Ο Υπουργός Οικονομικών στην Ανατροπή του Γιάννη Πρετεντέρη φάνηκε συμπαθής, ένας σοβαρός άνθρωπος που μπορεί και να χαμογελάει όταν πρέπει, και μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια τις επιλογές του. Για κάποιον που, κατά τη δική του δήλωση, δεν ασχολείται με την επικοινωνιακή του προβολή αυτή ήταν μια επιτυχημένη δημόσια εμφάνιση.

Το επικοινωνιακό μήνυμα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην προσωπικότητα του δημόσιου άρχοντα, ήταν ότι ο κύριος Στουρνάρας είναι ένας πολιτικός νέας κοπής, όπως θα τον θέλαμε.

Στην ερώτηση για το αν σκοπεύει να αφοσιωθεί σε μια πολιτική καριέρα ο κύριος Στουρνάρας απάντησε αρνητικά, με αρκετή αυτοπεποίθηση για την ορθότητα της απάντησής του. Οι νέοι πολιτικοί έχουν πάρει χαμπάρι ότι ακόμα και η λέξη “πολιτεύομαι” είναι απαξιωμένη όσο και το σύστημά μας. Όσο περισσότερο την αποτάσσεσαι τόσο περισσότερο παίρνεις αποστάσεις από τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις. Κατ’ επέκταση θεωρείσαι λιγότερο συστημικός, και αυτό για έναν υπουργό, μια κατ’ εξοχήν (και με την καλύτερη έννοια του όρου) συστημική θέση, είναι μια καινούργια επιθυμητή ποιότητα.

Ο κύριος Στουρνάρας συνέχισε λέγοντας ότι δρα σύμφωνα με τη συνείδησή του έχοντας ως πυξίδα το καλύτερο μέλλον της επόμενης γενιάς.

Αυτός είναι ένας συλλογισμός με σαφή στοιχεία λαϊκισμού που δεν αρμόζει σε φρέσκους πολιτικούς για τρεις λόγους.

Οσο δε χρειαζόμαστε πολιτικούς που να δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης άλλο τόσο δεν χρειαζόμαστε πολιτικούς με περιορισμένες ευθύνες. Η πολιτική είναι μια σχέση ζύμωσης με τον ψηφοφόρο, όσμωσης με την κοινωνία, μέρος της οποίας ο επαγγελματίας πολιτικός αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει. Επομένως εμπλέκεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο τον ελέγχει. Ένας πολιτικός που αρνείται να πληρώσει το λεγόμενο πολιτικό κόστος είναι ένας ανεξέλεγκτος πολιτικός, επικίνδυνος.

Δεύτερο: δεν επιλέγουμε πολιτικούς για να δρουν με βάση την προσωπική τους συνείδηση, αυτή ας την κρατήσουν για τον ηθικό τρόπο με τον οποίο κάνουν τη δουλειά τους. Εκλέγονται με βάση πολιτικές δεσμεύσεις, εκλέγονται για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του λαού, με βάση ένα συγκεκριμένο προεκλογικό πρόγραμμα. Ψηφίζουμε πολιτικές και όχι προσωπικές επιλογές. Προσωπική συνείδηση που νομιμοποιεί τη δράση του έχει και ο Μιχαλολιάκος.

Τρίτο: δεν υπάρχει μεγαλύτερο λαϊκιστικό επιχείρημα από το να ζητήσεις θυσίες για την επόμενη γενιά. Δεν υπάρχει κανείς με γεννημένα ή αγέννητα παιδιά που να μην το θεωρήσει καθήκον του. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η ανεργία και η ύφεση εξασφαλίζουν ακριβώς μια φτωχότερη επόμενη γενιά. Αυτό δουλεύει ακριβώς όπως το περιγράφει ο Πολ Κρούγκμαν στο βιβλίο του «Τέλος στην ύφεση, τώρα!» (εκδόσεις Πόλις). Επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα. Οι γονείς μου κατάφεραν να αποκτήσουν ένα σπίτι ακριβώς επειδή η επαγγελματική τους ακμή συνέπεσε με την ανοδική πορεία της χώρας. Ηταν η περίοδος που χτίστηκε η περίφημη μέση τάξη στην Ελλάδα, και έτσι η γενιά των γονιών μου ήταν καλύτερα από αυτή των παππούδων μου. Κατάφεραν επίσης να σπουδάσουν δύο παιδιά γιατί είχαν πρόσβαση σε δάνεια. Μπορέσαμε έτσι όντως να έχουμε καλύτερη παιδεία από αυτή που ταξικά θα μας έπρεπε. Με αυτή την έννοια οι δεκαετίες του 90 και του 2000 έδωσαν τη δυνατότητα στα παιδιά των μικροαστών να ζήσουν όντως πέρα από τις δυνάμεις τους, κάποιοι τα έκαναν οικόπεδα, άλλοι πτυχία. Τα παιδιά της δικής μου γενιάς δεν θα έχουν καλύτερο μέλλον, πολύ απλά γιατί εμείς, οι πατεράδες τους, ακριβώς λόγω της τωρινής ανεργίας και ύφεσης δεν θα έχουμε συγκριτικά τα ίδια οικονομικά πλεονεκτήματα με τους δικούς μας γονείς. Προφανώς θα υπάρξουν εξαιρέσεις, κάποιοι θα είναι τυχεροί. Θα μπορέσουν να αναπληρώσουν το χαμένο τους εισόδημα και τα δικά τους παιδιά θα έχουν καλύτερο μέλλον.

Η περίπτωση του κυρίου Μόντι στην Ιταλία δείχνει ακριβώς το μέλλον αυτού τους είδους πολιτευτή. Είτε θέλεις να το πληρώσεις, είτε όχι, το πολιτικό κεφάλαιο σου ανατίθεται μόλις μπαίνεις στο κοινοβούλιο, δικό σου για να το χάσεις ή να το κερδίσεις.