Κυριάκος Μαργαρίτης
Οταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2013,
σελ. 402, τιμή 16,60 ευρώ

Η κρίση, το έχω γράψει πολλές φορές, αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα για τη λογοτεχνία, ιδίως από την ώρα που δεν υπάρχει ορατή διέξοδος και τα πάντα παραμένουν εγκλωβισμένα στη ρευστότητα της συγκυρίας της. Ομηρος αυτής της ρευστότητας, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο να παγιδευτεί στη μέση του πουθενά: άλλοτε γιατί επιδιώκει την ειδησεογραφική πληρότητα του ρεπορτάζ, άλλοτε επειδή πέφτει στην ξηρότητα του χρονικού και άλλοτε (το χειρότερο) γιατί σπεύδει να καταγγείλει τα αλλεπάλληλα κοινωνικοπολιτικά μας παθήματα.

Είναι όμως κάθε προσπάθεια προσέγγισης της κρίσης καταδικασμένη στην αποτυχία; Οχι κατ’ ανάγκην. Οπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων ετών, πολλοί πεζογράφοι έχουν βρει έναν τρόπο να μιλήσουν για την κρίση χωρίς να υποβιβάσουν το γράψιμό τους σε λαχανιασμένο σχόλιο της επικαιρότητας. Μια λύση προς αυτή την κατεύθυνση είναι να αποφύγει κανείς τους μεγάλους όγκους και το πανεποπτικό σκηνικό, που σπεύδουν να συναθροίσουν το σύμπαν (από τις περικοπές των μισθών, τις απολύσεις, την ανεργία και τους αστέγους μέχρι τις μαζικές κινητοποιήσεις και την αναθέρμανση της μετανάστευσης), εστιάζοντας την προσοχή του σε κάποιες πολύ καθοριστικές λεπτομέρειες.
Με το μυθιστόρημά του Οταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με, ο Κυριάκος Μαργαρίτης (γεννημένος το 1982 στην Κύπρο) θα αποσπάσει από την κρίση μια λεπτή φέτα χωροχρόνου, βάζοντας στο κέντρο της δράσης μια γενιά που είναι έτοιμη να χάσει (αν δεν το έχει κιόλας χάσει) το μέλλον της. Το μυθιστορηματικό τοπίο του Μαργαρίτη μοιάζει με μια συνεχώς περιστρεφόμενη σκηνή επί της οποίας θα εκραγούν τα απελπισμένα αισθήματα μιας ομάδας ανέστιων τριαντάρηδων, που θα εμπλακούν εκόντες άκοντες στα γεγονότα τα οποία κατέκλυσαν την πλατεία Συντάγματος όταν την κατέλαβαν πριν από δυόμισι χρόνια τα πλήθη των αγανακτισμένων.
Ποιοι ακριβώς είναι ωστόσο οι τριαντάρηδες του Μαργαρίτη; Η γραφίδα του θα πιάσει ένα σημαντικό μέρος του κοινωνικού και του πολιτικού φάσματος. Νεαρές δικηγορίνες που εξασφαλίζουν τον επιούσιο ως σερβιτόρες σε μπαρ, μετανάστες που δραστηριοποιούνται σε οργανώσεις για την υπεράσπιση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, εικαστικοί καλλιτέχνες που φέρουν βαρέως παρελθούσες φάσεις του βίου τους, αναρχικοί που έχουν ύποπτες συναλλαγές με την αστυνομία ή που φιλοδοξούν επί ματαίω να στρώσουν μιαν αξιοπρόσεκτη μουσική καριέρα, αλλά και νεοναζί που μαχαιρώνουν με στιλέτα ξένους.
Κανένας από τους ήρωες του Μαργαρίτη δεν θα κατορθώσει να ανταποκριθεί στους σιδερένιους κανόνες που προαπαιτούν η επαγγελματική του ιδιότητα, η φυλετική του καταγωγή ή η πολιτική του ένταξη. Τα πρόσωπα του συγγραφέα (κι εδώ συνίσταται η μεγαλύτερη επιτυχία του) δεν είναι αντιπρόσωποι των τμημάτων μιας κοινωνίας που έχει βυθιστεί στην παρακμή και την κρίση, αλλά θρυμματισμένες ατομικότητες οι οποίες βλέπουν κάθε απόβλεψη ή ελπίδα τους να τρυπάει τον πάτο της ύπαρξής τους. Η οποιαδήποτε ιδεολογία έχει καταλήξει εν προκειμένω σκέτο ρημάδι: ένα κέλυφος που έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια, αποκαλύπτοντας στο εσωτερικό του ένα αδηφάγο κενό. Μοναδική σωτηρία, ο έρωτας: ένας έρωτας που θα αναδυθεί σώος μέσα από τα αποκαΐδια, προσφέροντας στη νιότη μια σωματική και ψυχική ευδία (παραπομπή στο Μυθιστόρημα της κυρίας Ερσης του Ν. Γ. Πεντζίκη) η οποία είχε σβήσει στον ορίζοντά της από πολύ καιρό.
Το βιβλίο του Μαργαρίτη διαθέτει σφιχτοδεμένη πλοκή και πειστικά συγκρουσιακή ατμόσφαιρα (αμφότερα κληροδοτήματα των καλοσχεδιασμένων αστυνομικών του μυθιστορημάτων). Δεν λείπουν παρ’ όλα αυτά από την αφήγηση κάποιοι σοβαροί πλατειασμοί ενώ πολλά από τα ξεσπάσματα καρδιάς των ηρώων επιβαρύνονται από έναν φλύαρο ρομαντισμό, ο οποίος εκπίπτει κατά καιρούς σε καθαρό μελοδραματισμό. Ενοχλητική επίσης είναι η αδιάκοπη κατονομασία της καθημερινής αθλιότητας την οποία έχει επισωρεύσει η κρίση στην Αθήνα –σαν να μην εμπιστεύεται ο συγγραφέας το δραστικό κλίμα των αθηναϊκών του εικόνων, που φτάνουν και περισσεύουν για μια παρόμοια υπόδειξη. Δεν θέλω παρ’ όλα αυτά να μεμψιμοιρώ. Το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη είναι γραμμένο πάνω στην κόψη του ξυραφιού μιας βαριά αδιέξοδης και απεγνωσμένης εποχής και οι καταστάσεις τις οποίες αποδεσμεύει μπορεί να λειτουργήσουν ως απτά τεκμήρια της ψυχικής συντριβής που βιώνουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σήμερα τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ