Το χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, μεταπολεμικά τουλάχιστον, ήταν πάντοτε τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα: το δημοσιονομικό και των εξωτερικών συναλλαγών. Τα ελλείμματα αυτά αποτελούσαν τον δεσμευτικό περιορισμό για κάθε σοβαρή και διατηρήσιμη αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.

Η είσοδος της Ελλάδας στη Νομισματική Ενωση στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000, με τη χρηματοοικονομική ολοκλήρωση που επέφερε και τον συνακόλουθο δραστικό περιορισμό του ρίσκου χώρας, επέτρεψε τον δανεισμό από τις διεθνείς αγορές με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Η υψηλή για τα ελληνικά δεδομένα εισροή πόρων που ακολούθησε ήταν, όπως απεδείχθη, καταστροφική για την ελληνική οικονομία.

Οι πόροι κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγο στον τομέα των μη εμπορευσίμων (Δημόσιο, υπηρεσίες και οικοδομές), ο οποίος υπεραναπτύχθηκε εις βάρος του δυναμικού και παραγωγικού τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, που παραγκωνίστηκε και σταδιακά συρρικνώθηκε.

Το αρχικό λάθος έγινε βέβαια από τις διεθνείς αγορές που, όπως εκ των υστέρων φάνηκε, αγνοούσαν τα οικονομικά των νομισματικών ενώσεων, αποτίμησαν λανθασμένα τους απορρέοντες κινδύνους και δάνειζαν την Ελλάδα με αδικαιολόγητα χαμηλά επιτόκια. Και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όμως, καθώς και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως και οι έλληνες καταναλωτές, εκμεταλλεύτηκαν το λάθος των αγορών στο μέγιστο δυνατό. Ωθούμενοι από ένα κλίμα εξαιρετικά θετικών προσδοκιών, ανεύθυνα και απερίσκεπτα, επέκτειναν το κράτος και οδήγησαν την κατανάλωση σε επίπεδα εντελώς ασύμβατα με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

Αποτέλεσμα: τα δίδυμα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και η διεθνής επενδυτική θέση της χώρας, να εκτοξευθούν στα ύψη. Οι αγορές με καθυστέρηση επιτέλους κατάλαβαν, η ροή πόρων σταμάτησε και η ρευστότητα εξατμίστηκε. Η κατάσταση τον Μάιο του 2010 ήταν μη διατηρήσιμη, η χώρα πέρασε υπό την εποπτεία της τριμερούς για να μην αθετήσει τις υποχρεώσεις της. Η προσαρμογή ήταν αναγκαία και μονοσήμαντη ως λύση. Θα ήταν βίαιη, επίπονη και μακρόπνοη, όπως αποδείχθηκε.

Το 2013 η προστιθέμενη αξία που θα παραχθεί στην Ελλάδα θα είναι κατά 25% λιγότερη από αυτήν που είχε παραχθεί το 2008. Το 2013 το ποσοστό των απασχολουμένων θα περιοριστεί περίπου στο 73% του εργατικού δυναμικού από 92% που ήταν το 2008. Επιπλέον, η ιδιωτική κατανάλωση το 2013 προβλέπεται να είναι περίπου κατά 30% χαμηλότερη από αυτήν του 2008 δείχνοντας την απομείωση που υπέστη η ευημερία των πολιτών αυτής της χώρας τα τελευταία χρόνια. Οι αριθμοί αυτοί περιγράφουν επαρκώς τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία δίνοντας μια αίσθηση των επικρατουσών ανισορροπιών στην αγορά προϊόντος και εργασίας. Επιπλέον, οι αριθμοί μαρτυρούν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Τελικά όμως η προσπάθεια και ο πόνος μεγάλης μερίδας του πληθυσμού δεν ήταν χωρίς αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το 2013 η Ελλάδα προβλέπεται να έχει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Αλλά και το μονίμως ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν θα μηδενιστεί. Αναγνωρίζω πλήρως ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ίσως μάλιστα βαθύτερη από αυτήν που καταγράφεται από τα πρόσφατα εθνικολογιστικά στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Η ανεργία είναι σε μη αποδεκτά επίπεδα. Τα δύο βασικά μεγέθη, δημόσιο χρέος και διεθνής επενδυτική θέση, κρέμονται απειλητικά πάνω από το κεφάλι μας. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει πολλά ασταθή κονδύλια που εύκολα μπορούν να ανατρέψουν την εικόνα. Κάτι εξαιρετικά σημαντικό όμως έχει επιτευχθεί, τα δίδυμα ελλείμματα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί και η Ελλάδα ζει με τις δικές της δυνάμεις. Οι βάσεις της ανάκαμψης έχουν τεθεί και παράλληλα η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας στις διαβουλεύσεις για το χρέος έχει δραστικά ενισχυθεί.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010 επέλεξαν την εξισορρόπηση των διδύμων ελλειμμάτων με μια επίπονη διαδικασία μακράς πνοής στο πλαίσιο της διεθνούς βοήθειας και των μνημονίων. Ολοι όσοι ζητούσαν και όσοι εξακολουθούν να ζητούν κατάργηση, απαλλαγή, απεμπλοκή ή όποια άλλη αλαζονική διατύπωση από το μνημόνιο είναι αλήθεια ότι θα επιτύγχαναν την εξισορρόπηση εν μια νυκτί. Αυτό βέβαια δεν λέγεται ρητά, αρρήτως όμως συνεπάγεται για μια χώρα που δεν έχει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική και είναι αποκλεισμένη από τις αγορές. Δεν μπορώ να κάνω πρόβλεψη των συνεπειών μιας τέτοιας επιλογής. Ωστόσο, του χρόνου, αν όλα πάνε καλά, είναι πολύ πιθανόν να βγούμε στις αγορές. Η Ελλάδα σταδιακά κερδίζει τη χαμένη αξιοπιστία της. Συζητάμε ακόμη πια είναι η σωστή επιλογή;

Ο κ. Νίκος Ζόνζηλος είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ και πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος.