Το 2008 ήταν μια πολύ παραγωγική χρονιά για την επιχειρηματική πίστη στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα των χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα έσπαζαν για πρώτη φορά το «φράγμα» των 130 δισ. ευρώ, έπειτα από 6 έτη συνεχούς ανόδου. Σε αυτό το διάστημα η καθαρή ροή κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα προς την πραγματική οικονομία προσέγγισε τα 80 δισ. ευρώ μέσω των εταιρικών χρηματοδοτήσεων. Ηταν η εποχή που οι τράπεζες έφτασαν να διαθέτουν ανοιχτές γραμμές πίστωσης ως και 50 δισ. ευρώ από τις αγορές και καταθέσεις 240 δισ. ευρώ από τον ιδιωτικό τομέα. Και η ρευστότητα έφθανε και περίσσευε για να καταλήξει παντού, σε βιώσιμα και μη επιχειρηματικά σχήματα.
Το νέο σκηνικό
Το ξέσπασμα της κρίσης και ο πλήρης αποκλεισμός κράτους και τραπεζών από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα το 2010 άλλαξαν άρδην το σκηνικό. Από την υπερμόχλευση η ελληνική οικονομία εισήλθε απότομα σε φάση υποχρηματοδότησης, σε σημείο που ακόμη και υγιείς κλάδοι να μην μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους κεφάλαια. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα περίπου χρόνια για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά αγορών, υλοποιώντας επιτυχώς μόλις πριν από λίγους μήνες μέσω Δημοσίου και πιστωτικών ιδρυμάτων τις πρώτες δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων.

«Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμόρφωσε η κρίση»
υπογραμμίζει χαρακτηριστικά έμπειρος τραπεζίτης, σημειώνοντας ότι «το ποσοστό συμμετοχής του τραπεζικού τομέα στη χρηματοδότηση της οικονομίας πολύ δύσκολα θα επανέλθει στα υψηλά της περασμένης δεκαετίας». Στο πλαίσιο αυτό οι διοικήσεις των επιχειρήσεων όλων των μεγεθών καλούνται να αναζητήσουν και εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης των εργασιών τους, τόσο μέσω της αγοράς των ομολόγων όσο και διά της εισόδου νέων επενδυτών που θα πιστέψουν στις προοπτικές τους, στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
Εταιρικά ομόλογα
«Πρόκειται για μια δύσκολη μετάβαση από ένα τραπεζοκεντρικό μοντέλο σε ένα νέο τοπίο λιγότερης και ακριβότερης ρευστότητας» τονίζουν σχετικά τραπεζικές πηγές. Οπως εξηγούν, μέσα στην τελευταία διετία έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, σημειώνοντας ωστόσο ότι ουσιαστική πρόσβαση σε φρέσκα κεφάλαια έχουν προς το παρόν μόνο μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που επλήγησαν λιγότερο από την ύφεση.
Από τις αρχές του 2013 ως σήμερα έχουν εκδοθεί εταιρικά ομόλογα άνω των 3,50 δισ. ευρώ από κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Τιτάν, Ελληνικά Πετρέλαια, Coca-Cola, Intralot, ΦΑΓΕ). Παράλληλα, παρατηρείται μια κινητικότητα τόσο από έλληνες επενδυτές όσο και από ξένα funds για τοποθετήσεις σε επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους που εμφανίζουν προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Και σε αυτή την περίπτωση όμως τα deals που έχουν γίνει αφορούν κατά κύριο λόγο κερδοφόρες εταιρείες, όπου το ρίσκο για τους επενδυτές είναι χαμηλό.
Οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων έχουν δεχθεί κρούσεις για τη συγχρηματοδότηση εγχειρημάτων στην ελληνική αγορά. Ωστόσο, ως σήμερα ελάχιστες από αυτές τις συζητήσεις έχουν προχωρήσει. Τραπεζικοί κύκλοι τονίζουν πως η προσδοκία που έχει καλλιεργηθεί στην αγορά για είσοδο φρέσκων κεφαλαίων σε υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, με τις ευλογίες των τραπεζών, είναι υπεραισιόδοξη. Τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες. Οπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, οι αποδόσεις που αναζητούν τα ξένα funds για να τοποθετηθούν στην ελληνική οικονομία, δεδομένων των ρίσκων που καλούνται να αναλάβουν, κινούνται στα επίπεδα τουλάχιστον του 10% – 15%.

«Οι προσφορές που έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής για την απόκτηση δανείων δεν ήταν συμφέρουσες για τις τράπεζες»
σημειώνουν οι ίδιες πηγές. Αν γίνονταν δεκτές, τα πιστωτικά ιδρύματα θα έπρεπε να αναλάβουν το κόστος μεταξύ του τιμήματος που τους καταβάλλεται και της καθαρής αξίας του δανείου που πωλούν, αφαιρουμένων δηλαδή των προβλέψεων που έχουν ήδη διενεργήσει. «Οταν οι ίδιες οι τράπεζες έχουν την προσδοκία να βγάλουν κέρδη από το «γύρισμα» της οικονομίας δεν έχουν λόγο να πουλήσουν ένα στοιχείο του ενεργητικού τους σήμερα με χασούρα» τονίζει σχετικά έμπειρο τραπεζικό στέλεχος.
Τα νέα funds
Παρά τις δυσκολίες της ελληνικής πραγματικότητας αυτήν την περίοδο στήνονται από Ελληνες δύο funds που αναζητούν ευκαιρίες για τοποθετήσεις στην εγχώρια αγορά. Επικεφαλής του πρώτου σχήματος, η δημιουργία του οποίου είναι σε προχωρημένο στάδιο, είναι ο κ. Αγγελος Πλακόπητας της Global Finance. Το fund θα επενδύει αποκλειστικά σε ελληνικές επιχειρήσεις με προοπτικές οι οποίες όμως είναι υπερδανεισμένες και δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν τη δυναμική τους.
Στόχος είναι η συγκέντρωση 100 εκατ. ευρώ που θα τοποθετηθούν σε μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και κάθε επένδυση θα κυμαίνεται από 10 εκατ. ευρώ ως 40 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, υπάρχει θετική ανταπόκριση. Δεν πρόκειται για παραδοσιακούς επενδυτές της Global, όπως τράπεζες ή εφοπλιστές, αλλά για επενδυτές που σε αυτή τη φάση τούς αρέσει το ελληνικό ρίσκο. To fund θα είναι έτοιμο στο τέλος του 2014.
Το δικό του εγχείρημα ετοιμάζει και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο οποίος βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με υποψήφιους επενδυτές από την Ελλάδα και το εξωτερικό με στόχο τη συγκέντρωση ενός ποσού της τάξης των 150 εκατ. ευρώ. Οπως επισημαίνουν κύκλοι που βρίσκονται κοντά στην ομάδα σχεδιασμού του fund, η επιλογή των επιχειρήσεων θα γίνεται βάσει των ποιοτικών και δυναμικών χαρακτηριστικών τους, σημειώνοντας πως τέτοιες μονάδες υπάρχουν σε όλους τους κλάδους της εθνικής οικονομίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ