Η Άγκυρα θα απαντήσει αναλόγως στην Αθήνα μετά την κατάθεση της ρηματικής διακοίνωσης εκ μέρους της ελληνικής πλευράς στον ΟΗΕ για την προκήρυξη οικοπέδων προς έρευνα υδρογονανθράκων από την τουρκική κυβέρνηση. Δεν προτίθεται όμως να ακυρώσει τη διεξαγωγή του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, παρά τη θέση ότι οι ελληνικοί ισχυρισμοί δεν έχουν βάση στο Διεθνές Δίκαιο.
Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε το απόγευμα της Παρασκευής στην ελληνική νότα που ουσιαστικά απαντά στις αποφάσεις του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου και είχαν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 27 Απριλίου 2012. «Έγινε γνωστό ότι η Ελλάδα κατέγραψε στα Ηνωμένα Έθνη τις απόψεις της αναφορικά με την ελληνική υφαλοκρηπίδα σχετικά με τις άδειες που δόθηκαν από τη χώρα μας στον ΤΡΑΟ για την υφαλοκρηπίδα μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι εν λόγω ισχυρισμοί της Ελλάδος δεν έχουν κάποια βάση στο Διεθνές Δίκαιο» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Όπως αναφέρεται, «οι ισχυρισμοί αυτοί βασικά εκφράζονταν κατά τις ενέργειες της Ελλάδος σε διμερές επίπεδο και δίδονταν από τη χώρα μας οι απαιτούμενες απαντήσεις. Αυτή τη φορά θα πραγματοποιηθούν ανάλογα βήματα από πλευράς μας και στο επίπεδο των Ηνωμένων Εθνών».
Το υπουργείο Εξωτερικών της γειτονικής χώρας τονίζει ότι οι άδειες που έδωσε η Τουρκία από το 2007 μέχρι τώρα στην κρατική εταρεία πετρελαίου (ΤΡΑΟ) είναι «εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο και υπάρχουν κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας για έρευνα και εξόρυξη φυσικών πηγών στους τομείς αυτούς». Η Τουρκία θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα δικαιώματά της αυτά που πηγάζουν από το Διεθνές Δίκαιο.
Ωστόσο, η Άγκυρα αποφεύγει να τραβήξει το πράγμα στα άκρα ενόψει του Ανωτάτου Συμβουλίου.
«Ενώ γίνονται τα απαιτούμενα βήματα για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων θα συνεχιστεί η συμπεριφορά μας για τη συνέχιση της ανάπτυξης των σχέσεών μας με την Ελλάδα και το να επωφελούμαστε από τους διαύλους διαλόγου που δημιουργήθηκαν με σκοπό την επίλυση των προβλημάτων» καταλήγει η ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών.
Κόντρα ΣΥΡΙΖΑ-ΥπΕξ για την διακοίνωση
Σε ό,τι αφορά την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ καταλογίζει στην κυβέρνηση μεγάλη καθυστέρηση «αφού έχουν περάσει επτά μήνες σχεδόν από την πρώτη τουρκική δήλωση που έθετε σε αμφισβήτηση ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στα οικόπεδα 5033,34,35 και 5028 και αναμφισβήτητα αποτελούν μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη βάση του διεθνούς δικαίου».
Ακόμη επισημαίνεται ότι «σοβαρά ερωτήματα προκύπτουν για τη γενικότερη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης. Γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και κόμματα της Βουλής αγνοούσαν τη χθεσινή ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης [δηλ. την επίδοση] , όπου η καθυστέρηση της ρηματικής διακοίνωσης επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες που μπορούν να αξιοποιηθούν σε βάρος των συμφερόντων της χώρας;
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. » Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η σημερινή ελληνική κυβέρνηση μπορεί να διαθέτει αποθέματα ανεξάρτητης πολιτικής βούλησης, όταν οι τροϊκανές πολιτικές έχουν μετατρέψει την πατρίδα μας σε «αποικία χρέους»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θεωρεί ότι η διεθνής σύμβαση της θάλασσας του ΟΗΕ του 1982, αποτελεί τη βάση διαλόγου με όλες τις όμορες χώρες συμπεριλαμβανόμενου της Τουρκίας σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με την αξιοποίηση του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου πλούτου.
Παράλληλα, όπως επισημαίνει στην ανακοίνωση, «υπερασπίζεται σθεναρά και αδιαπραγμάτευτα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας στη βάση μιας ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που είναι όμως ασύμβατη με τις πολιτικές εξάρτησης των μνημονίων».
Σε απάντησή του το υπουργείο Εξωτερικών σημειώνει ότι «ευαίσθητα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη θάλασσα, δεν προσφέρονται για μικροκομματική εκμετάλλευση και απαιτούν το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό συναίνεσης.
» Ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση εξυπηρετεί τους στρατηγικούς στόχους της ελληνικής διπλωματίας, στους οποίους οι περισσότεροι συμφωνούμε, αποφασίζεται με γνώμονα, και μόνον, την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων».