Κύριε διευθυντά, είκοσι πέντε χρόνια από τον θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη που, όπως έγραψε και tovima.gr, «αποτύπωσε τα τραυματικά βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς και εξέφρασε την ιδεολογική της ματαίωση», και τα ποιήματά του όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο με αγγίζουν, όλο και πιο συχνά τα βρίσκω μπροστά μου, και εγώ και όλοι οι Ελληνες, νομίζω:

«Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δεν μου αποκρίθηκαν, κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο ή εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν, χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν –όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα, η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε και κανείς δεν είδε το έγκλημα –αφού το τέλειο έγκλημα έγινε εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί» («Ο επίλογος»).

Μετά τιμής,
Πανδώρα