Τη δεκαετία του 1980 ο άγγλος διεθνής στράικερ Γκάρι Λίνεκερ είπε τη διάσημη φράση «το ποδόσφαιρο παίζεται με δύο ομάδες από 11 παίκτες η καθεμιά και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί». Εκτοτε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες και του Τάμεση και του Ρήνου. Το αγγλικό ποδόσφαιρο βυθίστηκε στα τάρταρα μετά το Χέιζελ (1985) και τον αποκλεισμό των εγγλέζικων ομάδων από την UEFA. Ομως με τη γνωστή σιδηρά πυγμή της η βαρόνη Θάτσερ κατάφερε να εξαλείψει τον χουλιγκανισμό. Και μέσα σε 15 χρόνια η αγγλική Premier League είχε
(ξανα)γίνει το θεαματικότερο και πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ενώ οι αγγλικές ομάδες πρωταγωνιστούσαν στην Ευρώπη.
Και ξαφνικά η διαπίστωση-κατάρα του Λίνεκερ επανέρχεται στην επικαιρότητα. Οχι μόνο επειδή κερδίζουν πλέον οι Γερμανοί του Εγγλέζους ακόμη και μέσα στην Αγγλία –πλέον πρόσφατο παράδειγμα η προχθεσινή ήττα της Αρσεναλ από την Μπάγερν Μονάχου στο Λονδίνο. Αλλά και επειδή αμφισβητείται πλέον το αγγλικό οικονομικό-διαχειριστικό μοντέλο των ποδοσφαιρικών ομάδων. Είναι αυστηρή η κριτική και δηλητηριώδη τα πυρά που δέχονται οι ομάδες της Premier League, ακόμη και η φιλοσοφία του ίδιου του αγγλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου από τους ίδιους τους Εγγλέζους, που ξαφνικά διαπιστώνουν ότι πληρώνουν πανάκριβα εισιτήρια για να παρακολουθούν ένα θέαμα που όλο και πιο μέτριο γίνεται και όλο και λιγότερο ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο και σε ό,τι αφορά τους συλλόγους και σε ό,τι αφορά την εθνική ομάδα.

«Η ταπεινωτική ήττα της Αρσεναλ από την Μπάγερν επιβεβαιώνει αυτό που όλοι βλέπαμε εδώ και καιρό: την παρακμή της Premier League και την αναρρίχηση στην κορυφή της Ευρώπης της Bundesliga. Η κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου από την Τσέλσι, πριν από εννέα μήνες, δεν ανατρέπει την πραγματικότητα»
εκτιμά στη λονδρέζικη «Evening Standard» ο Σάιμον Τζόνσον, έπειτα από μια δημοσιογραφική αποστολή στη Γερμανία και συγκεκριμένα στο Ντόρτμουντ, φιλοξενούμενος της τοπικής Μπορούσια.

«Ακόμη η Premier League μπορεί να απολαμβάνει τα γενναιόδωρα τηλεοπτικά δικαιώματα. Προσφάτως ανανέωσε τη συμφωνία της με τα τηλεοπτικά κανάλια, που θα της αποδώσει 5 δισ. στερλίνες
(5,8 δισ. ευρώ) για την επόμενη τριετία» σημειώνει ο Τζόνσον. Αλλά, όπως προσθέτει, το διαχειριστικό μοντέλο των βρετανικών ομάδων και του πρωταθλήματος εν γένει δεν βασίζεται στα τηλεοπτικά δικαιώματα. Βασίζεται στα κεφάλαια των ρώσων ολιγαρχών και των αράβων σεΐχηδων, που έριξαν ζεστό χρήμα στην αγγλική ποδοσφαιρική αγορά, χαρίζοντάς της μεν μια λαμπερή βιτρίνα από ποδοσφαιρικά αστέρια αλλά ταυτόχρονα αποδυναμώνοντας τη δυνατότητα να καλλιεργήσει και να αναδείξει τα δικά της, εγχώρια ταλέντα.
Σε αντίθεση με την Premier League, η Bundesliga προσφέρει θέαμα και διασκέδαση, με πρωταγωνιστές τα ταλέντα της εγχώριας ποδοσφαιρικής αγοράς, που στελεχώνουν κατά κανόνα τις γερμανικές ομάδες και βεβαίως την εθνική ομάδα της Γερμανίας. Και όλα αυτά με ένα τίμημα υποφερτό για τον μέσο γερμανό φίλαθλο. Θα αντέτεινε, βεβαίως, κάποιος ότι δεν είναι μόνο το γερμανικό μοντέλο που εμφανίζει το τελευταίο χρονικό διάστημα περισσότερες επιτυχίες από το αγγλικό και το βρετανικό εν γένει. Είναι και το ισπανικό, κυρίως χάρη στο φαινόμενο Μπαρτσελόνα, που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ενορχηστρωτής των επιτυχιών της Μπαρτσελόνα, ο προπονητής Πεπ Γκουαρντιόλα, επέλεξε την Μπάγερν για να συνεχίσει την καριέρα του, απορρίπτοντας τα εκατομμύρια που του πρόσφεραν η Τσέλσι και ο Ρομάν Αμπράμοβιτς.
Δεν είναι μόνο η Μπάγερν που πιθανότατα θα συνεχίσει την πορεία της στο Champions League με τον διάσημο «μαέστρο» της Μπαρτσελόνα στο τιμόνι της. Είναι επτά συνολικά γερμανικές ομάδες που συνεχίζουν την ευρωπαϊκή τους πορεία. Και για πρώτη φορά από το 1999 οι ομάδες της Bundesliga που έχουν προκριθεί και παίζουν στους 16 του Champions League είναι περισσότερες από τις ομάδες της Premier League. Επιπλέον, κάθε παιχνίδι της Bundesliga παρακολουθούν εφέτος κάτα μέσον όρο 45.116 θεατές. Και γιατί να μη γεμίσουν τα γερμανικά γήπεδα οι φίλαθλοι, αφού το εισιτήριο κοστίζει κατά μέσον όρο 22,62 ευρώ (19,55 στερλίνες); Σημειωτέον ότι στη Βρετανία η τιμολόγηση των εισιτηρίων τείνει να εξελιχθεί σε σκάνδαλο. Τον περασμένο μήνα οπαδοί της Μάντσεστερ Σίτι έφθασαν να διοργανώσουν διαδήλωση διαμαρτυρίας για τις… 62 στερλίνες (71,75 ευρώ) που πλήρωσαν για να δουν την ομάδα τους να παίζει με την Αρσεναλ στο απαστράπτον Emirates.

«Εμείς θεωρούμε πολύ σημαντικό να έχουμε τους φιλάθλους κοντά μας. Δεν θέλουμε να είμαστε μια κλειστή λέσχη. Στο Ντόρτμουντ τα εισιτήρια στις 26.000 θέσεις του άνω διαζώματος κοστίζουν μόλις 11 ευρώ. Στην αρχή της εφετινής σεζόν προβληματιστήκαμε, άλλωστε, αν θα αυξήσουμε την τιμή του μισόλιτρου κουτιού της μπίρας από τα 3,70 στα 3,80 ευρώ. Αποφασίσαμε να μην το κάνουμε. Τα επιπλέον 10 λεπτά του ευρώ που θα εισπράτταμε από κάθε μπίρα δεν πρόκειται να μας βοηθούσαν να ανανεώσουμε το συμβόλαιο του Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι, για παράδειγμα»
δήλωσε στην «Evening Standard» ο διευθυντής μάρκετινγκ και πωλήσεων της Μπορούσια Ντόρτμουντ Κάρστεν Κράμερ.
Πλεονέκτημα ο ιδιοκτησιακός κανόνας 50+1
Για τις γερμανικές ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες της Bundesliga ισχύει ο ιδιοκτησιακός κανόνας 50+1. Αυτό σημαίνει ότι το 50% των μετοχών της εταιρείας συν μία μετοχή πρέπει να ανήκουν στα μέλη της ομάδας. Ο κανόνας αυτός αποτρέπει ξένους μεγιστάνες να επενδύσουν σε γερμανικές ομάδες, αν δεν συμβιβαστούν με μειοψηφικό πακέτο μετοχών.
Αντίθετα, το μοντέλο ιδιοκτησίας και διοίκησης των ομάδων της αγγλικής Premier League στηρίζεται στους κροίσους από το εξωτερικό. «Αν αποκτήσεις έναν νέο μέτοχο από το Αμπου Ντάμπι ή από το Καζακστάν, είσαι υποχρεωμένος να παρουσιάσεις επιτυχίες μέσα στους επόμενους μήνες. Το άγχος αυτό όμως δεν σου επιτρέπει να δουλέψεις με ηρεμία τα ταλέντα που έχεις ήδη στη διάθεσή σου. Η πίεση για νίκες σε οδηγεί να φέρεις φίρμες προπονητές, φίρμες παίκτες, που άλλωστε είναι αμφίβολο αν θα σου φέρουν τα αποτελέσματα που ζητούν οι πλούσιοι επενδυτές. Πώς να δώσεις ευκαιρίες στους δικούς σου παίκτες; Πώς να τους βάλεις στο παιχνίδι όταν ο επενδυτής θέλει να δει να παίζει το αστέρι που χρυσοπλήρωσε, ακόμη κι αν δεν μπορεί να βγάλει ένα ημίχρονο;» εξηγεί ο προπονητής της Μπορούσια Ντόρτμουντ Γιούργκεν Κλοπ.
Γι’ αυτό ο Πεπ Γκουαρντιόλα προτίμησε την Μπάγερν από την Τσέλσι. «Ο Γκουαρντιόλα είναι ένας προπονητής με μακρόπνοο όραμα. Απαιτεί να φτιάξει την ομάδα όπως τη θέλει αυτός. Η Μπάγερν είναι πιο κοντά στο μοντέλο της Μπαρτσελόνα. Είναι μια ομάδα που στηρίζεται στους οπαδούς της και όχι σε έναν Αμπράμοβιτς, που θα σου καθορίσει ακόμη και την ενδεκάδα» τονίζει ο Κλοπ.

Ανάδειξη ταλέντων
Η προσήλωση των ομάδων της Bundesliga στην ανάπτυξη των ποδοσφαιρικών ακαδημιών τους και στην ανάδειξη ταλέντων από τα τμήματα παίδων, εφήβων και νέων των ίδιων των ομάδων αποτελεί τον μοχλό της επιστροφής του γερμανικού ποδοσφαίρου στην κορυφή της Ευρώπης. Στο αγγλικό πρωτάθλημα μόνο το 35% των παικτών είναι Βρετανοί. «Οι πλούσιοι επενδυτές εκείνο που θέλουν είναι να αγοράσουν μεγάλα αστέρια, που θα τους φέρουν σύντομα επιτυχίες στο γήπεδο. Δεν τους ενδιαφέρει να δημιουργήσουν αστέρια. Αντίθετα, στο γερμανικό το ποσοστό των ντόπιων ποδοσφαιριστών φθάνει το 60% και σε ορισμένες ομάδες (όπως στην Μπορούσια Ντόρτμουντ) το 70%. Το γερμανικό ποδόσφαιρο δημιουργεί μόνο του αστέρια, όπως ο Μάριο Γκέτσε, ο Φίλιπ Λαμ και ο Μπαστιάν Σβαϊνστάιγκερ» εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Ντόρτμουντ Χανς-Γιόακιμ Βάτσκε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ