Την «κοινή λογική» επιζητούν τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με δύο επιστολές που έστειλαν τόσο στα μέλη της Πολυτεχνειακής κοινότητας, όσο και στον υπουργό Παιδείας.
Σ’ αυτές αναγνωρίζουν την αγωνία των ανθρώπων που αναγκάζονται να μετακινηθούν λόγω της διαθεσιμότητας και το δικαίωμά τους στην απεργία, αλλά αναγνωρίζουν ταυτόχρονα και την αγωνία των εκατοντάδων φοιτητών του Ιδρύματος, που κινδυνεύουν να χάσουν το εξάμηνό τους, από την συνεχή ανανέωση των κινητοποιήσεων που εμποδίζουν τη λειτουργία του Ιδρύματος.
Τα μέλη του Συμβουλίου καυτηριάζουν, ωστόσο, το γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας εξαίρεσε από την διαθεσιμότητα τον κλάδο των μηχανικών-διοικητικών, αφήνοντας αιχμές για μεροληπτικές πρακτικές. Στον συγκεκριμένο κλάδο έχουν καταγγελθεί κατά καιρούς σειρά σκανδάλων και βιομηχανία μονιμοποιήσεων πτυχιούχων «μαϊμού», παρά ταύτα από τα μέλη του δεν θα μετακινηθεί κανένας εργαζόμενος.
«Η εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας στα ΑΕΙ έγινε σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια και δεν συνοδεύθηκε από την αναγκαία τεκμηρίωση. Η εφαρμογή του θα έχει δύο επιπτώσεις, εξ ίσου σοβαρές: αυτή που αφορά στους ανθρώπους που θα τεθούν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, και αυτή που αφορά στο ΕΜΠ, που μπορεί να αναγκαστεί να λειτουργήσει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», αναφέρεται στην επιστολή των μελών του Συμβουλίου προς την κοινότητα του ΕΜΠ.
«Συμμεριζόμαστε την αγωνία των διοικητικών υπαλλήλων που χωρίς αξιολόγηση βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα της διαθεσιμότητας. Σεβόμαστε το δικαίωμά τους στην απεργία. Εκφράζουμε την απορία μας για την εξαίρεση της κατηγορίας των διοικητικών-μηχανικών που πολλαπλασιάζει τις επιπτώσεις του μέτρου», αναφέρουν.
«Επείγει πλέον να αντικρίσουμε αμέσως την κατάσταση και να αναλογισθούμε την ατομική, συλλογική και θεσμική ευθύνη μας έναντι του Πολυτεχνείου. Είναι σαφές ότι ο αποκλεισμός του ιδρύματος και η αναστολή όλων των λειτουργιών του μπορεί να οδηγήσει:
– Σε απώλεια εξαμήνου η οποία θα έχει σοβαρότατο αντίκτυπο στους σπουδαστές και στις οικογένειές τους και στη μελλοντική εκπαιδευτική λειτουργία του Ιδρύματος.
– Σε ακύρωση συμβατικών υποχρεώσεων του Ιδρύματος στο πλαίσιο ερευνητικών έργων ή άλλων συμβάσεων με τρίτους.
– Σε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους Υ.Δ., ερευνητές και λοιπούς συνεργάτες, που αυτοί μόνοι έχουν υποστεί τις οικονομικές συνέπειες της απεργίας», καταλήγουν.