Το κόστος του εργατικού δυναμικού, είναι μια σύνθετη έννοια. Το κόστος της εργασίας έγινε το πρώτο θέμα τον τελευταίο καιρό. Αφού οι κάθε είδους σοσιαλιστές και δεξιοί στην εξουσία αρνήθηκαν το πρόβλημα για πολλά χρόνια, ξαφνικά το ανακάλυψαν εκτρέποντάς το όμως από το κάδρο της κλεπτοκρατικής και κερδοσκοπικής τους διαχείρισης.
Η έννοια του κόστους εργασίας συνδέεται με τις: ανταγωνιστικότητα / ανάπτυξη. εργασία/ ανεργία. Έτσι, προφανώς, αν το κόστος εργασίας είναι πολύ υψηλό, ο επιχειρηματίας δεν έχει κανένα κίνητρο να επενδύσει, να προσλάβει, αφού τα παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες δεν θα είναι ανταγωνιστικά προς άλλα πιο συμφέροντα. Η ανάπτυξη θα υποφέρει.
Παρομοίως, αν ένας επιχειρηματίας θεωρεί ότι δεν θα κερδίσει, προσλαμβάνοντας έναν επιπλέον εργαζόμενο, στο πλαίσιο μιας καλής διαχείρισης από άποψη ασφάλειας, απλά δεν θα τον προσλάβει. Η έννοια του κόστους εργασίας όπως την παρουσιάζουν οδηγεί στο να προτείνουν μείωση των μισθών, ή μείωση των εισφορών για τις εν λόγω αμοιβές.
Αυτή, είναι φυσικά, μια ανόητη προσέγγιση που διαδίδεται από τη Δεξιά που ονειρεύεται τη μείωση του επιπέδου διαβίωσης αλλά και τη ψευδό-σοσιαλιστική αριστερά, που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τους τραπεζίτες και τους κρατικοδίαιτους αεριτζήδες επιχειρηματίες. Αλλά το πνευματικό τέκνο όλων μαζί αυτών των ηλιθίων, ήταν η φορολόγηση των εξόδων με την πρωτοφανή μείωση των μισθών, των συντάξεων, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ..
Παρατηρούμε επίσης τα πενιχρά αποτελέσματα που απέδωσε ο υποτιθέμενος πόλεμος κόντρα στην ακρίβεια, την ηλίθια πολιτική όσον αφορά τη φορολόγηση των καυσίμων, των ακινήτων και γενικά της υπερφορολόγησης των πάντων αλλά και της κλοπής των καταθέσεων μέσω των χαμηλών και πολλές φορές αρνητικών επιτοκίων όταν υπολογίσουμε τον πληθωρισμό.
Φαίνεται, πως κανείς δεν θέλησε να δει ότι το κόστος των μισθών μπορεί να παρουσιαστεί με διαφορετικό τρόπο. Κι αυτό είναι το αποκαλούμενο, κόστος αναπαραγωγής της εργασίας. Δηλαδή, για να μιλήσω όσο πιο απλά μπορώ, ό,τι πρέπει να κερδίσει ένα άτομο, για την κάλυψη των εξόδων του και της οικογενείας του.
Απλοϊκά εν τη σοφία του, όταν ο λαός ζητά μια αύξηση εκφράζει ακριβώς, αυτό: » Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα». Και μπορώ να πω ότι καταλαβαίνει καλύτερα τα οικονομικά από όλους αυτούς τους συμβούλους των τραπεζών και των υπουργών.
Γιατί » Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα»; Πρώτον, επειδή οι τιμές αυξάνονται. Είναι παταγώδης η αποτυχία στον υποτιθέμενο πόλεμο κατά της ακρίβειας που ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.Δεύτερον,το κόστος της στέγασης είναι πολύ υψηλό. Η φορολογική πολιτική στα ακίνητα έφερε το χάος γύρω από την αγορά κατοικίας.
Συγχαρητήρια παιδιά! Οι κάτοχοι των αποταμιεύσεων δεν θέλουν να επενδύσουν, γιατί παραβιάζονται τα στοιχειώδη δικαιώματά τους, η τιμολογιακή πολιτική ολόκληρου του τομέα είναι τόσο παράλογη που έχει κυριολεκτικά νεκρώσει κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Οι επαγγελματίες του τομέα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Τα υπέρογκα μεταφορικά έξοδα φούσκωσαν επιπλέον κατόπιν της απερίσκεπτης φορολόγησης των καυσίμων και της πολιτικής απάτης των διοδίων.
Επίσης οι δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, υγεία, εκπαίδευση κλπ κλπ… στοιχίζουν πάρα πολύ. Το κόστος των τροφίμων έχει επιβαρυνθεί από μια σουρεαλιστική πολιτική προστασίας των γεωργικών προϊόντων με τις επιδοτήσεις και οργανωμένη από τη μαφία του μη ανταγωνισμού. Το κόστος των προμηθειών, των συναλλαγών, των κλειστών επαγγελμάτων είναι σαφές ότι αντανακλάται στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και ως εκ τούτου στους μισθούς που οι άνθρωποι θεωρούν απαραίτητους να ζήσουν.
Τέλος, αν σε μια χώρα, όπου το εθνικό εισόδημα σε μεγάλο βαθμό μονοπωλείται από τους δημόσιους υπαλλήλους σε αντάλλαγμα των δήθεν υπηρεσιών τους και τους τραπεζίτες με τις καταστροφικές χρηματοπιστωτικές πολιτικές τους, γι ‘αυτό μην εκπλαγείτε αν το επίπεδο των μισθών που απαιτούνται για να την «βγάλει κανείς» είναι όχι μόνο υψηλό, αλλά πολύ υψηλό. Πρέπει να πληρώσει όλες αυτές τις λαμογιές, αυτές τις προσόδους, τις ανεπάρκειες και φυσικά, είναι οι εργαζόμενοι που εκτίθενται στον ανταγωνισμό που τελικά πληρώνουν τη νύφη.
Αυτό που λέω είναι ότι, η μη ανταγωνιστικότητα έρχεται από μακριά, έχει τις ρίζες της στην ηθική και την οικονομική τάξη-αταξία της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ο διεθνής ανταγωνισμός καθορίζεται, για ένα δεδομένο επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, από το σύνολο των εσόδων που έχει η χώρα και η εξουσία μπορεί να χορηγεί. Μόνο που τα χορηγεί στους προστατευόμενούς της, κλέπτοντάς τα από κάποιους άλλους. Και αυτοί οι άλλοι δεν είναι παρά αυτοί που λέγεται ότι το κόστος εργασίας τους είναι πολύ υψηλό! Απομυθοποίηση!!!
Είναι καιρός να προτείνουμε την αντιστροφή της διατύπωσης του προβλήματος του κόστους της εργασίας, της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της ανεργίας. Πρέπει να βασιστούμε σε αυτό που βλέπουμε και να μην παγιδευτούμε από τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης. Το εργατικό κόστος δεν είναι τίποτα άλλο από την παλιά καλή έννοια του κόστους αναπαραγωγής της εργασίας, το τι πρέπει να κερδίσει κάποιος για να συνεχίσει να δουλεύει, να ζήσει την οικογένειά του, να τη στεγάσει, να αναθρέψει και να σπουδάσει τα παιδιά του κλπ …
Επαναλαμβάνω ότι με τη σοφία τους οι εργαζόμενοι πολίτες εκφράζουν αυτό το τόσο αληθινό και σαφές όταν λένε: «Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα.» Είναι προφανές ότι με αυτή την αντιστροφή, θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σωστά. Σχετικά με τις δαπάνες που συνθέτουν το περίφημο κόστος,πρέπει να αναρωτηθούμε: Είναι δίκαιες; Είναι αποτελεσματικές; Είναι αυτό που λέμε, «αξίζουν τα λεφτά τους»; Και, κατά συνέπεια, μπορούμε να κρίνουμε τις διάφορες συνιστώσες:
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για τις υπηρεσίες του κράτους;
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για τις μεταφορές;
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για τη στέγαση;
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για την παιδεία, την υγεία, τα φάρμακα;
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για τις τραπεζικές υπηρεσίες;
Μήπως πληρώνουμε πάρα πολύ για τις υπηρεσίες που προστατεύονται από τον ανταγωνισμό, μπιστρό, εστιατόρια, τρόφιμα, κλπ κλπ …
Πώς λειτουργεί ο ανταγωνισμός σε όλους αυτούς τους τομείς, είναι υγειής; Και αν δεν υπάρχει ανταγωνισμός, πώς επιτυγχάνεται μια δίκαιη τιμή, μια ειλικρινής τιμή; Πώς μπορούμε να επιτύχουμε, για όλους αυτούς που προστατεύονται από το σύστημα, να γίνουν πιο αποτελεσματικοί; Ή ακόμα πιο απλά να πάνε για δουλειά;
Φυσικά, οι άνθρωποι της εξουσίας δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα για αυτή την προσέγγιση, που θα έθετε σε κίνδυνο τους ίδιους, θα αποκάλυπτε την ανικανότητά τους και ειδικά τη δημαγωγία τους.
Εν συντομία αντί να δεχόμαστε ότι οι εργαζόμενοι μας κοστίζουν πολύ καθώς και ότι τα κοινωνικά οφέλη τους είναι υψηλά, δεν θα έπρεπε να κάνουμε μια πραγματική ανάλυση και σύγκριση ακολουθούμενη από ένα μεταρρυθμιστικό έργο, και να δώσουμε ένα τέλος στο απαρχαιωμένο πολιτικό μας σύστημα; Ας ρίξουμε μια ματιά τι συμβαίνει σε άλλες χώρες.