Αύξηση θέσεων για τράπεζες Εθνική, Alpha Bank και Πειραιώς με τιμές στόχους, τα 3,59 ευρώ, τα 1,01 ευρώ και τα 2,45 ευρώ αντίστοιχα συστήνει JP Morgan.
Η πρόσφατη αδυναμία μάλιστα που εμφάνισαν οι ελληνικές τράπεζες προσφέρει ένα σημείο εισόδου για τοποθετήσεις στον κλάδο. Αν και προβλέπει μερίσματα από το 2017, δεν αποκλείει εκπλήξεις. Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, ο ελληνικός ανακεφαλαιοποιημένος τραπεζικός τομέας εμφανίζει μικρότερο ρίσκο στα επερχόμενα stress tests.

Το τραπεζικό σύστημα μετά τις αυξήσεις κεφαλαίων έχει φτάσει σε επαρκή κεφαλαιακά επίπεδα, ενώ οι μακροοικονομικές υποθέσεις που χρησιμοποιούνται στο test της Blackrock είτε ευθυγραμμίζονται είτε είναι πιο συντηρητικές από τα επερχόμενα stress tests της ΕΚΤ, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο αρνητικών εκπλήξεων το δ’ τρίμηνο του 2014. Την ίδια ώρα οι τάσεις όσον αφορά την ποιότητα των ενεργητικών είναι θετικές.

Οι τάσεις αυτές, αναφέρει, όπως προκύπτει από τις συναντήσεις που είχαν τα στελέχη της με τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να συνεχιστούν, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να κορυφώνονται από τα τέλη του έτους ως και το α’ εξάμηνο του 2015, ενώ το νέο πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των «κόκκινων» δανείων θα βοηθήσει τον κλάδο.

Η αγορά υποτιμά την προοπτική που έχει για τις ελληνικές τράπεζες η ανατιμολόγηση των καταθέσεων, ως έμμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών της ΕΚΤ, υποστηρίζει η Morgan Stanley, συστήνοντας «αγορά» για τους τίτλους των Alpha Bank και Εθνικής, δίδοντας τιμή στόχο το 1 ευρώ και τα 3,7 ευρώ αντίστοιχα.
Παράλληλα δίνει τιμές στόχους για τις μετοχές των Eurobank και Πειραιώς τα 0,42 ευρώ και 1,95 ευρώ αντίστοιχα.
Η ενίσχυση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών και η συγκέντρωση του κλάδου περιορίζουν το διαρθρωτικό πτωτικό ρίσκο, εκτιμά η αμερικανική τράπεζα συστήνοντας μάλιστα αγορές τραπεζικών μετοχών, καθώς η ελληνική αγορά επανατοποθετήθηκε στους δείκτες αναδυόμενων αγορών έχοντας όμως ελάχιστη συσχέτιση (0,25-0,30) π.χ. με τον δείκτη αναδυομένων αγορών της Μέσης Ανατολής της Αφρικής και της Ευρώπης (MSCI EMEA) και αρνητική (-0,006 με -0,0017) με τον παγκόσμιο τραπεζικό δείκτη αναδυομένων αγορών (MSCI GEMs Banks ).
Η Goldman Sachs συστήνει αγορά ( «buy») για την μετοχή Εθνικής με τιμή στόχο τα 3,15 ευρώ, καθώς αναμένει ότι ο όμιλος θα ωφεληθεί σημαντικά από την αναδιάρθρωση που υλοποιεί, αλλά και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Προβλέπει επίσης, ότι η Εθνική θα ενισχύσει ταχύτερα την λογιστική της αξία σε σχέση με τους ανταγωνιστές της χάρη στις περαιτέρω κινήσεις κεφαλαιακής ενδυνάμωσης και στη βελτίωση των τάσεων στο σκέλος των εσόδων. Οι κίνδυνοι, αφορούν στην επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου του ομίλου και σε ένα μη επιθυμητό αποτέλεσμα των πανευρωπαϊκών stress tests αργότερα φέτος.
Η ελληνική οικονομία
Η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην ανάπτυξη το 2014, ενώ η βελτίωση των δημοσιονομικών και η αναδιαπραγμάτευση του χρέους περιορίζουν μεσοπρόθεσμα τους όποιους εναπομείναντες κινδύνους για χρεοκοπία.
Την ίδια ώρα οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά και στο συνταξιοδοτικό έχουν ενισχύσει όπως αναφέρει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά πως το κόστος ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη βρίσκεται 10% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2000.
Παράλληλα, το πρόσφατο «πακέτο» μέτρων της ΕΚΤ ευνοεί την Ελλάδα, καθώς περιορίζει το κόστος δανεισμού πιέζοντας τις αποδόσεις των ομολόγων.
Η επιστροφή της πολιτικής αβεβαιότητας παραμένει το βασικό ρίσκο για την χώρα, καθώς η προεδρική εκλογή δεν αποκλείει εάν δεν βρεθούν λύσεις το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών. Αν και σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, δύσκολα η αβεβαιότητα μπορεί να επιστρέψει στα επίπεδα του 2012, εντούτοις, η ανησυχία για τυχών πάγωμα της ακολουθούμενης πολιτικής θα μπορούσε να διακόψει την ροή κεφαλαίων από το εξωτερικό. Κάτι τέτοιο σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο να πληγούν οι καταθέσεις θα μπορούσε να πλήξει την ούτως ή άλλως ευάλωτη ανάκαμψη.
Σύμφωνα με την Goldman, οι Ευρωπαίοι θα παραμείνουν πιεστική τόσο απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση σε σχέση με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Μια αμοιβαία συγκατάβαση, με έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, με αντάλλαγμα την χαλάρωση της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, θα επιφέρει καλύτερες ισορροπίες μεταξύ των δανειστών και της ελληνικής πλευράς, αλλά και των πολιτικών κομμάτων, κάτι που θα μπορούσε να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα στην αναδιαπραγμάτευση του χρέους.