Εδώ και μια δεκαετία είμαστε μάρτυρες μιας σφοδρής εμφύλιας σύγκρουσης. Μια «προοδευτική» πολιτική παράταξη προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανατρέψει την δημοκρατική κοινοβουλευτική λειτουργία. Προφανώς επειδή δεν την βολεύουν τα εκλογικά αποτελέσματα, προσπαθεί να προκαλέσει κοινωνική ανατροπή με άλλους τρόπους. Συγκεκριμένα προκαλεί συνεχείς και επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις σε χώρους, που της έχει επιτραπεί από την σιωπηλή πλειοψηφία, να έχει οργανωμένη συνδικαλιστική δύναμη.

Οι πιο ευαίσθητοι χώροι, όπου οι «προοδευτικές» ιδέες βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν, είναι αυτονόητο ότι είναι οι εκπαιδευτικοί χώροι είτε αυτοί ανήκουν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είτε ακόμα καλύτερα στην τριτοβάθμια. Έτσι πριν μια δεκαετία είχαν ξεκινήσει επανειλημμένες καταλήψεις Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, οι οποίες είχαν σαν κοινό παρανομαστή τα ίδια πολιτικά αιτήματα: μεγαλύτερη κρατική επιχορήγηση, λιγότερος κρατικός έλεγχος.

Αποτέλεσμα αυτής της «επαναστατικής» πρακτικής των καταλήψεων και των διαρκών κινητοποιήσεων, ήταν η ραγδαία υποβάθμιση της εκπαίδευσης. Και δυστυχώς η «προοδευτική» συνδικαλιστική ηγεσία δεν ενδιαφερόταν για το θλιβερό αυτό γεγονός, καθότι το τελικό ζητούμενο γι’ αυτήν δεν ήταν άλλο από την ανατροπή του κρατικού αξιακού συστήματος. Το εύλογο προκάλυμμα μάλιστα προς την συνδικαλιστική βάση αποτελούσε ο αγώνας για μεγαλύτερες αμοιβές και περισσότερα προνόμια.

Όμως η συνήθως σιωπηλή πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δασκάλων, βλέποντας αυτήν την συνεχή παρεμπόδιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αντέδρασε. Έτσι το 2009 έθεσε στο περιθώριο την συνδικαλιστική ηγεσία της «ανατροπής» και των κλειστών Σχολών. Έτσι τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, παρά τις αυτονόητα πλήγματα που δέχτηκαν από την δεινή οικονομική κατάσταση του κράτους, συνεχίζουν να λειτουργούν και να παράγουν εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο.

Αυτή η δύσκολη και κοπιώδης πορεία συνεχίστηκε μέχρι το φετινό καλοκαίρι, όταν η ίδια «προοδευτική» ηγεσία σχεδίασε την φθινοπωρινή της επίθεση, απειλώντας την κοινωνία ότι θα περάσει ένα «καυτό» φθινόπωρο συνεχών κινητοποιήσεων. Πράγματι όπως είδαμε το άνοιγμα των σχολείων καθυστέρησε. Όμως οι δάσκαλοι και οι καθηγητές συνειδητοποίησαν ενωρίς τις συνέπειες των «κλειστών σχολείων» και παρά τις προσωπικές δυσκολίες τους, συνεχίζουν με αυτοθυσία να προσφέρουν εκπαίδευση στα παιδιά μας.

Στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρέθηκε ο «αδύναμος κρίκος» στο πρόσωπο των διοικητικών υπαλλήλων. Εκμεταλλευόμενοι την κομβική τους θέση και την επιθυμία των παλαιών Πρυτάνεων να αντιπολιτευτούν το Υπουργείο Παιδείας, που πιέζει για αλλαγές, το διοικητικό προσωπικό δεν επέτρεψε το ξεκίνημα της ακαδημαϊκής χρονιάς. Μια συμμαχία που έχει σαν κοινό σημείο αναφοράς την αντικυβερνητική πολιτική τοποθέτηση. Πρυτάνεις που ελπίζουν σε βουλευτικές έδρες και δημόσιοι υπάλληλοι, που έχουν διοριστεί ως επί τω πλείστον λόγω γνωριμιών με πανεπιστημιακά κυκλώματα, επιβάλουν το κλείσιμο των Πανεπιστημίων.

Σήμερα στον χώρο των ΑΕΙ έχει ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος με θύματα, πρώτα από όλα τα ίδια τα ιδρύματα. Διοικητικοί υπάλληλοι και Πρυτάνεις προσπαθούν να ανατρέψουν την κυβερνητική πολιτική, έχοντας οχυρωθεί μέσα στα ιδρύματα, που τους έχει ανατεθεί να διοικούν. Και δυστυχώς κανένας δεν ενδιαφέρεται για την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία, την οποία υποτίθεται υπηρετούν.

Επιτέλους το Υπουργείο πρέπει να αντιληφθεί ότι η υποχωρητικότητα, που ξεκίνησε με την παράλογη παράταση της θητείας των Πρυτανικών αρχών, οδηγεί σε καταστροφική πορεία. Είναι καιρός ο Υπουργός να δείξει αποφασιστικότητα και να λήξει άμεσα την θητεία όσων βάζουν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από το συμφέρον των Πανεπιστημίων στα οποία υπηρετούν.

Ο κ. Παύλος Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής, τ. Ειδ. Γραμματέας ΠΟΣΔΕΠ