«Αυτό δεν είναι διακήρυξη δημιουργίας νέου κόμματος». Χρήσιμη η διευκρίνιση, σκέφτηκα, στην αρχή-αρχή του κειμένου που πήρα να υπογράψω: η ίδρυση ενός ακόμα κόμματος Ι.Χ. στην περιοχή της Κεντροαριστεράς δεν θα ήταν είδηση. Ο πολυκερματισμός μεγεθύνει το πολιτικό κενό της Κεντροαριστεράς. Αλλά το ζήτημα και το στοίχημα, υποθέτω, είναι η επανεφεύρεση μιας συλλογικότητας.
Στη δική μου ανάγνωση, η κεντρική εκτίμηση του κειμένου των 58 συνίσταται στην παραδοχή ότι θα βγούμε από την κρίση όπως τη βιώνουμε σήμερα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα βγούμε από την κατάσταση κρίσης. Γιατί μπορεί να βγούμε από την κρίση υπό την έννοια της βελτίωσης των μακροοικονομικών δεικτών και της σταδιακής υποχώρησης της τερατώδους ανεργίας χωρίς να έχουμε θέσει τις βάσεις για μια ανάπτυξη με δικαιότερη κατανομή του πλούτου, με βιώσιμες παραγωγικές δομές, με κρατικές δομές που να λειτουργούν με στοιχειώδη απόδοση, με κράτος δικαίου και κοινωνικό κράτος στα κατώτερα έστω ανεκτά επίπεδα για μια χώρα της ευρωζώνης. Το πιθανότερο είναι ότι θα αρχίσουμε να βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τίποτε απ’ όλα αυτά.
Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος αλλά και το πεδίο της δράσης. Διότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι επιστροφή στην πρότερη κατάσταση της «ευμάρειας» δεν θα υπάρξει, σε κάθε περίπτωση. Και δεν υπάρχει νομοτέλεια για μια νέα κατάσταση. Το αύριο θα είναι αλλιώτικο και είναι περισσότερο στα χέρια μας αν θα είναι ένα καλύτερο ή χειρότερο αύριο. Οι δικαιολογίες της άρχουσας πολιτικής τάξης για να μην κάνει τη δουλειά της, για να διαχειρίζεται αντί να κυβερνά, έχουν ημερομηνία λήξεως. Ο «μονόδρομος» οδηγεί σε σταυροδρόμι. Ή μάλλον, εκεί που τελειώνει, πρέπει να χαράξουμε τον δρόμο μας.
Η πολιτική θα αναγκαστεί να επιστρέψει στην Ελλάδα. Σύντομα θα γίνει αισθητή η ανάγκη ενός ανανεωμένου και ανανεωτικού ριζοσπαστικού λόγου της Κεντροαριστεράς. Και ο λόγος αυτός θα απευθυνθεί σε πολίτες που έχουν αγρίως δοκιμαστεί. Μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας έχουν υποστεί απώλειες που έχουν αλλάξει τη ζωή και την ταυτότητά τους. Η καθίζηση των μεσοστρωμάτων συνδέεται ιστορικά με την άνοδο της κτηνώδους Ακροδεξιάς. Το αίτημα της επιστροφής της πολιτικής είναι αλληλένδετο με το αίτημα της κοινωνικής ανασύνθεσης.
Αντίθετα με τη δυναμική των πραγμάτων, οι δύο πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής οχυρώνονται στις θέσεις τους. Το νέο ζευγάρι παίζει τα παλιά παιχνίδια του δικομματισμού. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνουν το κακότεχνο βαλς που εγγυάται τη συνέχεια της ελληνικής κακοδαιμονίας. Συμμερίζονται την παραδοχή ότι ο έλληνας ψηφοφόρος δεν θα αλλάξει: οι κραυγές θα του παίρνουν πάντα το μυαλό. Ο νέος δικομματισμός είναι βαθιά νυχτωμένος.
Επιπλέον, όμως, ο νέος δικομματισμός δεν έχει μέλλον διότι δεν εξασφαλίζει την εναλλαγή στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαύεται στην αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμιά διάθεση να κυβερνήσει. Ο ρητορικός ακτιβισμός του είναι η άλλη όψη της πολιτικής ραθυμίας του. Η πολιτική ουτοπία βολεύτηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση. Και δίνεται έδαφος και άλλοθι στη ΝΔ να ξεδιπλώνει το αρχαϊκά συντηρητικό πρόσωπο της ηγετικής της ομάδας. Εν τέλει, βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο βαθείς συντηρητισμούς. Ανάμεσά τους χάσκει το κενό μιας εναλλακτικής προοδευτικής πολιτικής. Κανένας από τους δύο υφιστάμενους πολιτικούς σχηματισμούς του κεντροαριστερού χώρου δεν αναπτύσσει και δεν έχει ορατή προοπτική να αναπτύξει αυτοτελή δυναμική με την οποία θα κάλυπτε το πολιτικό κενό της Κεντροαριστεράς.
Η ανασύνθεση του πολιτικού χώρου της Κεντροαριστεράς προϋποθέτει συνάντηση. Οι διπλές εκλογές την ερχόμενη άνοιξη συνιστούν ένα πρόκριμα. Οι ευρωεκλογές και οι τοπικές εκλογές συμπίπτουν χρονικά αλλά από τη φύση των διακυβευμάτων τους πρέπει να διακρίνονται. Στις ευρωεκλογές μπορεί να απεικονιστεί το προσωρινό αποτέλεσμα της σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων του κεντροαριστερού χώρου. Σύγκλιση όμως σημαίνει και μετασχηματισμό. Από το σημείο σύγκλισης θα γίνουν καλύτερα ορατά τα επόμενα βήματα προς την κατεύθυνση ενός ισχυρού ενιαίου κόμματος της Κεντροαριστεράς, που μπορεί να είναι «πολυτασικό», σύμφωνα με τις πολιτικές παραδόσεις του ευρωπαϊκού προοδευτικού χώρου. Προηγουμένως, η συμμετοχή ενός κυβερνητικού και ενός μη κυβερνητικού κόμματος σε ένα ευρύτερο κοινό σχήμα στις ευρωεκλογές θα βάλει τις βάσεις για την ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου.
Οι τοπικές εκλογές πρέπει να αποτελέσουν υπόθεση των τοπικών κοινωνιών. Και, μαζί, αφετηρία για την ανασύνθεση των κοινωνικών δυνάμεων που θα εκφραστούν πολιτικά. Οι τοπικές εκλογές μπορεί να γίνουν ένα πρώτης τάξεως εργαστήρι, από το οποίο θα αρχίσει να βγαίνει το καινούργιο, αυτό που δεν έχουμε σκεφτεί.
Συνεπώς, μέσα στη διαφορετικότητά τους, τα διακυβεύματα των ευρωεκλογών και των τοπικών εκλογών έρχονται να συναντηθούν και να συστήσουν ένα ενιαίο διακύβευμα. Το πώς ακριβώς θα αναληφθεί «δεν είναι δουλειά μας», λέμε οι 58. Αλλά δεν θα καθήσουμε και με τα χέρια σταυρωμένα. Την παιδική ασθένεια των «διανοουμένων», τον ναρκισσισμό, τον έχουμε πίσω μας.
Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ