Επί δεκαετίες τα κορεσμένα λιπαρά όπως αυτά που περιέχονται στο βούτυρο, στις κρέμες και στα λιπαρά κρέατα, είχαν τεθεί στο «εδώλιο του κατηγορουμένου» για πρόκληση σοβαρών προβλημάτων υγείας, κυρίως σε ό,τι αφορά το καρδιαγγειακό σύστημα. Ωστόσο κάποιοι ειδικοί ανέφεραν ότι τα στοιχεία που ενοχοποιούν τα κορεσμένα λιπαρά βασίζονταν κατά κύριο λόγο σε λάθος ερμηνεία των επιστημονικών στοιχείων, γεγονός που έκανε περισσότερο κακό παρά καλό στον πληθυσμό, οδηγώντας εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως στο να λαμβάνουν περιττά ορισμένες φορές φάρμακα όπως οι στατίνες.
Λάδι στη φωτιά της αντιπαράθεσης
Τώρα ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύεται online στην επιθεώρηση «British Medical Journal» και το οποίο κάνει λόγο για το ότι «είναι καιρός να καταπέσει ο μύθος των κορεσμένων λιπαρών» ρίχνει λάδι στη φωτιά της αντιπαράθεσης. Στο άρθρο του ο δρ Ασίμ Μαλότρα από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Κρόιντον στο Λονδίνο σημειώνει ότι έχουμε δαιμονοποιήσει τα λιπαρά ενώ την ίδια στιγμή δεν δίνουμε τη δέουσα σημασία σε παράγοντες όπως η ζάχαρη που είναι άκρως επιβαρυντική για τον πληθυσμό.
Ο δρ Μαλότρα σημειώνει ότι σχεδόν τέσσερις δεκαετίες συστάσεων για μείωση της κατανάλωσης των κορεσμένων λιπαρών «έχουν παραδόξως οδηγήσει σε αύξηση των καρδιαγγειακών κινδύνων» και διερωτάται πώς συμβαίνει αυτό.
Η μελέτη ορόσημο της… ενοχής
Η ενοχοποίηση των κορεσμένων λιπαρών ξεκίνησε μετά από μια μελέτη που διεξήχθη τη δεκαετία του 1970 και θεωρήθηκε ορόσημο. Σύμφωνα με εκείνη τη μελέτη εμφανίστηκε σύνδεση μεταξύ της αύξησης της χοληστερόλης και των καρδιοπαθειών με τις θερμίδες που λαμβάνει ένα άτομο από τα κορεσμένα λίπη. «Ωστόσο η σύνδεση δεν σημαίνει και αιτιώδη σχέση» τόνισε ο δρ Μαλόρτα. Παρά ταύτα, με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, οι αρμόδιοι οργανισμοί συνέστησαν στον πληθυσμό να μειώσει την πρόσληψη λίπους στο 30% των συνολικών ημερήσιων θερμίδων του και την πρόσληψη κορεσμένου λίπους στο 10% επί του συνόλου των θερμίδων που λαμβάνει ημερησίως.
Κατά τον ειδικό, που είναι επεμβατικός καρδιολόγος στο Νοσοκομείο Κρόιντον, πρόσφατες μελέτες απέτυχαν να αποδείξουν τη σχέση μεταξύ της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών και των καρδιαγγειακών νοσημάτων – μάλιστα τα κορεσμένα λίπη φάνηκε να δρουν προστατευτικά για την καρδιά, υποστήριξε ο δρ Μαλόρτα.
Το πείραμα των λιπαρών και της πρόληψης της παχυσαρκίας
Εκανε επίσης λόγο για ένα από τα πρώτα πειράματα σχετικά με την παχυσαρκία το οποίο δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet» το 1956. Στο πείραμα αυτό συγκρίνονταν ομάδες οι οποίες ακολουθούσαν διαφορετικό τύπο διατροφής: η πρώτη ομάδα λάμβανε το 90% των θερμίδων της από λιπαρά, η δεύτερη το 90% από πρωτεΐνη και η τρίτη το 90% από υδατάνθρακες. Όπως προέκυψε η μεγαλύτερη απώλεια βάρους κατεγράφη στην ομάδα που κατανάλωνε τα περισσότερα λιπαρά.
Μια άλλη αμερικανική μελέτη έδειξε ότι μια δίαιτα «φτωχή» σε λιπαρά είναι χειρότερη για την υγεία σε σύγκριση με μια δίαιτα «φτωχή» σε υδατάνθρακες (όπως αυτοί που περιέχονται στα ζυμαρικά, τις πατάτες, το ψωμί).
Η άκρως «ύποπτη» ζάχαρη
Ο δρ Μαλόρτα τόνισε ότι τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν εκτοξευθεί παγκοσμίως παρά τη μεγάλη μείωση της λήψης θερμίδων από τα λιπαρά. Εξήγησε ότι «ένας λόγος για αυτό είναι πως αν βγάλουμε τα λιπαρά από μια τροφή, αυτή έχει χειρότερη γεύση. Ετσι για να αντισταθμίσει αυτό το πρόβλημα η βιομηχανία τροφίμων αντικαθιστά το κορεσμένο λίπος με ζάχαρη αλλά ολοένα και περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι η ζάχαρη αποτελεί έναν πιθανό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση μεταβολικού συνδρόμου, το προάγγελου του διαβήτη και των καρδιαγγειακών νόσων».
Σύμφωνα με τον ειδικό, η εμμονή σχετικά με τη διατήρηση χαμηλών επιπέδων χοληστερόλης έχει οδηγήσει σε «υπερσυνταγογράφηση στατινών – των γνωστών αυτών φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης- σε εκατομμύρια άτομα». Την ίδια στιγμή όμως οι τάσεις σε ό,τι αφορά τα ποσοστά των καρδιοπαθειών δεν είναι πτωτικές, παρά τα εκατομμύρια ατόμων που λαμβάνουν στατίνες.
Ανώτερη η διατροφή από τις στατίνες
Ο συγγραφέας του άρθρου γνώμης προσέθεσε ότι η υιοθέτηση της μεσογειακής διατροφής μετά από καρδιακό επεισόδιο φαίνεται να είναι τρεις φορές ανώτερη στη μείωση των ποσοστών θανάτου από τη λήψη στατινών, οι οποίες έχουν συνδεθεί με σοβαρές παρενέργειες. «Είναι ώρα να διαλύσουμε τον μύθο σχετικά με τον ρόλο των κορεσμένων λιπαρών στην εμφάνιση καρδιοπαθειών και να αναστρέψουμε τις βλάβες που προκαλούν όλες αυτές οι διατροφικές συμβουλές οι οποίες έχουν συμβάλει στην ‘επιδημία’ της παχυσαρκίας».
Η Σουηδία δεν ακολουθεί τον… μύθο
Από την πλευρά του ο δρ Μάλκολμ Κέντρικ, γενικός ιατρός και συγγραφέας του βιβλίου «The Great Cholesterol Con» (σε ελεύθερη μετάφραση «Η Μεγάλη Απάτη της Χοληστερόλης») σημείωσε, σχολιάζοντας το άρθρο του δρος Μαλόρτα ότι η Σουηδία έγινε η πρώτη χώρα στον δυτικό κόσμο η οποία εξέδωσε διατροφικές οδηγίες που απορρίπτουν τον μύθο των λιπαρών. «Πρόσφατα ειδική έκθεση του Σουηδικού Συμβουλίου για την Υγεία και την Τεχνολογία έδειξε ότι η πλούσια σε λιπαρά διατροφή βελτιώνει τα επίπεδα σακχάρου του αίματος, μειώνει τα επίπεδα τριγλυκεριδίων, αυξάνει τα επίπεδα της ‘καλής’ χοληστερόλης – και έχει γενικώς μόνο οφέλη για τον οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου του ότι βοηθά στην απώλεια βάρους». Ο ειδικός κατέληξε λέγοντας ότι \«αξίζουν συγχαρητήρια στον Ασιμ Μαλόρτα για το ότι αναφέρθηκε ανοιχτά σε μια αλήθεια που έμενε γενικώς στο σκοτάδι τα τελευταία 40 χρόνια».
Οι επιφυλάξεις
Πάντως, σχολιάζοντας το άρθρο, ο καθηγητής Πίτερ Βάισμπεργκ, ιατρικός διευθυντής του Βρετανικού Ιδρύματος Καρδιάς, τόνισε ότι συχνά οι μελέτες που αφορούν τη σύνδεση μεταξύ διατροφής και νόσων δίνουν αντιφατικά αποτελέσματα. «Σε κάθε περίπτωση, τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης αντιμετωπίζουν και τον υψηλότερο κίνδυνο καρδιακού επεισοδίου και είναι επίσης σαφές ότι η μείωση της χοληστερόλης μειώνει και τον κίνδυνο εμφράγματος» είπε ο καθηγητής και προσέθεσε ότι τα επίπεδα χοληστερόλης μπορεί να επηρεαστούν από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων της άσκησης , της διατροφής και της λήψης φαρμάκων – και κυρίως στατινών. «Υπάρχουν σαφή στοιχεία σχετικά με το ότι ασθενείς που έχουν υποστεί καρδιακό επεισόδιο ή αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν, ωφελούνται από τη λήψη στατινών. Ωστόσο η λήψη του φαρμάκου πρέπει να συνδυαστεί με άλλα σημαντικά μέτρα, όπως η ισορροπημένη διατροφή και η άσκηση καθώς και η αποφυγή του καπνίσματος».