Τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μόλις έφτασε στην σκληρή Νέα Υόρκη από τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, σε ηλικία 19 ετών, περιγράφει σε άρθρο της στο περιοδικό Harper’s Bazaar η μεγαλύτερη περσόνα της ποπ σκηνής, Μαντόνα. Μεταξύ άλλων περιγράφει πώς έπεσε θύμα βιασμού και πώς διέρρηξαν το σπίτι της τρεις φορές.

«Η Νέα Υόρκη δεν ήταν ακριβώς όπως την περίμενα. Δεν με υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες. Τον πρώτο χρόνο με λήστεψαν υπό την απειλή όπλου. Με βίασαν σε μια ταράτσα με την απειλή ενός μαχαιριού στην πλάτη μου και διέρρηξαν το διαμέρισμά μου τρεις φορές. Δεν ξέρω γιατί, δεν είχα τίποτα πολύτιμο μέσα, αφότου έκλεψαν το ραδιόφωνό μου την πρώτη φορά» αφηγείται.

Η Μαντόνα περιγράφει ακόμη πως της κοβόταν η ανάσα από το μέγεθος της πόλης, και πως έτρεμε από τον φόβο της εξαιτίας της μυρωδιά των ούρων και του εμετού σε όλη την πόλη.

«Προσπαθώντας να γίνω επαγγελματίας χορεύτρια, να μπορώ να πληρώνω το νοίκι μου ποζάροντας γυμνή σε μαθήματα ζωγραφικής, κοίταζα επίμονα ανθρώπους που με κοίταζαν επίμονα, ενώ ήμουν γυμνή. Τους προκαλούσα να με σκεφτούν ως μια μορφή που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν με τα μολύβια τους ή με το κάρβουνό τους. Τα έπαιρνα όλα αψήφιστα. Ήμουν αποφασισμένη να επιβιώσω, να τα καταφέρω. Αλλά ήταν δύσκολα και ένιωθα μοναξιά. Έπρεπε να προκαλώ καθημερινά τον εαυτό μου για να τα καταφέρω» λέει.

Στη συνέχεια περιγράφει τις δυσκολίες κατά την μετοίκηση στην Βρετανία, μετά τον γάμο της με τον βρετανό σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι.

«Επειδή μιλάμε την ίδια γλώσσα, δεν σημαίνει ότι ‘μιλάμε’ την ίδια γλώσσα. Δεν κατανοούσα ότι υπήρχε ακόμη ταξικός διαχωρισμός. Δεν καταλάβαινα την κουλτούρα της παμπ. Δεν καταλάβαινα την αποδοκιμασία απέναντι στο να είσαι φανερά φιλόδοξος. Για άλλη μια φορά ένιωθα μοναξιά. Αλλά τελικά βρήκα το δρόμο μου και κατάφερα να αγαπήσω το βρετανικό πνεύμα, την γεωργιανή αρχιτεκτονική, την κολλώδη πουτίγκα και την βρετανική εξοχή. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την βρετανική εξοχή» λέει.

Ακόμη περιγράφει την απόφασή της να υιοθετήσει τον γιο της Ντέιβιντ από το Μαλάουι ως μια ακόμη πρόκληση στη ζωή της.

«Με κατηγόρησαν για απαγωγή, για παιδικό τράφικινγκ, ότι εκμεταλλεύτηκα την φήμη μου για να παρακάμψω την ‘ουρά’, για να δωροδοκήσω κυβερνητικούς αξιωματούχους, για μαγεία και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου» γράφει.

«Αυτή η εμπειρία μου άνοιξε τα μάτια. Μια δυσάρεστη στιγμή στη ζωή μου. Μπορούσα να αντέξω την σκληρή κριτική για την προσποίηση αυνανισμού πάνω στην σκηνή ή για την έκδοση του βιβλίου μου ‘Sex’, ή ακόμη και το για φιλί μου με την Μπρίτνι Σπίαρς, αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι θα με τιμωρούσαν επειδή προσπάθησα να σώσω τη ζωή ενός παιδιού. Φίλοι προσπαθούσαν να με παρηγορούσαν λέγοντάς μου να το παρομοιάσω σαν πόνους γέννας. Αυτό ήταν κάπως ανακουφιστικό. Όπως και να’ χει, πέρασε. Επιβίωσα» γράφει.