Συνθετικά χημικά σε προϊόντα καθημερινής χρήσης διαταράσσουν τη λειτουργία του ενδοκρινικού συστήματος και ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, για την παγκόσμια αύξηση των συγγενών ανωμαλιών, ορισμένων μορφών καρκίνου, μαθησιακών προβλημάτων στα παιδιά και νευροεκφυλιστικών ασθενειών όπως η Αλτσχάιμερ και η Πάρκινσον.

Παγκόσμια απειλή

Το συμπέρασμα προέρχεται από μελέτη για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ, την οποία διενήργησε διεθνής ομάδα ακαδημαϊκών, κάνοντας μάλιστα λόγο για «παγκόσμια απειλή που πρέπει να αντιμετωπιστεί».

Η έκθεση επικεντρώνεται στους Χημικούς Ενδοκρινείς Διαταράκτες (EDC), ουσίες που δεν είχαν μελετηθεί πριν τη χρήση τους από τη βιομηχανία, φαίνεται όμως ότι μιμούνται τη δράση ορμονών όπως τα οιστρογόνα και επηρεάζουν τόσο τον άνθρωπο όσο και την άγρια ζωή.

«Είναι ξεκάθαρο ότι ορισμένοι από αυτούς τους χημικούς ρύπους μπορούν να επηρεάσουν το ενδοκρινικό [ορμονικό] σύστημα και […] ενδέχεται επίσης να παρεμβαίνουν στις αναπτυξιακές διαδικασίες των ανθρώπων και ειδών άγριας ζωής» συμπεραίνουν οι συντάκτες.

Οι πλέον ύποπτοι ορμονικοί διαταράκτες:

  • Δισφαινόλη Α ή BPA: το διαβόητο αυτό χημικό κάνει τα πλαστικά πιο σκληρά. Χρησιμοποιείται κυρίως στις επενδύσεις των κονσερβών, σε πλαστικές συσκευασίες τροφίμων και σε καλλυντικά και μπορεί να απορροφάται από τον οργανισμό. Στην Ευρώπη η χρήση της δισφαινόλης έχει απαγορευτεί σε μπιμπερό και άλλα βρεφικά είδη.
  • Φθαλικοί εστέρες: Χρησιμοποιούνται για τον αντίθετο λόγο, για να κάνουν δηλαδή τα πλαστικά πιο μαλακά και εύκαμπτα. Περιέχονται σε παιχνίδια καθώς και σε αρώματα, αποσμητικά και καλλυντικά που απορροφώνται από τον οργανισμό.

    Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η μελέτη τους εξέτασε μόνο «την κορυφή του παγόβουνου», καθώς «πολλές εκατοντάδες ή και χιλιάδες» χημικά με άγνωστες ιδιότητες χρησιμοποιούνται ευρέως σε κάθε είδους προϊόντα. Επιπλέον, πολλές εταιρείες δεν κατονομάζουν ορισμένα από τα συστατικά που χρησιμοποιούν, ενώ δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τις ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις των ορμονικών διαταρακτών.

    Οι επιπτώσεις στην υγεία

    Η βιβλιογραφία που εξέτασαν οι ερευνητές για τις επιδράσεις των ορμονικών διαταρακτών στον άνθρωπο και στην άγρια ζωή δημιουργούν υποψίες σχετικά με το ότι τα χημικά αυτά συνδέονται με τους καρκίνους του μαστού και του προστάτη, τον διαβήτη, την πτώση του αριθμού των σπερματοζωάριων στους άνδρες, την υπογονιμότητα γενικά, το άσθμα, την παχυσαρκία, τα εγκεφαλικά επεισόδια αλλά και τις νόσους του Πάρκινσον και του Αλτσχάιμερ. Ενδέχεται επίσης να συνδέονται με συμπεριφορικές και μαθησιακές διαταραχές στα παιδιά, καθώς και με την εκδήλωση αυτισμού.

    «Όλες αυτές οι περίπλοκες, μη μεταδοτικές ασθένειες έχουν ταυτόχρονα ένα γενετικό και ένα περιβαλλοντικό συστατικό στοιχείο» γράφουν οι ερευνητές.

    «Δεδομένου ότι η αύξηση στην επίπτωση [συχνότητα νέων κρουσμάτων] και τoν επιπολασμό [συχνότητα στον γενικό πληθυσμό] δεν μπορεί να οφείλεται μόνο σε γενετικούς παράγοντες, είναι σημαντικό να εστιάσουμε στις προσπάθειες κατανόησης της συμβολής του περιβάλλοντος για αυτές τις τάσεις σε αυτά τα χρόνια νοσήματα» καταλήγουν οι ειδικοί.