«Η μεγάλη λύση θα αργήσει για την Ελλάδα» είναι η φράση με την οποία οι συνομιλητές του κ. Κ. Σημίτη αποδίδουν την πολιτική πρόβλεψη του πρώην πρωθυπουργού για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις σχετικά με την «τελική φάση» της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Ο κ. Σημίτης, βαθύς γνώστης της λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και του γερμανικού πολιτικού συστήματος, προειδοποιούσε ήδη από το καλοκαίρι ότι δεν πρόκειται να σημειωθεί αλλαγή πλεύσης του Βερολίνου αμέσως μετά τις εκλογές. Στο λιτό γραφείο του στη Βουλή, όπου συχνά υποδέχεται τους συνομιλητές του, εξηγούσε πως είναι σύνηθες να χρειάζονται δύο μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης και άλλοι δύο μήνες ώσπου αυτή να αποσαφηνίσει την πολιτική της. Κατέληγε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι γερμανικές αποφάσεις για τη νέα φάση της διαχείρισης του ελληνικού προγράμματος θα λαμβάνονταν στις αρχές του 2014, για να εκφραστούν στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου 2014.
Αυτές τις ημέρες όμως ο πρώην πρωθυπουργός εκτιμά ότι οι αποφάσεις αυτές ίσως καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο λόγω των ευρωεκλογών του Μαΐου, οι οποίες επιβάλλουν στη νέα γερμανική κυβέρνηση περιορισμούς στην άσκηση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στις συζητήσεις του ο κ. Σημίτης εκφράζει την άποψη ότι η καγκελάριος Μέρκελ θα επιδείξει αυτοσυγκράτηση και δεν θα εγκρίνει μια πιο γενναιόδωρη πολιτική προς την Ελλάδα προκειμένου να μην ενισχυθούν περισσότερο οι γερμανοί ευρωσκεπτικιστές. Κατά συνέπεια η πιθανότερη «ευρωπαϊκή γραμμή» έναντι της Ελλάδας για τους επόμενους μήνες είναι η επιμήκυνση της… εκκρεμότητας, αφού εκείνο που μάλλον θα κληθεί να πράξει η τρόικα είναι να εξασφαλίσει ότι η Αθήνα απλώς θα έχει «το κεφάλι πάνω από το νερό».

Ο κ. Σημίτης κρατάει «μικρό καλάθι» και για τα σενάρια ενίσχυσης με… «σχέδια Μάρσαλ». Δεν διαβλέπει κάποια σοβαρή συζήτηση στην Ευρώπη για την ενεργοποίηση εκτεταμένων αναπτυξιακών σχεδίων, ενώ υπενθυμίζει ότι τέτοιου είδους ενισχύσεις δεν σημαίνουν την κατάργηση των κανόνων επιτήρησης, αφού και το «αυθεντικό» Σχέδιο Μάρσαλ (1948-1951) συνοδευόταν από αυστηρότατη επιτήρηση των τότε ελληνικών κυβερνήσεων από εκπροσώπους της αμερικανικής πρεσβείας. Ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται προβληματισμένος για τον «φαύλο κύκλο της κρίσης», αφού η υψηλή φορολογία και η πιστωτική ασφυξία επιδεινώνουν την ύφεση και οξύνουν τα προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας, τα οποία με τη σειρά τους δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης και πολιτικής αστάθειας.

Υποστηρίζει ότι η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει την ενεργοποίηση μιας ελεγχόμενης πληθωριστικής πολιτικής από την ΕΚΤ μέσα από την εκτύπωση χρήματος για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους και τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, αλλά προεξοφλεί ότι η Γερμανία δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί μια τέτοια λύση. Εκτιμά ωστόσο ότι η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠαΣοΚ με πρωθυπουργό τον κ. Αντ. Σαμαρά, παρά τις αναταράξεις, θα παραμείνει στη θέση της, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.

Σε ό,τι αφορά το εγχείρημα ανασύνταξης της Κεντροαριστεράς με το «κείμενο των 58» και τις λοιπές διεργασίες, ο λόγος για τον οποίο προσφέρει την υποστήριξή του είναι ότι πιστεύει πως οι σχετικές ζυμώσεις και συζητήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε συνεργασίες που θα εξασφαλίσουν ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, εφόσον εκφραστεί ενιαίος στις ευρωεκλογές, θα συγκρατήσει ή θα ξεπεράσει το ποσοστό που αθροίζεται από το εκλογικό αποτέλεσμα του ΠαΣοΚ (12,28%) και της ΔΗΜΑΡ (6,25%) στις εκλογές του Ιουνίου 2012.

Πιστεύει ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς το ΠαΣοΚ και τον κ. Ευ. Βενιζέλο και εύχεται να το αντιληφθεί αυτό η ΔΗΜΑΡ, αλλά και να επανεκτιμήσει τη σημασία της ισχύος εν τη ενώσει μια σειρά από πρώην υπουργούς που αποχώρησαν από το ΠαΣοΚ ή έμειναν εκτός Βουλής. Εκτιμά ότι η διατήρηση μιας ισχυρής Κεντροαριστεράς εγγυάται την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, αφού θα συμβάλει καθοριστικά στην πολιτική σταθερότητα μέσα από τη συμμετοχή της σε μελλοντικά κυβερνητικά σχήματα.
Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Σημίτης, σύμφωνα με τους συνεργάτες του, θεωρεί πως παραμένει ένα αριστερό κόμμα που είναι σχεδόν αδύνατο να απορροφήσει το Κέντρο. Προσθέτει ότι παρά τη δυναμική την οποία δίνει στο κόμμα ο κ. Αλ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει ως σήμερα να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τα ελληνικά κόμματα να πολιτεύονται με ελλιπή προγράμματα και θέσεις που δεν έχουν υποστεί την απαιτούμενη επεξεργασία. Εκφράζει παράλληλα την ανησυχία του ότι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ευρωζώνη, ιδίως σήμερα, σε μια εποχή έντονης νευρικότητας λόγω της κρίσης, μπορεί να οδηγήσει μια νέα ελληνική κυβέρνηση με αιρετικά ή ανεπεξέργαστα αιτήματα σε απότομη προσγείωση και στη συνέχεια την ίδια τη χώρα σε περιπέτειες.
Συνιστά λοιπόν σε όλα τα κόμματα περισσότερο ρεαλισμό, αφού η απουσία προετοιμασίας, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια υπερβολικών προσδοκιών, όπως π.χ. έχει συμβεί με θέματα όπως η «μονομερής ανακήρυξη ΑΟΖ», τα «πετρέλαια του Αιγαίου» και η «καταγγελία του μνημονίου», είναι μια συνταγή που οδηγεί τον λαό σε διαψεύσεις, σε αποδοκιμασία των κομμάτων και σε φυγή προς τα άκρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ