Το Βήμα – The Project Syndicate
Η Χίλαρι Κλίντον ενοχλεί τον κόσμο και πάλι. Πρόσφατα είπε σε συνέντευξη ότι η ίδια και ο σύζυγός της ήταν «απένταροι» όταν εγκατέλειψαν τον Λευκό Οίκο. Αυτό οδήγησε τα ΜΜΕ σε καθόλου χρήσιμους τίτλους όπως «Μπιλ Κλίντον: όχι, η Χίλαρι δεν ζει εκτός πραγματικότητας».
Η γκάφα άνοιξε την πόρτα στις επιθέσεις των Ρεπουμπλικάνων – πρόκειται για συνηθισμένη στρατηγική που υπονομεύει πλούσιους υποψηφίους (όπως είναι όλοι) από τότε που ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος έμεινε έκπληκτος από ένα σκάνερ τιμών παντοπωλείου. Θα σκεφτόταν κανείς ότι η Κλίντον, η πρώτη σύζυγος και μητέρα που έχει σοβαρές πιθανότητες να γίνει η επόμενη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα περνούσε εύκολα το τεστ της «κατανόησης».
Αλλά το περασμένο Σαββατοκύριακο, το έκανε ξανά, είπε στον Guardian ότι «σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους που είναι πραγματικά πλούσιοι», η ίδια και ο σύζυγός της «καταβάλουν συνηθισμένο φόρο εισοδήματος» και ότι ο πλούτος τους προήλθε από «σκληρή δουλειά». Οι υποστηρικτές της Κλίντον έχουν δίκαιο να ανησυχούν για τον εξόφθαλμο ελιτισμό της. Υποτίθεται ότι ο άσος στο μανίκι της για μία πιθανή υποψηφιότητα είναι το πλεονέκτημα που έχει μεταξύ των γυναικών ψηφοφόρων – ο καθοριστικός παράγοντας για τους Δημοκρατικούς στις εκλογές. Αν ο Αλ Γκορ είχε την ίδια αποδοχή από τις γυναίκες με τον σύζυγό της στις εκλογές του 1992 και 1996, δεν θα αποφάσιζε το Ανώτατο Δικαστήριο την έκβαση της εκλογικής μάχης το 2000.
Η Χίλαρι Κλίντον συγκέντρωσε εκατομμύρια με την προϋπόθεση να αποκαταστήσει αυτό το παραδοσιακό πλεονέκτημα των Δημοκρατικών. Αλλά οι περισσότερες γυναίκες ψηφοφόροι δεν είναι ούτε δικηγόροι ούτε υπουργοί Εξωτερικών. Το χάσμα των φύλων που έχει ευνοήσει το Δημοκρατικό κόμμα έχει δημιουργηθεί από γυναίκες της εργατικής τάξης ή εργαζόμενες σε παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα. Κάποιος στο επιτελείο της Κλίντον πρέπει να της πει να σταματήσει να τις προσβάλλει. Η ρητορική της Κλίντον, όπως έγραψα σε μία κριτική της αγιογραφικής βιογραφίας της «HRC», συχνά αποξενώνει πολλές γυναίκες, εξαιτίας λαθών στο πώς βλέπει και εκφράζει την ίδια και την αποστολή της.
Αρχικά, χρησιμοποιεί αναχρονιστική, μή ελκυστική και μη σχετική ρητορική. Η βιογραφία της περιλαμβάνει φωτογραφίες μόνο με γυναίκες του επιτελείου της – λες και μία φωτογραφία από άτομα ενός μόνο φύλου – ή φυλής – δεν θα προσέβαλε τους σκεπτόμενους ανθρώπους το 2014. Επίσης δείχνει να πιστεύει ότι οι γυναίκες ψηφοφόροι βλέπουν στην ίδια την ενσάρκωση των δικών τους αγώνων και θα την επευφημήσουν σιωπηλά όταν, με το να γίνει η πρόεδρος της Αμερικής, σπάσει τη «γυάλινη οροφή». Αλλά οι γυναίκες ψηφοφόροι της Αμερικής γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι δικοί τους αγώνες είναι οι εξής: να πληρώσουν τους λογαριασμούς, να μορφώσουν τα παιδιά τους, να αντιμετωπίσουν ένα εκφυλισμένο, ακριβό σύστημα υγείας κ.ο.κ.
Ενδιαφέρονται για έναν ψηφοφόρο, άνδρα ή γυναίκα, που μιλάει στη δική τους γλώσσα, για τα δικά τους προβλήματα – αποθαρρύνονται από μία γυναίκα που τις αντιμετωπίζει σαν πρόβατα που περιμένουν κάποια σαν την Ιωάννα της Λορένης, η οποία θα υπηρετήσει τις «κατώτερες» γυναίκες. Ο όρος «γυάλινη οροφή» είναι από μόνος του ελιτίστικος, αφού προέρχεται από τους αγώνες λίγων γυναικών καριέρας. Οι περισσότερες γυναίκες αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στα εργοστάσια και στις ουρές του ταμείου ανεργίας ή βγάζουν τον βασικό μισθό στα Wal-Mart. Όταν αυτές οι εργαζόμενες ακούνε μία πρώην δικηγόρο να μιλάει για τη «γυάλινη οροφή», δεν σκέφτονται με όρους φύλου αλλά με όρους κοινωνικής τάξης – μεταξύ των οποίων κοινωνικών τάξεων οι ανισότητες έχουν οξυνθεί από τότε που αυτός ο όρος ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1980.
Παρ’ όλα αυτά η Κλίντον εξακολουθεί να λέει στις εξοργισμένες γυναίκες ψηφοφόρους ότι ανήκει στο 1%. Τέλος, αποξενώνει τις πιθανές ψηφοφόρους της με το να είναι τέλεια. Οι σύμβουλοι της Κλίντον επιβεβαιώνουν ότι το να μην δείχνει ποτέ αδυναμία είναι βασικό στοιχείο της στρατηγικής της. Αυτή υπήρξε η προσέγγισή της στο σκάνδαλο της Μόνικα Λιουίνσκι – που ήρθε και πάλι στο προσκήνιο καθώς η Λιουίνσκι αποφάσισε να μιλήσει (δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις μηχανορραφίες πίσω από την επιλογή της δεδομένης χρονικής στιγμής). Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα με τη τελειομανία της Κλίντον είναι το τι σημαίνει αυτό για τον ρόλο της ως ηγέτιδας του ελεύθερου κόσμου. Σε μία εποχή που μεγαλώνει η εισοδηματική ψαλίδα όσο ποτέ στην Αμερική, δεν είναι σοβαρό πολιτικό μειονέκτημα για έναν υποψήφιο να μην γνωρίζει πώς να μιλήσει με ευαισθησία για τον πλούτο και τη φτώχεια; Η κακά σχεδιασμένη προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον το 2008 οδήγησε στην ήττα της από τον Μπαράκ Ομπάμα. Μπορεί να λάβει το χρίσμα το 2016. Αλλά όταν βρεθεί αντιμέτωπη με τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο στις εκλογές, μπορεί να έχει ακόμη μία δυσάρεστη έκπληξη.
* Η Naomi Wolf είναι συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια.