Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας οι κρατικές τράπεζες αποτελούσαν βασικό συστατικό στοιχείο του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η αντίστροφη μέτρηση για τον αφανισμό τους ξεκινά με την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ. Τα πρώτα χρόνια με ιδιωτικοποιήσεις (Εμπορική, Γενική) και μετά το ξέσπασμα της εξελισσόμενης κρίσης με εκκαθαρίσεις (Αγροτική Τράπεζα, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο). Τελευταίο προπύργιο του Δημοσίου στον κλάδο αποτελεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ), για το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα πέσουν σύντομα τίτλοι τέλους.

Η συμφωνία με τους δανειστές είναι συγκεκριμένη: Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει ότι το ΤΠΔ δεν παραγκωνίζει τον ανταγωνισμό, που σημαίνει ότι το κομμάτι του εμπορικού του τομέα, δηλαδή η χορήγηση στεγαστικών δανείων σε δημοσίους υπαλλήλους και η αποδοχή καταθέσεων, σταδιακά θα εκλείψει. Η αρχική πρόταση που είχε συζητηθεί με τους εκπροσώπους της τρόικας προέβλεπε την απόσχιση του τραπεζικού τομέα ώστε να αξιοποιηθεί αυτό το κομμάτι της περιουσίας του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το σχέδιο αυτό ωστόσο έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Οπως εξηγούν τραπεζικές πηγές, η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και η κρίση στην αγορά ακινήτων υπήρξαν καταλυτικές.

«Ενα νέο ίδρυμα με στεγαστικά δάνεια δεν θα δημιουργούσε καμία αξία»
αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ίδιοι κύκλοι. Προσθέτουν ωστόσο ότι ο στόχος της σταδιακής απομείωσης των τραπεζικών εργασιών παραμένει. Η διαφορά σε σχέση με το πρώτο πλάνο είναι ότι ο εμπορικός κλάδος δεν θα διαχωριστεί από τις λοιπές δραστηριότητες, αλλά θα παραμένει στο ΤΠΔ και όσο περνά ο χρόνος θα συρρικνώνεται. Αυτό μεταφράζεται σε αναστολή όλων των νέων χρηματοδοτήσεων και στη μη αποδοχή αποταμιεύσεων. Οι υφιστάμενες καταθέσεις θα μπορούν να ανανεώνονται, ωστόσο δεν θα είναι δυνατή η δημιουργία νέων λογαριασμών.
Οι δραστηριότητες


Ως σήμερα οι λειτουργίες του ΤΠΔ είναι χωρισμένες σε δύο μέρη: Στον δημόσιο κλάδο, που περιλαμβάνει τις παρακαταθήκες, τη χρηματοδότηση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και τη διακράτηση καταθέσεων του δημόσιου τομέα (π.χ. Πράσινο Ταμείο) και στον εμπορικό κλάδο, που σχετίζεται με τις καθαρά τραπεζικές εργασίες, δηλαδή τη χορήγηση στεγαστικών δανείων προς δημοσίους υπαλλήλους και την προσφορά καταθετικών προγραμμάτων για όλους τους ιδιώτες. Στις παρακαταθήκες διατηρείται ένα μέσο υπόλοιπο της τάξης των 2 δισ. ευρώ, ενώ στο Πράσινο Ταμείο υπάρχει ρευστότητα της τάξης των 1,8 δισ. ευρώ. Από την άλλη πλευρά, τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων φτάνουν τα 3,8 δισ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις υπολογίζονται στα 2,7 δισ. ευρώ.
Δεδομένου ότι οι δόσεις των δανείων παρακρατούνται απευθείας από τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, οι καθυστερήσεις που εμφανίζει το ΤΠΔ είναι πολύ μικρές. Ωστόσο, οι μεγάλες μειώσεις στις αποδοχές των εργαζομένων του Δημοσίου τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει καταστήσει απαραίτητη τη ρύθμισή τους. Από τα 180.000 στεγαστικά δάνεια έχουν ήδη ρυθμιστεί τα 25.000, με την παροχή άτοκης περιόδου χάριτος ή τη μερική καταβολή της δόσης, ενώ εκτιμάται ότι μέσα στους επόμενους μήνες σε καθεστώς διευθέτησης θα έχει ενταχθεί το 25% των πελατών της τράπεζας. Εξάλλου, πλέον το ανώτατο ποσοστό της δόσης επί του μισθού δεν μπορεί να ξεπερνά το 30% έναντι 60% προηγουμένως.
Η ασφάλεια


Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των καταθέσεων που τηρούνται στην τράπεζα είναι τοποθετημένες σε λογαριασμούς προθεσμίας, με τους περισσότερους καταθέτες να διατηρούν υπόλοιπα μεταξύ 50.000 και 100.000 ευρώ. Τα επιτόκια που προσφέρονται είναι τα υψηλότερα της αγοράς και ισχύουν ακόμη και για χαμηλά ποσά, γεγονός που αποτελεί ισχυρό κίνητρο ακόμη για μικροαποταμιευτές. Η διαφορά με τις λοιπές εμπορικές τράπεζες είναι ότι δεν παρέχεται εγγύησή τους ως το ποσό των 100.000 ευρώ από τα ισχύοντα συστήματα προστασίας, αλλά οι καταθέσεις διασφαλίζονται στο σύνολό τους από το Ελληνικό Δημόσιο. Οπως σημειώνουν ωστόσο τραπεζικές πηγές, ενδεικτικό της ασφάλειας που συνεπάγεται η διατήρηση κεφαλαίων στο ΤΠΔ είναι το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η διαθέσιμη ρευστότητά του ξεπερνά το ύψος των καταθέσεων. Δηλαδή το Ταμείο είναι σε θέση να αποδώσει ανά πάσα στιγμή στους καταθέτες του το σύνολο των αποταμιεύσεών τους.
Φύλαξη παρακαταθηκών επί 174 χρόνια
Η ιστορία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) ξεκινά το 1839, με την ίδρυση ενός αυτόνομου χρηματοπιστωτικού οργανισμού, υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Σκοπός της ιδρύσεώς του ήταν η αποκλειστική φύλαξη και διαχείριση κάθε είδους παρακαταθήκης.
Διαχρονικά και παράλληλα με την εξέλιξη της λειτουργίας του κράτους και της εθνικής οικονομίας το ΤΠΔ ανέπτυξε και άλλες δραστηριότητες και κυρίως στον τομέα διαχείρισης κεφαλαίων διαφόρων φορέων του Δημοσίου.
Η πρώτη φάση, από την ίδρυσή του (και ειδικότερα από το 1925) ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χαρακτηρίζεται από έναν ιδιαίτερο δυναμισμό στη χορήγηση δανείων για εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας. Η δεύτερη φάση, από τη λήξη του πολέμου και ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, και παρ’ όλη τη δυσμενή θέση στην οποία βρέθηκε με τον πόλεμο χαρακτηρίζεται από προσπάθεια ανασχηματισμού διαθέσιμων κεφαλαίων και επεκτείνει τις αρμοδιότητές του σε νέους τομείς δράσεις.
Η τελευταία φάση (δεκαετίες ’80 και ’90) χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη των νέων θεσμών στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και το Ταμείο διαδραματίζει στο πλαίσιο αυτό πρωτεύοντα ρόλο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ