δημοσίου χρέους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το δημόσιο χρέος ήταν 20% του ΑΕΠ και μέσα σε μία δεκαετία έφτασε το 100%, παρά τις όποιες απόπειρες σταθεροποίησης της οικονομίας. Τα ελλείμματα συνέχιζαν να αυξάνονται, παρά τις προειδοποιήσεις της ΤτΕ» συνέχισε ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, προσθέτοντας ότι «η Ελλάδα, δυστυχώς, έκαψε τις δυνάμεις της χωρίς να καταφέρει να αλλάξει το οικονομικό της υπόδειγμα» επειδή ο «φθηνός δανεισμός» που εξασφάλισε στη χώρα μετά το 2001 ο ασφαλής Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος «έκανε την πολιτική ελίτ να εφησυχάσει».
Πιο συγκεκριμένα, για να έλθουμε και στην πιο πρόσφατη ιστορία, η υιοθέτηση του ευρώ ήταν, όπως είπε, μια ευκαιρία που δεν αξιοποιήθηκε.

«Η ΕΟΚ δεν ασκούσε νομισματική πολιτική, ήταν αρχικά μια τελωνειακή ένωση. Το ευρώ υποτίθεται ότι θα ήταν το πρώτο βήμα μιας οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης η οποία τελικώς δεν συνέβη. Αφέθηκαν, δηλαδή, τα δημοσιονομικά συστήματα των κρατών-μελών να είναι διαφορετικά, αφέθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές να είναι διαφορετικοί και δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια δημοσιονομικού φεντεραλισμού. Οι ιθύνοντες πίστεψαν ότι μόνο με τα ταμεία της περιφερειακής ανάπτυξης και την εισροή χρημάτων για τη συνοχή οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα παρέμεναν προσδεμένες στον κεντρικό πυρήνα της Ενωσης. Τα ποσά, επί παραδείγματι, που εισέρευσαν πλουσιοπάροχα και στην Ελλάδα και την έκαναν να μην ανησυχεί για το ισοζύγιο πληρωμών της ως και το 2008 κατευθύνθηκαν κατά το πλείστον στα λεγόμενα μεγάλα έργα και όχι στον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Εμείς αφήναμε να μεταρρυθμίσουμε πολλά πράγματα στο μέλλον –εύλογο είναι κι αυτό -, αλλά όταν τα αφήνεις όλα στο μέλλον, καλλιεργείς ταυτοχρόνως την αίσθηση ότι το παρόν είναι μια χαρά έτσι, ότι δεν πρέπει να αλλάξει και τίποτα»
τόνισε ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος.
Η επόμενη ημέρα

Πολιτική συνεννόηση, αντί για οχλαγωγία
Η διεθνής κρίση μετέτρεψε τον ελληνικό δανεισμό από τις χρηματαγορές σε πραγματικό εφιάλτη.

Οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν επενδύσει σε «τοξικά» ομόλογα, είχαν όμως αγοράσει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που αποδείχθηκαν μια κακή επένδυση λόγω του κουρέματος. Ο αριθμός των τραπεζών, εν τω μεταξύ, μειώθηκε, έγιναν όμως πιο ισχυρές οι εναπομείνασες. Πλέον έχει συντελεστεί η ανακεφαλαιοποίησή τους αλλά η ρευστότητα παραμένει ζητούμενο για την πραγματική οικονομία.

«Είναι ακόμη επιφυλακτικές επειδή θέλουν να δουν τι θα γίνει με την οικονομία, κάνουν ίσως την τρίχα τριχιά, εγκρίνουν δανειοδοτήσεις με το σταγονόμετρο και απελπίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής κι αν δεν αλλάξει σε εύλογο διάστημα θα οξυνθεί το πρόβλημα»
ανέφερε.
Τι πρέπει να γίνει μετά το τέλος των μνημονίων; «Πιστεύω ότι η Ελλάδα πρέπει εσπευσμένα να αναζητήσει ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα ανάπτυξης και υπάρχουν ομάδες στη χώρα που εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα πρέπει να ισοσκελίζει τις δαπάνες της και δεν μπορεί να επιστρέψει σ’ ένα μοντέλο άκρατου δανεισμού –ακόμη κι αν μπορεί να προσφεύγει στις χρηματαγορές. Με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης η επόμενη στραβή μάς περιμένει στην πρώτη γωνία. Χρειαζόμαστε παραγωγική ανασυγκρότηση –μόνον έτσι θα καταστεί βιώσιμο και το χρέος. Γι’ αυτά, βέβαια, χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή πολιτική συνεννόηση, αντί της επικρατούσας οχλαγωγίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ