Παρά τη θρυλούμενη κρίση τους, τα κόμματα εξακολουθούν να αποτελούν κεντρικό πυλώνα στις σύγχρονες δημοκρατίες. Οση δυσθυμία κι αν έχει παρεισφρήσει στις σχέσεις των πολιτών με τα κόμματα, η σημαντικότητα του ρόλου τους θέτει επί τάπητος το ζήτημα της δημοκρατικής ποιότητας ως προς τον τρόπο οργάνωσής τους. Τα κόμματα δεν είναι οργανωμένα με τον ίδιο τρόπο· άλλα επικεντρώνονται στη συγκέντρωση ψήφων, άλλα είναι προσανατολισμένα στη στρατολόγηση ατόμων σε κλαδική βάση και άλλα ενδιαφέρονται για τον ιδεολογικό εγκιβωτισμό μελών σε «πυρήνες» με ταξικά – επαγγελματικά κριτήρια. Η ταξινόμηση αυτή, την οποία οφείλουμε στον Maurice Duverger, περιγράφει τη βασική οργανωτική λογική που διέπει αντιστοίχως φιλελεύθερα, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.
Ο Duverger επεξεργάστηκε επίσης τον τύπο οργάνωσης των φασιστικών κομμάτων, τα οποία κατέταξε στην κατηγορία της «μιλίτσιας». Ενα κόμμα-«μιλίτσια» (κόμμα-«πολιτοφυλακή») διαθέτει παραστρατιωτική δομή και λειτουργία, αυστηρή πειθαρχία και άκαμπτη ιεραρχία. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένας εκπαιδευμένος «ιδιωτικός στρατός» ακολούθων (militia) που επιδιώκει την κατατρομοκράτηση των αντιπάλων. Παρ’ ότι ο «ιδιωτικός στρατός» συνοδεύεται από μια πολιτική οργάνωση, αυτή λειτουργεί ως πέπλο συγκάλυψης βίαιων πρακτικών και είναι χρήσιμη όταν το κόμμα-«πολιτοφυλακή» διεκδικεί μια στοιχειώδη πολιτική νομιμοποίηση.
Η ανάλυση του κόμματος-«μιλίτσια» αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της μεταπολεμικής εξτρεμιστικής Δεξιάς: από το υπερεθνικιστικό VMO, που ήταν υπέρ μιας «φυλετικά καθαρής Φλάνδρας» και οργάνωνε παραστρατιωτικές δράσεις για να στηρίξει τις αποσχιστικές και ρατσιστικές θέσεις του, μέχρι τη φιλοναζιστική Χρυσή Αυγή, που από την αρχή έθεσε ως στόχο να αντιμετωπίσει τους «εσωτερικούς» και «εξωτερικούς υπονομευτές» σχηματίζοντας «τάγματα εφόδου», το οργανωτικό μοντέλο του κόμματος-«μιλίτσια» ταιριάζει γάντι στα μορφώματα του συγκεκριμένου χώρου. H διαφορά μεταξύ VMO και Χρυσής Αυγής είναι ότι το πρώτο, λόγω συμμαχιών του με κατεστημένα δεξιά κόμματα, κατόρθωνε να καθιστά δυσδιάκριτο τo προφίλ του ως «μιλίτσιας», γι’ αυτό και χρειάστηκαν είκοσι χρόνια μέχρι να τεθεί εκτός νόμου. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής ωστόσο, διά στόματος του αρχηγού της, έχει ανοιχτά υποστηριχθεί το «στρατιωτικό μοντέλο οργάνωσής» της και με περηφάνια η Χρυσή Αυγή έχει αυτοπροσδιοριστεί ως ένα κόμμα των «ταγμάτων εφόδου» (ομιλία Ν. Μιχαλολιάκου, 25.8.2012, https://www.youtube.com/watch?v=lzXmbrdfDow, ανάκτηση 26.9.2013).
Η Χρυσή Αυγή έχει όλα τα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε παραστρατιωτική μονάδα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και από μόνος του αν παρακολουθήσει συγκεντρώσεις της οργάνωσης: στην αρχή προσέρχονται κατά μόνας άτομα και όταν πυκνώσει ο χώρος από συγκεντρωμένους καταφθάνουν, εν είδει στρατιωτικού σχηματισμού, με κοινή ενδυμασία και κρατώντας κομματικά λάβαρα με κοντάρια, δύο έως τρεις ομάδες των δώδεκα ή περισσότερων ατόμων από το Μέτωπο Νεολαίας, στοιχισμένων και διατεταγμένων ανά τριάδες, τα οποία παρατάσσονται πειθαρχημένα –με την παρέμβαση ανδρών που φέρουν στολές παραλλαγής –μπροστά από το συγκεντρωμένο πλήθος. Καθώς το μοτίβο είναι επαναλαμβανόμενο, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια τακτική της Χρυσής Αυγής, που παραπέμπει στην ύπαρξη μιας διττής οργανωτικής δομής αποτελούμενης από έναν πυρήνα μελών που δρα με στρατιωτικά πρότυπα και από έναν ευρύτερο χώρο υποστηρικτών που τουλάχιστον συμβολικά κυκλώνεται από την κομματική πολιτοφυλακή.
Το γεγονός ότι μια παραστρατιωτική μιλίτσια έχει διεισδύσει στα σώματα ασφαλείας, όπως κάτι τέτοιο διακρίνεται από τα υψηλά ποσοστά της Χρυσής Αυγής σε εκλογικά κέντρα όπου ψήφισαν μαζικά ένστολοι, είναι ένα ανησυχητικό αλλά όχι δυσερμήνευτο γεγονός. Η κοινωνική απαξίωση των σωμάτων ασφαλείας, οι χρόνιες συγκρούσεις τους με ακραίες ομάδες της Αριστεράς, μια μίζερη καθημερινότητα του ρίσκου που βιώνουν κυρίως όσοι υπηρετούν στις μονάδες της τάξης, διευκολύνουν την προσέγγιση θυλάκων της Αστυνομίας (εκείνων που δρουν σε κλειστούς πυρήνες) με υπερεθνικιστικές ομάδες, οι οποίες αυτοπροβάλλονται ως ιδεολογικά και επιχειρησιακά όμορες με δυνάμεις της κρατικής τάξης.
Σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή, ήδη από το 1983, όταν η οργάνωση δήλωσε πρώτη φορά επισήμως την παρουσία της στην πολιτική σκηνή, έως τις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012, σημειώνονται ορισμένες θεσμικές παραλείψεις. Στη γνωστοποίηση το 1983 προς τον Αρειο Πάγο της ίδρυσης κόμματος με την επωνυμία Λαϊκός Σύνδεσμος, όπως και στη γνωστοποίηση της συμμετοχής του στις ευρωεκλογές το 1994 με την επωνυμία Χρυσή Αυγή – Λαϊκός Σύνδεσμος και από το 2009 της συμμετοχής του σε εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές με την τωρινή του ονομασία (Λαϊκός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή) δεν περιλαμβάνεται η φρασεολογία του άρθρου 29 §1 του Συντάγματος περί εξυπηρέτησης από το συγκεκριμένο κόμμα «της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Επιπλέον, έως και τις βουλευτικές εκλογές του 2012, η αδειοδότηση της συμμετοχής της Χρυσής Αυγής σε εκλογές δεν συνοδευόταν από την κατάθεση του Καταστατικού της (αυτό γίνεται μόλις τον Αύγουστο του 2012). Αν εικάσουμε βασίμως ότι το καταστατικό της οργάνωσης, με το οποίο συμμετείχε σε εκλογικές αναμετρήσεις, είναι αυτό που διαβάσαμε προσφάτως στον Τύπο («Εφημερίδα των Συντακτών», 26.9.2013) και στο οποίο εξαίρεται η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και απορρίπτεται η δημοκρατία, τότε μπορούμε να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι η μη συμπερίληψή του στις σχετικές δηλώσεις της οργάνωσης συνιστά μια καίρια παράλειψη, αποφασιστικής σημασίας για το δικαίωμα ή όχι συμμετοχής της σε εκλογές.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ