Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν μπόρεσε μεν να ανατρέψει την ιταλική κυβέρνηση την περασμένη εβδομάδα αλλά παραμένει δημοφιλής με ποσοστό άνω του 20% στις δημοσκοπήσεις. Πώς είναι δυνατόν, έπειτα από τόσα σκάνδαλα και καταδίκες, να έχει αναστηθεί ένας πολιτικός που οπουδήποτε αλλού θα ήταν προ πολλού πολιτικά νεκρός; Ισως επειδή υπόσχεται μείωση των φόρων και αλλαγές στο εξαιρετικά περίπλοκο και ασφυκτικό φορολογικό σύστημα της Ιταλίας.
Ο Καβαλιέρε απέτυχε την περασμένη εβδομάδα να ρίξει την εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού του πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα αλλά έφτασε επικίνδυνα κοντά. Παρά το γεγονός ότι καταδικάστηκε τελεσίδικα για φοροδιαφυγή και αντιμετωπίζει αποπομπή από τη Γερουσία και ενδεχομένως κατ’ οίκον περιορισμό, ο Μπερλουσκόνι κατάφερε για άλλη μία φορά να κάνει άνω-κάτω το πολιτικό κατεστημένο, να ταρακουνήσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και να απειλήσει με νέα κρίση την ευρωζώνη.

Πώς μπόρεσε να ενορχηστρώσει ένα τέτοιο πολιτικό δράμα; Σε μεγάλο βαθμό, η απάντηση είναι οι φόροι. Απειλώντας να ανατρέψει την κυβέρνηση με το πρόσχημα της αντίθεσής του στον φόρο ακίνητης περιουσίας και στη σχεδιαζόμενη αύξηση του ΦΠΑ, ο Μπερλουσκόνι εκμεταλλεύεται την οργή και τη βαθιά περιφρόνηση των Ιταλών για το φορολογικό σύστημα της χώρας τους.

Ο φοροφυγάς είναι ήρωας και η φορολόγηση ληστεία στα μάτια πολλών Ιταλών. Δεν είναι περίεργο που η χώρα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής στον ανεπτυγμένο κόσμο, σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Η Τράπεζα της Ιταλίας εκτιμά ότι 27,4% της ιταλικής οικονομίας αποφεύγει τη φορολογία. Επιπλέον πρόσφατη δημοσκόπηση από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου δείχνει ότι το 29,9% των Ιταλών πιστεύουν ότι είναι «νομιμοποιημένοι» όταν δεν πληρώνουν φόρους. Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι έχει πει στο παρελθόν ότι η φοροδιαφυγή είναι «απλά μια λογική αντίδραση στους υπερβολικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές».

Τα συνολικά φορολογικά έσοδα της Ιταλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 42,5% το 2011, το έκτο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση και σχεδόν τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο του 38,8%, σύμφωνα με τη Eurostat. Το 2013 ο συντελεστής του φόρου για τα υψηλά εισοδήματα ήταν 43% και για τις επιχειρήσεις 27,5%. Αλλά τα ποσά αυτά είναι μικρότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα ποσοστά (47,5% και 29,8%) των συντελεστών στη Γερμανία, όπου η φοροεισπρακτική πολιτική έχει γίνει πολύ πιο επιθετική τα τελευταία χρόνια.
Ο ΦΠΑ της Ιταλίας, ο οποίος πριν από την πρόσφατη πολιτική αβεβαιότητα σχεδιαζόταν να αυξηθεί από το 21% στο 22%, βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (21,3% για το 2013). Αλλά ο τεκμαρτός φορολογικός συντελεστής για την εργασία –ο φόρος που προκαλεί τη μεγαλύτερη λαϊκή οργή τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά –είναι 42,3%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά το Βέλγιο.

Μετά τους φόρους επί των κερδών και της εργασίας η μέση ιταλική εταιρεία πληρώνει περίπου 68% ετησίως, εκτιμά ο Φράνκο Παβοντσέλο, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στη Ρώμη. Το αποτέλεσμα; Πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως καταστήματα και εστιατόρια, δεν κόβουν αποδείξεις και τιμολόγια.

Το επίπεδο της γενικής φορολογίας στην Ιταλία έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και έχει φθάσει πλέον το 55% του παραγόμενου εισοδήματος, καταγγέλλει και η εμπορική ένωση Confcommercio, η οποία υποστηρίζει ότι πρόκειται για διεθνές ρεκόρ το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τα ως τώρα επίσημα στοιχεία που περιόριζαν το επίπεδο των φορολογικών βαρών στο 45,2%. Μετά την Ιταλία στη σχετική κατάταξη ακολουθούν η Δανία (48,2%), η Γαλλία (48,2%) και η Σουηδία (48%).

Η παραοικονομία, σύμφωνα με την έκθεση της εμπορικής ένωσης, θεριεύει και αντιστοιχεί στην Ιταλία σε 154 δισ. ευρώ τον χρόνο, ήτοι στο 17,5% του ΑΕΠ της, ποσό και ποσοστό που χαρακτηρίζονται από τα υψηλότερα σε διεθνές επίπεδο.

«Υπάρχει όμως και μια σιωπηλή πλειοψηφία που δεν φοροδιαφεύγει και συχνά καταβάλλει ακόμη και το 55% των αποδοχών της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η φορολογία αντιστοιχεί ακόμη και στο 70% του εισοδήματος»
λέει ο επικεφαλής της Κρατικής Υπηρεσίας Είσπραξης Φόρων Ατίλιο Μπέφερα. Αλλά ο Μπερλουσκόνι βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη δυσφορία του μέσου εργαζομένου και των επιχειρήσεων –μικρών και μεγάλων –για την υπερφορολόγηση.

Να γιατί οι δημοσκοπήσεις της περασμένης εβδομάδας δείχνουν ότι το κόμμα του Καβαλιέρε έχει μεν χάσει 2%-6% από τον Σεπτέμβριο αλλά διατηρεί ποσοστά σταθερά άνω του 20%.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 9 Οκτωβρίου 2013

HeliosPlus