Αντώνης Λιάκος
Η επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας.
Η αριστερά, και πώς να την σκεφτούμε σε κρίσιμους καιρούς
Εκδόσεις Νεφέλη, 2014.
Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα

Δεν μπορεί να μιλάει σήμερα κανείς για σοσιαλισμό χωρίς να έχει επίγνωση πού είχαν οδηγηθεί οι κοινωνίες οι οποίες δοκίμασαν την εμπειρία του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Δεν μπορείς να μιλάς για τη ματαιωμένη ή την προδομένη επανάσταση της δεκαετίας 1940-50 χωρίς να σκέφτεσαι ότι θα είχε οδηγήσει σε καθεστώτα παρόμοιου τύπου και ότι τα φαινόμενα είχαν ήδη εκδηλωθεί στον ελάχιστο χρόνο που οι απελευθερωτικές δυνάμεις είχαν βρεθεί στην εξουσία. Ο Φίλιππος Ηλιού έλεγε το 1995:


«Τι θα γινόταν στην Ελλάδα εάν η Αριστερά έπαιρνε τα πράγματα; Βεβαίως δεν φτιάχνουμε ιστορία εκ των υστέρων. Ηδη όμως από την κατοχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται μορφές εξουσίας, μορφές καταπίεσης και μορφές συγκεντρωτικού αυταρχικού κράτους, που οξύνθηκαν τον Δεκέμβρη και έδειχναν ότι και η Ελλάδα προς τον δρόμο που πήραν οι άλλες «λαϊκές δημοκρατίες» έτεινε να πορευθεί»
.
Ταυτόχρονα όμως δεν μπορείς να διαγράφεις τις προσδοκίες που εννοημάτωσαν εκείνους τους αγώνες και έκαναν πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν ή να θυσιάζουν την ελευθερία τους για τις πεποιθήσεις τους.
Με τον ίδιο τρόπο που πρέπει κανείς να ενσωματώσει διά μέσου της κριτικής απόστασης την εμπειρία του ελληνικού αριστερού κινήματος, πρέπει επίσης να σκύψει πάνω στην εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας. Το κοινωνικό κράτος, το οποίο σήμερα υπερασπιζόμαστε, βγαίνει από μια σοσιαλδημοκρατική αντίληψη η οποία στη μεταπολεμική περίοδο είχε πολύ ευρύτερη επιρροή από τις ίδιες τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Ηταν μια αντίληψη που συνέδεε την κοινωνική ουτοπία με τη δημοκρατική ουτοπία. Είναι γεγονός η μείωση των ανισοτήτων και η βελτίωση της μοίρας μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Το κράτος πρόνοιας είχε και μια άλλη αφανή πλευρά. Γλίτωσε τους μη έχοντες από την ταπείνωση της φιλανθρωπίας και τους απέδωσε την αξιοπρέπεια του πολίτη.
Η σοσιαλδημοκρατία, όμως, ήταν έκφραση της κουλτούρας της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Εδινε έμφαση στην εκ των άνω φωτισμένη καθοδήγηση της κοινωνίας και ακολουθούσε μια ομόλογη πορεία με τη βιομηχανία μαζικής παραγωγής διαρκών καταναλωτικών αγαθών, με τα βιομηχανικά συνδικάτα και τα κοινωνικά συμβόλαια των παραγωγικών τάξεων. Ολα αυτά συνέθεταν έναν τρόπο ζωής. Η εργατική τάξη «μεσαιο-ποιήθηκε», δηλαδή μοιράστηκε και τους καταναλωτικούς τρόπους και την κουλτούρα των μεσαίων τάξεων. Αυτή ήταν η περίφημη «ενσωμάτωση» ή «αλλοτρίωση» που κατήγγελλαν οι ριζοσπάστες φοιτητές και διανοούμενοι της δεκαετίας του ’60. Η «ενσωμάτωση» ήταν ένας τρόπος διακυβέρνησης. Αλλά μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70, αυτή η εποχή άρχισε να δύει. Ανοιξε μια εποχή αβεβαιότητας και κρίσης που κατέληξε στη νίκη των ιδεών της Θάτσερ, του Ρίγκαν και στην καθιέρωση της συμφωνίας της Ουάσιγκτον το 1982 (Washington Consensus), ως κατώφλι μιας νέας κοινωνικο-οικονομικής σύμβασης. Αυτή η νέα σύμβαση σήμαινε μια ριζική ανατροπή των σοσιαλδημοκρατικών παραδοχών της προηγούμενης περιόδου, ένα νέο μοντέλο σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, την αγορά και την κοινωνία.

Η συμφωνία της Ουάσιγκτον και η New Public Management δημιούργησαν τους ορίζοντες, τα κριτήρια, τις αξίες της νέας εποχής. Αυτή ήταν η εποχή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορεί κανείς να μην υπολογίσει και τη διάθεση αλλά και την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να δημιουργήσει μια εναλλακτική πορεία, αλλά και πώς η ίδια, μπροστά στην απειλή της εξαφάνισής της, κατέληξε στην τελική ολική της προσαρμογή, χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους. Η αυτοκριτική αυτή αφορά και τον ελληνικό εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του ’90. Το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του ’80 αναζήτησε έναν δρόμο ριζοσπαστικότερο από τον σοσιαλδημοκρατικό, σε μια εποχή ανόδου των συντηρητικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο. Οι απόπειρες προσαρμογής της σοσιαλδημοκρατίας στις συνθήκες παγκοσμιοποιημένης αγοράς έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί έδειξαν τα όρια και τις ασυμβατότητες ανάμεσα σε δύο διαφορετικά οικονομικοκοινωνικά υποδείγματα. Εκείνου της διαμεσολάβησης της πολιτικής, πάνω στο οποίο βασίστηκε η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, και του νέου, στο οποίο το υπόδειγμα οργάνωσης της κοινωνίας είναι η ίδια η αγορά. Οι αναζητήσεις της προσαρμογής της σοσιαλδημοκρατίας, είτε με τον «τρίτο δρόμο» είτε με την «κοινωνία της γνώσης», έχουν επίκαιρη σημασία για να σκεφτούμε την οργάνωση της κοινωνίας στο μέλλον. Πώς η σοσιαλδημοκρατία από την αναζήτηση προσαρμογής κατέληξε στον μπλερισμό (Tony Blair) και στη διαχείριση της μετάβασης από το ένα παράδειγμα στο άλλο; Αυτό είναι κομβικό ερώτημα για μια αριστερή διακυβέρνηση τα επόμενα χρόνια.

Η εξιδανίκευση της σοσιαλδημοκρατίας από τους κεντροαριστερούς λειτουργεί ως ταυτότητα. Αδύναμη ταυτότητα βέβαια. Αν όμως η εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας ιστορικοποιηθεί, τότε έχει μεγάλη σημασία για μια μελλοντική αριστερή διακυβέρνηση στην Ελλάδα. Πώς θα μοιάζει η Ελλάδα με μια αριστερή κυβέρνηση; Με το γαλατικό χωριό του Αστερίξ εν μέσω Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή με «σοσιαλισμό σε μία και μόνη χώρα», περιμένοντας την «παγκόσμια επανάσταση», δηλαδή σε αναμονή αλλαγής πολιτικών συσχετισμών και πορείας στην Ευρώπη; Ποια είναι τα όρια συναρμογών και αφομοίωσης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και κανόνες και πώς θα λειτουργήσουν οι ασυμβατότητες; Λ.χ., οι αποφάσεις που ελήφθησαν από τις ευρωπαϊκές συνόδους κορυφής το 2013 βάζουν όλη την ευρωζώνη σε μνημόνιο, με την έννοια του προληπτικού ελέγχου και των διορθώσεων στους κρατικούς προϋπολογισμούς και τα δημοσιονομικά κάθε χώρας. Επομένως, η κριτική της σοσιαλδημοκρατίας της εικοσαετίας από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ως την κρίση του 2010 είναι εκ των ων ουκ άνευ για την Αριστερά. Και για να μάθουμε από την κριτική αυτή πρέπει να την κάνουμε χωρίς δαιμονοποιήσεις. Η Αριστερά από τη μεταπολεμική περίοδο ως τη δεκαετία του ’90 όμνυε στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Από ποια χρονική στιγμή και ύστερα, και πώς, αυτές οι πορείες όχι μόνο απέκλιναν αλλά και έγιναν αντίθετες;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ