To «βαρύ» κεφάλι, η ναυτία, η διάρροια, η κόπωση και η αφυδάτωση του οργανισμού αποτελούν μερικά από τα δυσάρεστα συμπτώματα που συνοδεύουν την υπερκατανάλωση αλκοόλ. Κινέζοι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Σαν Γιάτ-Σεν, στο Γκουανγκζού, υποστηρίζουν ότι βρήκαν το ανθρακούχο «ελιξίριο» που θα μπορούσε να φρενάρει την εμφάνιση των παραπάνω συμπτωμάτων και δεν είναι άλλο από την ταπεινή… Sprite.

Κατά τους ειδικούς, τα συμπτώματα του «hangover» δεν προκαλούνται από το ίδιο το αλκοόλ αλλά από την προσπάθεια του οργανισμού να το διασπάσει. Μετά την κατανάλωση αλκοόλ, ο οργανισμός περνάει σε μια μεταβολική διαδικασία μοιρασμένη σε δύο στάδια, με στόχο τη διάσπαση της αιθανόλης.

Αρχικά, το ήπαρ με τη βοήθεια του ενζύμου αλκοολική δεϋδρογονάση (ADH), αναλαμβάνει να μεταβολίσει την αιθανόλη σε ακεταλδεΰδη και στη συνέχεια με τη βοήθεια του ενζύμου αλκοολική αφυδρογονάση (ALDH) να τη διασπάσει σε οξικό οξύ. Στο ήπαρ διασπάται το μεγαλύτερο μέρος του αλκοόλ που έχει καταναλώσει κανείς και απομακρύνεται ως και το 90% των υποπροϊόντων του.

Η μελέτη

Οι κινέζοι επιστήμονες προσπάθησαν να δουν το πρόβλημα ανάποδα: να εξετάσουν δηλαδή το πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η κατάσταση του hangover, προτού καν ξεκινήσει. Εξετάζοντας 57 διαφορετικά ποτά – στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και ροφήματα, τσάγια, βότανα και ανθρακούχα ποτά – οι ερευνητές προχώρησαν στη μέτρηση της επίδρασής τους στη δράση των ενζύμων ADH και ALDH. Είδαν λοιπόν, ότι το κάθε ποτό είχε διαφορετική επίδραση με αποτέλεσμα να επιβραδύνει ή αντίθετα να επιταχύνει τη διαδικασία διάσπασης της αιθανόλης.

Συγκεκριμένα, κάποια τσάγια βοτάνων φάνηκε να επιβραδύνουν την όλη διαδικασία επιμηκύνοντας τη διάρκεια των δυσάρεστων συμπτωμάτων του hangover. Αντίθετα, το ανθρακούχο ποτό Xue bi, γνωστό στον δυτικό κόσμο ως Sprite, φάνηκε να επιταχύνει τη δράση των ενζύμων. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η κατανάλωση του συγκεκριμένου ανθρακούχου ποτού θα ήταν δυνατόν να ανακουφίσει τα εν λόγω συμπτώματα.

Τα ευρήματα των ειδικών παρουσιάζονται στο επιστημονικό έντυπο «Food and Function», ενώ σε επόμενη φάση οι επιστήμονες πρόκειται να προχωρήσουν σε νέα μελέτη προς επιβεβαίωσή τους.