Μνήμη Παύλου Φύσσα
Δεν το περίμενα πως θα κολλήσω τόσο ψάχνοντας τις τροπές του ομηρικού νόστου από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια. Στο μεταξύ έχουν περισσέψει κάποια χρέη για το συγκεκριμένο θέμα, που πρέπει, ευκαίρως ή ακαίρως, να τα ξοφλήσω. Μέχρι στιγμής μίλησα πάντως για τον «διφορούμενο νόστο», παίρνοντας αφορμή από την άνιση μοιρασιά του γυρισμού ανάμεσα στον Οδυσσέα και στους εταίρους του, δηλωμένη απερίφραστα στο προοίμιο του έπους. Πέρασα ύστερα στον «φαντασιακό νόστο», προσέχοντας τις δύο ιλιαδικές εφαρμογές του, αλλά αφήνοντας ακάλυπτη την οδυσσειακή εκδοχή του, που τη μοιράζεται ο ποιητής με τον Οδυσσέα στο πλαίσιο των Απολόγων.
Εντοπίζεται στο νησί της Κίρκης, όπου η ωραία μάγισσα έχει αποκτηνώσει σε γουρούνια τους μισούς εταίρους, οι οποίοι, εντεταλμένοι από τον αρχηγό τους για εξερεύνηση, παγιδεύονται στη μαγική σπηλιά της. Ενημερωμένος από τον πανικόβλητο Ευρύλοχο, ο Οδυσσέας σπεύδει να τους περισώσει: απρόσβλητος ο ίδιος από τα μάγια της, με το μώλυ του Ερμή, πείθει την Κίρκη να αναμορφώσει πρώτα τους συντρόφους στο φυσικό τους και ύστερα σμίγει ερωτικά μαζί της. Οπότε, με δική της προτροπή, πάει να φέρει στη φιλόξενη τώρα σπηλιά της όσους εταίρους είχαν ξεμείνει στο ακρογιάλι φυλάγοντας το αραγμένο πλοίο. Οταν οι σύντροφοι τον βλέπουν ανέλπιστα μπροστά τους –όμως εδώ χρειάζεται το κείμενο (κ 415-420), έστω μεταφρασμένο (αναπολεί ο Οδυσσέας, με υποβολέα τον ποιητή):
Φαντάστηκαν με της ψυχής τα μάτια, / πως ήταν σαν να γύρισαν στην ακριβή πατρίδα, / στην πόλη τη δική τους της τραχιάς Ιθάκης / όπου γεννήθηκαν κι όπου ανατράφηκαν. Ακολουθεί αυτούσιος ο λόγος τους: «Με τον δικό σου νόστο, του Διός κλωνάρι, τόση η χαρά / που νιώσαμε, σάμπως οι ίδιοι στην Ιθάκη να γυρίσαμε, / πίσω στην πατρική μας γη».
Που πάει να πει: αφού τους έχει στερηθεί αμετάκλητα από τον Δία ο πραγματικός νόστος των εταίρων στην έξοδο της προηγούμενης «Κυκλώπειας», ο ποιητής τους χαρίζει εδώ τη φαντασίωσή του. Αυτή εξάλλου είναι η παρήγορη προσφορά της ποίησης.
Απότομη και ριψοκίνδυνη τώρα στροφή από τον φαντασιακό στον φονικό νόστο, που δεν τον είχα λογαριάσει. Μιλώντας ωστόσο τις προάλλες για τα δύο ιλιαδικά παραδείγματα φαντασιακού νόστου, έλεγα πως, αν η Ιλιάδα μελετά τα πάθη του πολέμου, η Οδύσσεια αποκαλύπτει τα πάθη του νόστου, εν γνώσει της ότι δεν έχει μόνο θετική τιμή, όπως φαντάζονται κάθε λογής αθώοι. Κυμαίνεται ανάμεσα σε δύο αντίθετα όρια, φτάνοντας κάποτε ακόμη και στον φόνο. Στον φονικό νόστο συμπλέκονται οι δύο μείζονες νόστοι του έπους, με τη διαφορά ότι ο ένας (του Αγαμέμνονα) είναι παθητικός, ενώ ο άλλος (του Οδυσσέα) ενεργητικός –για την ακρίβεια μεικτός. Για να φανεί πιο καθαρά η ομοιότητα και η διαφορά στην προκειμένη περίπτωση, θυμίζω σύντομα το τυπολογικό εύρος του οδυσσειακού νόστου.
Με βάση τα εσωτερικά τεκμήρια του έπους (κυρίως τη σύνοψη του Νέστορα στην τρίτη ραψωδία) οι νόστοι της Οδύσσειας μοιράζονται σχηματικά: σε άμεσους και ευτυχείς (με τυπικό παράδειγμα τον ίδιο τον Νέστορα), μακρόχρονους και ριψοκίνδυνους (με τυπικό παράδειγμα τον Μενέλαο) και σε θανάσιμους (με τυπικό παράδειγμα τον Αγαμέμνονα). Το απρόβλεπτο εύρημα της Οδύσσειας είναι πως εμφανίζει τον νόστο του Οδυσσέα να συναιρεί διαδοχικά και τους τρεις αυτούς τύπους: φευγαλέα στην αρχή τον πρώτο, ενδιαμέσως και επίμονα τον δεύτερο και έμπρακτα με την (αναπόφευκτη;) μνηστηροφονία τον τρίτο, όπου αντιστρέφεται ο θανάσιμος νόστος σε φονικό.
Μόνον που η αντιστροφή αυτή (που την εκμαιεύει η Αθηνά, με συναπόφαση του Δία) μένει σε εκκρεμότητα ως την έξοδο της Οδύσσειας. Ως τότε, ασυντέλεστος ακόμη ο νόστος του Οδυσσέα, σκιάζεται από τον θανάσιμο νόστο του Αγαμέμνονα, ως πιθανότητα που αναβάλλει τη βεβαιότητα. Και ασφαλώς δεν είναι ασήμαντη σύμπτωση το γεγονός ότι ο αφετηριακός λόγος του Δία στην αγορά θεών της πρώτης ραψωδίας προβάλλει ως αποδεικτικό παράδειγμα συνενοχής των ανθρώπων στην προσωπική τους μοίρα, τα συμφραζόμενα του νόστου του Αγαμέμνονα, που ο Αίγισθος (αγύριστο κεφάλι) τον προάγει σε φονικό.
Υπονοώντας ως ανάλογη την περίπτωση του Οδυσσέα, ο νόστος του οποίου ακόμη ληθαργεί στο νησί της Καλυψώς, ενώ οι μνηστήρες διεκδικούν την εξουσία και τη γυναίκα του. Πρόκειται για ένα είδος υποθετικής εξίσωσης, που αιωρείται σε όλο το μήκος της Οδύσσειας, την οποία ο ποιητής, με τον δικό του τρόπο, σκόπιμα τη συντηρεί, έχοντας σύμμαχο την Αθηνά. Θεά μοναχική, πολύτροπη στη σκέψη, στον λόγο και στα έργα, όσο και όπως ο ίδιος ο Οδυσσέας που της ταιριάζει και της μοιάζει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ